Όταν η Γροιλανδία αποχώρησε από την ΕΟΚ το 1985…
13:57 - 22 Ιουνίου 2016
Με κομμένη την ανάσα ολόκληρη η Ευρώπη αναμένει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που θα πραγματοποιηθεί αύριο στη Βρετανία έχοντας ως διακύβευμα την παραμονή της ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, σε περίπτωση που το Ηνωμένο Βασίλειο αποφασίσει την έξοδό του από την Ε.Ε., αυτή δεν θα είναι πρώτη φορά που μια χώρα μέλος πράττει κάτι τέτοιο.
Το 1982 η Γροιλανδία, η οποία ως συνδεδεμένο τμήμα της Δανίας είχε καταστεί το 1973 μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας(ΕΟΚ), αποφάσισε με δημοψήφισμα και με ποσοστό 52% την αποχώρησή της από την ΕΟΚ. Ο μικρός πληθυσμός της Γροιλανδίας ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός έναντι της κοινής αλιευτικής πολιτικής της ΕΟΚ. Μετά το αρνητικό δημοψήφισμα, η δανική κυβέρνηση και η ΕΟΚ, συμφώνησαν, τον Φεβρουάριο 1984, να επιτρέψουν στη Γροιλανδία να αποχωρήσει από την Κοινότητα από την 1η Φεβρουαρίου 1985 παραχωρώντας της, το καθεστώς υπερπόντιου εδάφους, συνδεδεμένου με την Κοινότητα.
Εθελούσια αποχώρηση
Αξίζει να σημειωθεί πως στις υφιστάμενες συνθήκες δεν προβλέπεται ρήτρα αποχώρησης για κάποιο κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ένωση και οι εν λόγω συνθήκες έχουν συναφθεί με αόριστη διάρκεια. Το μόνο προηγούμενο σχετικώς υπήρξε η αποχώρηση της Γροιλανδίας το 1985. Η εν λόγω μεταβολή εδαφικής εφαρμογής των συνθηκών κατέστη δυνατή έπειτα από τροποποίηση των συνθηκών που κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Το Σύνταγμα εισάγει ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης, κάτι που αποτελεί σημαντική καινοτομία (άρθρο I-60). Η αποχώρηση δύναται να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και δεν συνδέεται με τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος ή άλλες προϋποθέσεις. Το κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης αυτής. Η Ένωση προβαίνει σε διαπραγμάτευση με το εν λόγω κράτος μέλος συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομέρειες της αποχώρησής του και ρυθμίζει το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαδικασία που εφαρμόζεται είναι η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο ΙΙΙ-325. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο των Υπουργών, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επισημαίνεται ότι ο αντιπρόσωπος του κράτους μέλους που επιθυμεί να αποχωρήσει δεν συμμετέχει ούτε στις αποφάσεις ούτε στην ψηφοφορία.
Το Σύνταγμα παύει να ισχύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση της επιθυμίας για αποχώρηση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι δυνατόν, κατόπιν ομόφωνης απόφασης και σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να παρατείνει το διάστημα αυτό. Το ανωτέρω γεγονός σημαίνει ότι η αποχώρηση δύναται να τεθεί σε ισχύ χωρίς τη συναίνεση της Ένωσης. Συνεπώς, αυτή η ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης αποτελεί σημαντική καινοτομία. Το κράτος μέλος που αποχώρησε από την Ένωση είναι δυνατόν να προσχωρήσει εκ νέου σε αυτήν, ακολουθώντας τη συνήθη διαδικασία προσχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο I-58.
Εθελούσια αποχώρηση
Αξίζει να σημειωθεί πως στις υφιστάμενες συνθήκες δεν προβλέπεται ρήτρα αποχώρησης για κάποιο κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ένωση και οι εν λόγω συνθήκες έχουν συναφθεί με αόριστη διάρκεια. Το μόνο προηγούμενο σχετικώς υπήρξε η αποχώρηση της Γροιλανδίας το 1985. Η εν λόγω μεταβολή εδαφικής εφαρμογής των συνθηκών κατέστη δυνατή έπειτα από τροποποίηση των συνθηκών που κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Το Σύνταγμα εισάγει ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης, κάτι που αποτελεί σημαντική καινοτομία (άρθρο I-60). Η αποχώρηση δύναται να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και δεν συνδέεται με τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος ή άλλες προϋποθέσεις. Το κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης αυτής. Η Ένωση προβαίνει σε διαπραγμάτευση με το εν λόγω κράτος μέλος συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομέρειες της αποχώρησής του και ρυθμίζει το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαδικασία που εφαρμόζεται είναι η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο ΙΙΙ-325. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο των Υπουργών, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επισημαίνεται ότι ο αντιπρόσωπος του κράτους μέλους που επιθυμεί να αποχωρήσει δεν συμμετέχει ούτε στις αποφάσεις ούτε στην ψηφοφορία.
Το Σύνταγμα παύει να ισχύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση της επιθυμίας για αποχώρηση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι δυνατόν, κατόπιν ομόφωνης απόφασης και σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να παρατείνει το διάστημα αυτό. Το ανωτέρω γεγονός σημαίνει ότι η αποχώρηση δύναται να τεθεί σε ισχύ χωρίς τη συναίνεση της Ένωσης. Συνεπώς, αυτή η ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης αποτελεί σημαντική καινοτομία. Το κράτος μέλος που αποχώρησε από την Ένωση είναι δυνατόν να προσχωρήσει εκ νέου σε αυτήν, ακολουθώντας τη συνήθη διαδικασία προσχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο I-58.