Κώστας Ανδρέου: 63 χρόνια μπακάλης στην παλιά Λευκωσία – Ένας κύκλος έκλεισε
17:46 - 26 Νοεμβρίου 2017
Τετάρτη πρωί, στα Τρία Φανάρια. Το ρολόι έδειχνε 9:10, οι σταθεροί θαμώνες του παλαιότερου καφενείου της παλιάς Λευκωσίας απολάμβαναν ήδη τον καφέ τους συζητώντας μεγαλοφώνως τα νέα της ημέρας. Σ’ ένα από τα τραπεζάκια ξεχώρισα και τον κ. Κώστα να πίνει τον καφέ του παρέα με το γιο του. Λίγες ώρες πριν, ένας κύκλος 63χρόνων είχε κλείσει για κείνον… 63 χρόνια μπακάλης δεν τα λες λίγα... Έζησε, είδε και είχε τη διάθεση να μου διηγηθεί τη δική του ιστορία μια μέρα μετά την παράδοση των κλειδιών του μπακάλικου στο Δήμο Λευκωσίας… Από την Αγγλοκρατία μέχρι την Τουρκική Εισβολή και από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα η συζήτηση με έναν μπακάλη που είδε όλη την ιστορία της Κύπρου να ξεδιπλώνεται μπροστά του, κατάλαβα από τα πρώτα λεπτά ότι θα είχε ενδιαφέρον.
Μπακάλης από 13 χρονών
«Γεννήθηκα στη Λακατάμια. Μεγάλωσα μέσα στα μπακάλικα. Από 13 χρονών μέχρι σήμερα, στα 75 μου. Τότε που πρωτοξεκίνησα ήμουν μαθητής, οι Άγγλοι μας είχαν κλείσει το σχολείο γιατί κάναμε παρέλαση την 28ηΟκτωβρίου και είδαν την Ελληνική σημαία να κυματίζει. Πήγα λοιπόν προσωρινά να δουλέψω σε ένα μπακάλικο στην οδό Ερμού στη Λευκωσία, μέχρι να ανοίξει το σχολείο. Τελικά μου άρεσε εκεί και έμεινα. Τότε ήταν φυσιολογικό να δουλεύουν τα παιδιά από τόσο μικρές ηλικίες. Με θυμάμαι στην αρχή να στοιβάζω κιβώτια με «Σίβα» (σκόνη πλυσίματος ρούχων). Με έβαζε το αφεντικό μου, ο Ηρακλής Κληρίδης να μετρήσω τα κουτιά, τα μετρούσα λάθος και πάλι από την αρχή μέχρι να γίνω πιο προσεκτικός. Έμαθα γρήγορα όμως.
10 σελίνια μεροκάματο
Κάθε μέρα έπαιρνα το λεωφορείο στις 4 το πρωί και 4 και μισή έπιανα δουλειά στο μπακάλικο μέχρι τις 6 το απόγευμα που είχε λεωφορείο για να επιστρέψω στη Λακατάμια. Το ίδιο πρόγραμμα κάθε μέρα. Το μεροκάματο ήταν κάπου 10 σελίνια τότε. Εκεί που χτίζεται σήμερα το νέο δημαρχείο Λευκωσίας υπήρχε ένα τεράστιο παρκινγκ όπου στάθμευαν τα λεωφορεία. Όλος ο κόσμος ήξερε το παντοπωλείο που ενωνόταν με την Ερμού και όλοι έρχονταν για να ψωνίσουν. Το παντοπωλείο ήταν χωρισμένο. Άλλοι πωλούσαν φθαρτά, άλλοι κρέας, άλλοι ψάρια, άλλοι αποικιακά. Εδώ που καθόμαστε τώρα υπήρχε ένας μεγάλος δρόμος όπου πωλούσαν παπούτσια. Ειδικά λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο κόσμος στεκόταν σειρά με τα παιδιά του για να αγοράσει παπούτσια.. Στο τέλος τελείωναν όλα τα παπούτσια..
