«Eν να πιάν το Μίτα»: Ο σεσημασμένος εγκληματίας πίσω από την γνωστή φράση
06:56 - 05 Αυγούστου 2016
Ποιος δεν άκουσε ή δεν χρησιμοποίησε την έκφραση «εν να πιάν το Μίτα»; Μια έκφραση που έγινε σήμα κατατεθέν στην κυπριακή τοπολαλιά για τις μάταιες και αποτυχημένες προσπάθειές μας στο να επιτύχουμε κάτι.
Συνεχίζοντας την ξενάγηση μας στο μουσείο της αστυνομίας, τις πόρτες του οποίου μας άνοιξε ο Αστυφύλακας και υπεύθυνος του μουσείου Ματθαίος Σιαμπτάνης, στο δεύτερο όροφο του κτιρίου ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει από κοντά φονικά όργανα, φωτογραφίες και άλλα αντικείμενα που έχουν σχέση με τα εγκλήματα, καθώς επίσης αντικείμενα και έγγραφα που σχετίζονται με τη δράση γνωστών φυγόδικων, όπως τα Χασαμπουλιά και ο Μίτας.
- Στα άδυτα της αστυνομίας… Εγκλήματα μιας άλλης εποχής μέσα σε βιτρίνα (Μέρος Α)
- Οι διαβόητοι εγκληματίες και οι θανατικές ποινές στην Κύπρο μιας «άλλης» εποχής (pics)
Το 1942 ο Νταμάλ Μεχμέτ Μίτας από τα Βρέτσια δολοφόνησε τον Χασάν Καρά Μεχμέτ από τον Άγιο Επιφάνειο, ενώ αυτός πήγαινε στο δικαστήριο της Λεύκας να καταθέσει ως μάρτυρας εναντίον του Μίτα.
Ο Μίτας, ο οποίος καταφέρνει να «ζει» μέχρι σήμερα, ήταν ένας από τους διαβόητους εγκληματίες της τότε εποχής, με τη δράση του να ξεκινά κάπου το 1937 όπου και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση για κλοπή ζώων στον Άγιο Επιφάνειο Σολέας.
Εκ τότε παρέμεινε φυγάς στο δάσος της Πάφου για πέντε χρόνια. Κατάφερε να οργανώσει τη δική του συμμορία και με απειλές και εκβιασμούς έκανε μεγάλη περιουσία. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν ότι όταν είχε συλληφθεί βρήκαν στα προσωπικά του αντικείμενα μετοχές του εμπορικού ναυτικού.
Ο Μίτας μετέβαινε σε διάφορα καφενεία όπου συζητούσε με τον κόσμο αλλά και αστυνομικούς, χωρίς ωστόσο αυτοί να γνωρίζουν ποιος είναι, ενώ εργαζόταν στα δημόσια έργα με διαφορετικό όνομα και πληρωνόταν κανονικά χωρίς να αντιληφθεί κανένας οτιδήποτε.
Ο μουχτάρης των Βρετσιών (χωριό του Μίτα), Μουλαλής, ενοχλημένος από τη δράση του Μίτα ξέσπασε στην αδελφή του με αποτέλεσμα ο Μίτας να τον δολοφονήσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ακολούθως ο διαβόητος εγκληματίας συνέχισε με βιασμούς πολλών γυναικών, μια εξ’ αυτών ήταν η σύζυγος και του χότζα (Τούρκος ιεροδιδάσκαλος) των Βρετσιών.
Ο Μίτας δεν άφηνε κανένα ατιμώρητο που προσπαθούσε να βοηθήσει την αστυνομία για τη σύλληψή του. Ενδεικτική η περίπτωση του κουνιάδου του ο οποίος πήγε να βοηθήσει την αστυνομία με αποτέλεσμα ο Μίτας να τον σκοτώσει με όπλο και σαν ενθύμιο να πάρει και το κεφάλι του.
Τελικά… «επιάντον Μίτα»
Παρά το γεγονός ότι η αστυνομία πολλές φορές έφθασε κοντά στη σύλληψή του, εντούτοις ο Μίτας κατάφερνε πάντα να ξεφεύγει. Έτσι ο κόσμος τότε έλεγε που «'ννα πιάν τον Μίτα, βλέπουμεν»
Στις 4 Μαρτίου του 1946 ο Μίτας τραυματίστηκε σοβαρά στην ωμοπλάτη σε μια ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία και ο ίδιος πήρε το δρόμο για το νοσοκομείο ενώ κρυβόταν σε έναν αχυρώνα στην Λεμεσό, στο χωριό Αλέκτορα.
