Καληνύχτα ψυχή μου…
17:07 - 01 Ιουνίου 2016
Λένε πώς όταν χάσεις κάτι που αγαπούσες πολύ, εξακολουθεί να ζει μέσα σου. Φωλιάζει εκεί και δεν πεθαίνει όσο το θυμάσαι.
Χθες βράδυ, οδηγώντας με κατεύθυνση το σπίτι, συνέβη κάτι που ακόμη προσπαθώ να εξηγήσω. Σε είδα. Μέσα στο σκοτάδι, είδα εκείνη την γνώριμη λευκόχρυση φουντωτή ουρά σου να ξεπροβάλλει στην άκρη του δρόμου. Περπατούσες αργά και κάτι μυριζόσουν στο πεζοδρόμιο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και να πλημμυρίζει ελπίδες, ότι ήσουν πράγματι εσύ. Ότι έγινε κάποιο λάθος. Ότι ζεις. Ότι απλά έχασες το δρόμο τόσες μέρες που λείπεις. Βλέπεις, δε θέλησα να δω τις τελευταίες φωτογραφίες που σου έβγαλαν εκεί, στον ίδιο δρόμο που ξεψύχησες πριν από λίγες μέρες. Δεν το άντεχα. Κι ας μου έδωσαν το κολανάκι σου για να πάψω να ελπίζω ότι θα γυρίσεις.
Το μυαλό, έλεγε σταμάτα. Σταμάτα να κάνεις σαν μωρό. Αποδέξου ότι αποκλείεται να είναι ο Βοno και πήγαινε σπίτι να κοιμηθείς. Είσαι κουρασμένη και βλέπεις οπτασίες. Μην τολμήσεις να παρκάρεις. Μη διανοηθείς να κατεβείς από το αυτοκίνητο. Είναι λάθος. Είναι ανώριμο να συνεχίσεις να κλαις, όταν καθημερινά χάνονται τόσες ζωές. Φτάνει.
Πώς μπορούσα να φύγω; Αφού ήσουν εσύ. Ακόμα και το κολανάκι ήταν ίδιο. Θυμάσαι πώς χοροπηδούσες όταν σου το πρωτοφόρεσα; Θα μπορούσα να σε ξεχωρίσω ανάμεσα σε χιλιάδες σκυλάκια. Γιατί ήσουν το δικό μου. Γιατί μου λείπεις. Kι όταν βγαίνω και όταν γελώ και όταν δουλεύω. Μου λείπεις.
Κατέβηκα και άρχισα να φωνάζω το όνομά σου στη μέση του δρόμου. Κόντρα στη λογική, σου φώναζα να έρθεις. Να πάμε σπίτι. Να κάνουμε έκπληξη σε όλους. Το μαξιλάρι σου είναι ακόμα εκεί και σε περιμένει. Οι κάλτσες μου, το αγαπημένο σου παιχνίδι, είναι κι αυτές εκεί όπως τις άφησες. Λάτρευες να τις ξεσκίζεις κι ας θύμωνα. Αγόρασα καινούργιες, μα αυτές που τρύπησες, δε θέλω πια να τις πετάξω. Ακόμα και τα γατάκια της γειτονιάς έρχονται και σε ψάχνουν κι ας μην κατάφερα ποτέ να σας συμφιλιώσω. Όλα εδώ. Εκτός από σένα.
Σου φώναζα, χωρίς καμία προσπάθεια να πνίξω εκείνα τα δάκρυα, που ήσουν ο μόνος που άφηνα να δει, όσο ζούσες… Μα δεν ήρθες. Εσύ, θα ερχόσουν αμέσως. Ούτε κάποιο άλλο σκυλάκι υπήρχε εκεί τελικά. Γύρισα σπίτι, πεπεισμένη ότι τρελάθηκα.
Την προηγούμενη βδομάδα σ’ ένα περιοδικό βρήκα μια αγγελία. Ένα σκυλάκι, που θα μπορούσε να ήταν το δίδυμο αδελφάκι σου, έψαχνε σπίτι. Τηλεφώνησα. Δεν το δίνουν πια. Άλλαξαν γνώμη είπαν. Απογοητεύτηκα. Καλύτερα, σκέφτηκα μετά. Κανείς δεν μπορεί να πάρει τη θέση σου.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σκεφτόμουν ότι αυτές τις μέρες θα πηγαίναμε για το καλοκαιρινό σου κούρεμα. Το μισούσες που αποχωριζόσουν το πλούσιο λευκόχρυσο τρίχωμά σου. Κάθε φορά κρυβόσουν κάτω από τις κουρτίνες μέχρι να το συνηθίσεις. Τελικά… το «γλίτωσες»…
Ξέρεις, ήλπιζα ότι κάποια στιγμή θα έπαιζες με τα παιδιά μου και θα σας έβγαζα εγώ φωτογραφίες. Όπως έβγαζε και μας, η δική μου μαμά. Ξέρω, πως εκείνη ήταν η μεγάλη σου αδυναμία, μα ποτέ δεν με πείραξε. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο της λείπεις. Κι ας μην ήθελε σκύλο στην αρχή.
«Να ξέρεις ότι τον Bono τον λάτρεψα σαν το 5ο παιδί μου», μου είπε κλαίγοντας όταν σε χάσαμε. Όλοι μας σε λατρέψαμε. Η αγάπη εξάλλου είναι μια. Είτε μιλάμε για ανθρώπους, είτε για ζώα. Και η δική μας για σένα, ήταν δυνατή και αληθινή. Και εσύ, ένας από τους καλύτερους διδάξαντες αυτής της ανιδιοτελούς αγάπης, αυτά τα 6 υπέροχα χρόνια που ζήσαμε μαζί.
Τα μάτια μου κλείνουν. Φέρνω στο μυαλό μου όλα εκείνα τα άρθρα που διάβασα τις τελευταίες μέρες για ανθρώπους που έχασαν πιστούς φίλους σαν και σένα. Όλα έκλειναν με μια υπόσχεση. Αυτή που θα δώσω και εγώ σε σένα.
Ποτέ δε θα σε ξεχάσουμε. Θα ζεις για πάντα στην καρδιά μας.
Καληνύχτα ψυχή μου.