200 προϊόντα όλα κι όλα
Σήμερα ο κόσμος μπαίνει σε ένα μπακάλικο ή ένα σουπερμάρκετ και παίρνει μόνος του τα προϊόντα που θέλει. Τότε είχαμε πάγκο, στεκόμασταν εμείς από πίσω και ερχόταν ο κόσμος με τη λίστα του, μας την έδινε και εμείς μέσα από τον πάγκο του φέρναμε τα προϊόντα που έγραφε. Τότε 200 προϊόντα ήταν όλα κι όλα, δεν ήταν πολλά. Πωλούσαμε χαλούμια, αναρή, σίβα και σιπ που ήταν οι γνωστές σκόνες πλυσίματος, λάδι. Θυμάμαι ότι το πιο ακριβό προϊόν ήταν ο βούτυρος της Αυστραλίας που κόστιζε 1 λίρα και 5 σελίνια ενώ η μαργαρίνη που ήταν για τους φτωχούς ήταν 16 μπακίρες. Πωλούσαμε θυμάμαι το άλας χύμα, κάποιος είχε μύλο και το άλεθε κι εμείς το πωλούσαμε. Την Παρασκευή γινόταν μεγάλος χαμός στην αγορά. Γινόταν λαϊκή αγορά μέσα στο παντοπωλείο. Έρχονταν στη Λευκωσία από τα Κοκκινοχώρια και άλλες πόλεις για να ψωνίσουν. Ξεκινούσαν από τα Χριστούγεννα να αγοράζουν τα όσπρια με τις οκκάες και να τα παίρνουν με τις κοφίνες. Ο κόσμος μπορεί να μην είχε πολλά χρήματα, ήταν όμως και τα προϊόντα φτηνά, για την ακρίβεια πάμφθηνα. Θυμάμαι το 1956, όταν έγινε η εισβολή στο Σουέζ οι Αγγλογάλλοι ήταν το κάτι άλλο. Είπαν στα ραδιόφωνα να φυλάξει ο κόσμος λίγα φαγώσιμα στο σπίτι και δεν μας έμεναν τρόφιμα στο μπακάλικο.
Πλούσιοι οι μπακάληδες
Το ενοίκιο για το πρώτο μου μπακάλικο στην παλιά Λευκωσία ήταν θυμάμαι 12 λίρες τον μήνα. Οι μπακάληδες ανέκαθεν κέρδιζαν πολλά χρήματα και μπορούσαν όχι μόνο να ζήσουν την οικογένειά τους αλλά να κάνουν και περιουσίες. Η μπακίρα ήταν πολύτιμη. Τότε τις μπακίρες τις ζυγίζαμε. Άλλα χρόνια… Στο μπακάλικο γνώρισα από τον πιο πλούσιο ως τον πιο φτωχό. Το 1964 άφησα τη δουλειά για να πάω στρατιώτης. Το 1966 αποφάσισα να ανοίξω το δικό μου μπακάλικο. Βρήκα ένα, απέναντι από το παντοπωλείο, στην οδό Διονυσίου και πλήρωσα τότε θυμάμαι 1500 λίρες αέρα. Στην πορεία το πούλησα και αγόρασα αυτό που έχω μέχρι σήμερα.
Τα προϊόντα των «φτωχών»
Θυμάμαι την περίοδο του πολέμου, στην πράσινη γραμμή, να πέφτουν οι σφαίρες και τη δουλειά να λιγοστεύει. Ο κόσμος φοβόταν να βγει έξω. Και μείς το ίδιο αλλά έδωσαν τότε διαταγή να μην κλείσουμε τα μπακάλικα για να μπορεί ο κόσμος βρίσκει φαγητό. Η δουλειά τους πρώτους μήνες λιγόστεψε. Στη συνέχεια όμως αυξήθηκε η αγορά «φτωχών» προϊόντων όπως κοτόπουλα, μακαρόνια, ψωμί… Ήρθαν μαζικά πρόσφυγες και ήθελαν τροφή. Όταν μετά από λίγο καιρό έφυγαν από την παλιά πόλη οι πρόσφυγες, γύρω στο 1980 ήρθαν αρκετοί αλλοδαποί φοιτητές που έτρωγαν ιδιαίτερα το ρύζι. Θυμάμαι ένα Σάββατο είχα 84 σάκους ρύζι των 25 κιλών και τους πούλησα όλους. Στην πορεία αποφάσισα κι εγώ να αλλάξω τα προϊόντα μου, έβαλα πιο πολλά μπαχαρικά, κανέλα, γαρύφαλλο, κόλιανδρο, ο κόσμος τα αγόραζε, κυρίως Λιβανέζοι. Προσπαθούσα να μη φέρνω προϊόντα που χαλούσαν εύκολα.
Δεν πήρα ποτέ άδεια στη ζωή μου
Κάθε λίγο καιρό, ανάλογα και με τις ανάγκες των καιρών άλλαζα και τα προϊόντα μου. Αργότερα, σταμάτησα να πουλώ αποικιακά διότι άνοιξαν κι άλλα καταστήματα σε περιοχές γύρω από τη Λευκωσία και η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει. Σιγά σιγά άρχισα να φέρνω μόνο παραδοσιακά προϊόντα όπως πιθάρκα, χαρτζιά, σκούπες, σαρκές, μπαστούνια, κουμπαράδες, εικόνες με αγίους. Μου άρεσε η δουλειά μου. Την έτρεξα όσο μπορούσα κάνοντας εκδουλεύσεις σε όποιον με φώναζε. Πολλοί πλούσιοι ήθελαν διάφορα κουτσοδούλια και οι λίγες λίρες που έδιναν, για τα δεδομένα τότε ήταν πάρα πολλές. Οι μπακάληδες ήταν μια δουλειά επικερδής. Δεν πήρα ποτέ άδεια στη ζωή μου μα ποτέ δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω. Ούτε όταν με τα χρόνια η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει αισθητά. Εγώ εξακολουθούσα να κερδίζω χρήματα. Αν είχα 20 πελάτες αντί 300 ήμουν ευχαριστημένος.