Ο Μίτας τελικά προδόθηκε και έτσι 10 ημέρες αργότερα οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον συλλάβουν. Στις 16 Ιουλίου ο φυγόδικος καταδικάστηκε σε απαγχονισμό.
Ο ίδιος δήλωσε στο Δικαστήριο “Πιστεύω στο Θεό ότι θα μου δοθεί δικαιοσύνη”!
Κατά την περίοδο της φυγοδικίας του στο δάσος της Πάφου διαπράχθηκαν 30 εγκλήματα για τα οποία θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Μίτας.
Οι φωτογραφίες ήταν τα προσωπικά του αντικείμενα. Φυσίγγια τυφεκίου, σουγιάς, θήκη τσιγάρων, κουτί με σπίρτα, πίπα (τσιμπούκι), χτένα, δοχείο νερού ή κρασιού (κολότζι) κόκκινο μαντήλι.
Ο πιο «σκληρός» σεσημασμένος φυγόδικος και η προκήρυξη της αστυνομίας
Το 1943 ο Γιώργος Θεμιστοκλή από την Παναγιά σκότωσε, την ίδια περίοδο με τον Μίτα, ένα συγχωριανό του και κρυβόταν στα βουνά ως φυγόδικος.
Ο Θεμιστοκλή ήταν ένας από τους 6 φυγόδικους για τους οποίους η αστυνομία εξέδωσε προκήρυξη με την οποία ανέφερε ότι ο κόσμος απαγορευόταν να τους παρέχει βοήθεια ενώ έδινε 500 λίρες σε αυτό που θα παρέδιδε έναν από αυτούς νεκρό ή ζωντανό.
Τέσσερις φυγόδικοι συνελήφθησαν, εκ των οποίων 3 καταδικάστηκαν σε θάνατο -ο Μίτας και άλλοι 2- και ο άλλος σε φυλάκιση. Ο Θεμιστοκλή γνώριζε ότι εάν συλληφθεί θα τον σκοτώσουν καθώς θεωρείτο «σκληρός εγκληματίας». Ως εκ τούτου είχε ταμπουρωθεί σε ένα σπίτι και δεν μπορούσε η αστυνομία να τον προσεγγίσει καθώς οπλοφορούσε και όποιος πλησίαζε τον σκότωσε. Επίσης κρατούσε ομήρους τα μέλη της οικογένειας που είχε το σπίτι.
Ο Θεμιστοκλής, σύμφωνα με την ιστορία, δολοφονήθηκε στα πλαίσια της αστυνομικής επιχείρησης ωστόσο άλλες μαρτυρίες ηλικιωμένων από την περιοχή αναφέρουν ότι ο φυγόδικος έπεσε νεκρός από τα πυρά του 15χρονου γιου της οικογένειας ο οποίος μετέβη στην οικία για να του πάρει φαγητό.
Τα Χασαπουλιά…
Η ιστορία των Χασαμπουλιών γράφτηκε 40 χρόνια μετά τη δράση τους, από Ελληνοκύπριο αστυνομικό, αφού του ζητήθηκε από τον Αρχηγό αστυνομίας.
Τα Χασαμπουλιά, τρία αδέλφια, ήταν Τουρκοκύπριοι και κατάγονταν από την Επισκοπή Λεμεσού. Μετά την Αγκκλοκρατία μετοίκησαν στο χωριό Μαμώνια της Επαρχίας Πάφου ενώ είχαν και μια αδελφή.
Το 1887 ξεκίνησε τη δράση του ο μεγαλύτερος αδελφός ο Hasan Ahmed Polis ή όπως ήταν γνωστός κατά τη διάρκεια της φυγοδικίας των δύο μικρότερων αδελφών του, ο Γέρο – Χασαμπουλλής.
Αρχικά διέπραξε μια προβατοκλοπή και καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκιση. Ενώ η αστυνομία τον οδηγούσε στις φυλακές ξέφυγε από τους φύλακες και κατάφερε και δραπέτευσε. Για ενάμιση χρόνο καταζητείτο ενώ αυτός παρέμενε ασύλληπτος και κρυβόταν στα βουνά.
Ο Γέρος – Χασαμπουλλής καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση για τον ένα από τους τρείς φόνους ενώ για τους άλλους δύο δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για καταδίκη.
Το 1896, την ήρεμη ζωή του ήρθε πάλι να διαταράξει η απόφαση του να δραπετεύσει όταν έμαθε ότι συνελήφθησαν τα άλλα δύο Χασαμπουλιά, Μεχμέτ Αχμέτ Καϊμακάμ και Χουσεϊν Καβούνη. Ήθελε να εκδικηθεί εκείνους που συνέτειναν στη σύλληψη των δυο αδελφών του.
Ωστόσο, ο Γέρος – Χασαμπουλλής σκοτώθηκε κατά την απόδρασή του.
Το 1894, τα δυο μικρότερα αδέλφια του άρχισαν τη δράση τους για 2 χρόνια πριν τη σύλληψη τους.
Αφού σκότωσαν ένα Ελληνοκύπριο σε ένα γλέντι, έφυγαν για να κρυφτούν στα βουνά όπως έκανε ο μεγάλος αδελφός τους. Κατά την παράνομη ζωή τους έκαναν πολλούς φόνους, απαγωγές, βιασμούς και διάφορα άλλα εγκλήματα.
Συνελήφθησαν 4 Φεβρουαρίου 1896 όταν τους πρόδωσε στην αστυνομία ένας πολύ καλός τους φίλος.
Ενόσω τα Χασαμπουλιά και οι δυο συνεργάτες τους, ο Γεροβασιανός και ο νεοφώτιστος Χασάν Οσμάν, κοιμόντουσαν σε ένα σπίτι στο χωριό Κιδάσι, 20 αστυνομικοί περικύκλωσαν το σπίτι και τους ζήτησαν να παραδοθούν.
Αντί αυτού, αυτοί άρχισαν να ρίχνουν πυροβολισμούς, με την αστυνομία να απαντά ακριβώς με το ίδιο νόμισμα.
Τελικά ο Καβούνης σκοτώθηκε την ώρα της μάχης ενώ ο αδελφός του καταδικάστηκε σε θάνατο, όπως και ο ένας εκ των συνεργατών του. Ο δεύτερος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Τα Χασαμπουλιά ενόσω ήταν φυγόδικοι επισκέφτηκαν γύρω στα 40 χωριά της επαρχίας Πάφου και Λεμεσού και από όπου περνούσαν διέπρατταν και ένα έγκλημα.
Άλλος ένας διαβόητος φυγόδικος…
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1944 βρέθηκε νεκρός ο Αντρέας Μιχαλς από το Λιβάδι μετά από χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι με ένα κομμάτι ξύλο.
Για τη δολοφονία του συνελήφθη ο Ξενοφών Παναγή επίσης από το Λιβάδι.
Κατά την κράτηση του στον Αστυνομικό σταθμό ο Παναγή κατάφερε να ξεφύγει από την επιτήρηση του Τουρκοκύπριου Αστυνομικού και κατάφερε να αποδράσει.
Στη συνέχεια ο Παναγή κατέφυγε στο δάσος της Πάφου όπου προέβη σε σειρά εγκλημάτων. Συγκεκριμένα στις 26 Ιανουαρίου τραυμάτισε τον Θεοδόση Χρυστοδούλου από τη Σίμου.
Στις 26 Ιουνίου 1945 έκλεψε από σπίτι στη Λύσου πρόβατα και κατσίκες.
Προηγουμένως στις 2 Ιουνίου επιτέθηκε σε Τουρκοκύπριο στο χωριό Γιαλλια.
Στις 7 Ιουλίου του 1945 προσπάθησε να σκοτώσει δύο Τουρκοκύπριους Αστυνομικούς πυροβολώντας τους.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου επιτέθηκε και έκλεψε Τουρκοκύπριο σε άλλο χωριό της Πάφου.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1945 δολοφόνησε τον Ξενοφών Στυλιανού στο χωριό Λιβάδι.
Ο Ξενοφών Παναγή συνελήφθη στον Πωμό από δύο αστυνομικούς την 1η Ιουνίου του 1946.
Ο Παναγή οδηγήθηκε στο Δικαστήριο χωρίς ωστόσο να ενοχοποιηθεί για όλες τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε μόλις δύο χρόνια φυλάκιση.
*Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Αστυφύλακα και υπεύθυνο του μουσείου Ματθαίο Σιαμπτάνη για την ξενάγηση.