Σκόρπιες ιστορίες
Πόσα περιστατικά έχω να θυμάμαι. Το 1964, ένα μεσημέρι έπιασα το ποδήλατο του μάστρου μου να πάω να φέρω φαγητό να φάμε. Ξαφνικά είδα κόσμο να τρέχει. Βλέπω ένα στρατιώτη και τον ρωτώ τι έγινε; Μια γυναίκα στη Λήδρας είχε μπει για να ψωνίσει σε ένα κατάστημα και επειδή τα προϊόντα δεν της άρεσαν έφυγε και πήγε στο διπλανό. Ο μαγαζάτορας όμως, άρχισε τότε να φωνάζει πως έρχονται οι Τούρκοι και τότε όλοι άφησαν τις δουλειές τους και άρχισαν να τρέχουν. Ακόμα και ένας μπαρπέρης που ξύριζε έναν πελάτη, τον άφησε στη μέση και έτρεξε να φύγει. Άλλος κλείδωσε μια γυναίκα σε ένα κατάστημα και έφυγε. Είχαμε και τέτοια σκηνικά. Ζήσαμε το κέρφιου των Άγγλων, αργότερα τον Πόλεμο των Τούρκων. Οι Τούρκοι μας κυνήγησαν πολλές φορές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φορά που έριξαν ένα μαχαίρι και χτύπησαν ένα ελληνοκύπριο μαννάβη στο μηρό και έτρεχε αίμα. Μας έριχναν πατάτες και διάφορα άλλα προϊόντα που πωλούσαμε. Ζούσαμε μέσα στις ταραχές. Όταν σκότωσαν την Τζεμαλιέ στο Χάνι του Συμεού στην Ερμού θυμάμαι τον σάλο που ξέσπασε. Είναι τόσα πολλά. Γράφεις βιβλίο.
Ένας κύκλος έκλεισε
Υπάρχει μια μεγάλη προϊστορία πίσω από το αναγκαστικό κλείσιμο του μαγαζιού μου. Δεν μπορεί να υπάρξει παντοπωλείο δίχως παρκινγκ. Πλέον δεν έχουμε παρκινγκ και αυτό επηρεάζει και τη δουλειά μας αφού οι πελάτες δεν μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση. Μας το πήραν το παρκινγκ για να κάνουν το δημαρχείο, μετά βρήκαν και τα αρχαία κι έτσι όλα έμειναν στάσιμα. Διαπληκτιζόμασταν κάθε μέρα για το παρκινγκ, η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει, το ένα έφερε το άλλο και ο κύκλος αυτός έπρεπε να κλείσει. Φεύγω με πικρία για τον τρόπο που μας ανάγκασαν να βγούμε έξω. Διότι εμείς όταν όλοι έφευγαν από την παλιά Λευκωσία, μείναμε εδώ και κρατήσαμε αυτό τον τόπο ελληνικό. Όλοι αυτοί που ήταν; Όταν ήθελα να φύγω, να συνεχίσω με καταστήματα στη Λακατάμια ο ένας πωλητής μετά τον άλλο μου έλεγαν αν φύγεις εσύ θα φύγω και γω. Τελικά μείναμε, δουλέψαμε και στο τέλος μας αγνόησαν, δεν προνόησαν για μας υποχρεώνοντάς μας έμμεσα να φύγουμε. Στην αποθήκη μου όμως παραμένουν ένα σωρό πράγματα. Για να καταλάβετε έχω famozo και nivea 30 χρονών. Μετά τον πόλεμο σαπούνια δεν αγόρασα.
Όταν αδρανήσει ο άνθρωπος αγιώνει
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έκανα ακριβώς την ίδια δουλειά. Πάλι μπακάλης θα ήθελα να ήμουν. Ξέρετε πόσος κόσμος με ξέρει; Χαίρομαι που με θυμούνται μετά από χρόνια άνθρωποι που ψώνιζαν πριν χρόνια από το μπακάλικο μου και με χαιρετούν. Είμαι ένας ευτυχισμένος μπακάλης. Είμαι 75 χρονών. Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου θα τα δουλέψω στα χωράφια αφιερώνοντας παράλληλα το χρόνο μου στην οικογένεια και τα εγγόνια μου που υπεραγαπώ. Άλλωστε, όταν αδρανήσει ο άνθρωπος αγιώνει και εγώ δε θέλω να αγιώσω.