«Οι συντελεστές δόμησης στο Παραλίμνι δεν αντικατοπτρίζουν τις πραγματικότητες»
17:01 - 12 Μαΐου 2016
Παρέμβαση προκειμένου να δώσει διευκρινίσεις μετά την επιστολή του προς το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Παραλιμνίου στις 4.5.2016, για το θέμα των παράνομων οικοδομών του Πρωταρά, τα ακίνητα ακόμη και των ίδιων των δημοτικών συμβούλων Παραλιμνίου, αλλά και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, πραγματοποιεί ο Δημοτικός Σύμβουλος Ανδρέας Λοϊζου.
Όπως διευκρινίζει ο κος Λοϊζου, το πρόβλημα με παράνομες οικοδομές δεν υπάρχει μόνο στον Δήμο Παραλιμνίου, αλλά σε όλη την Κύπρο. «Ενδεχομένως, σε άλλους δήμους το πρόβλημα να είναι και πολύ χειρότερο. Την ευθύνη για την κατάσταση που επικρατεί δεν την φέρει ο νυν Δήμαρχος Θεόδωρος Πυρίλλης. Ευθύνες φέρουν όλοι οι Δήμαρχοι και τα δημοτικά συμβούλια από την ίδρυση του δήμου μας μέχρι και σήμερα».
Και συνεχίζει: «Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης φέρει το κράτος, αφού θεσπίζονται νομοθεσίες που είναι αδύνατον να τηρηθούν. Για παράδειγμα, η νομοθεσία προνοεί ότι είναι ποινικό αδίκημα να χρησιμοποιείται οικοδομή πριν την έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης (άρθρα 10(1) και 20(1)(γ) ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (ΚΕΦ.96)). Αντιλαμβάνεται κάποιος, ότι αυτή η πρόνοια του νόμου απλούστατα δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αφού το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης μιας οικοδομής χρειάζεται χρόνια για να εκδοθεί. Το αποτέλεσμα είναι, να αναγκάζονται οι αρχές να παρανομούν, με αποτέλεσμα να έχουμε πάθει πλέον ανοσία στην παρανομία.
Κάποιοι λένε ότι το θέμα δεν είναι σοβαρό, αφού οι παρανομίες υπήρχαν για χρόνια και μια χαρά ήμασταν. Δεν συμμερίζομαι αυτή την λογική, γιατί αυτοί που την επικαλούνται, παραγνωρίζουν τα τεράστια προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια που επικρατεί πλήρης αναρχία. Είναι αδύνατο να τα καταγράψω όλα με την παρούσα παρέμβαση, αλλά θα αναφέρω κάποια παραδείγματα για να καταλάβει ο κόσμος το μέγεθος του προβλήματος. Πρώτα απ’ όλα, κάποιοι συμπολίτες μας που δεν επιθυμούν να παρανομήσουν αδικούνται, αφού δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος τους. Επίσης, τίθεται και θέμα ασφάλειας αφού από την στιγμή που μια οικοδομή δεν έχει ελεγχθεί, δεν υπάρχει και διασφάλιση ότι πληροί τις απαραίτητες προδιαγραφές ασφαλείας. Αυτό, πέραν από το γεγονός ότι εγκυμονεί κινδύνους για τους πολίτες, δημιουργεί και αλυσιδωτά προβλήματα που πλήττουν τόσο τον τουρισμό όσο και την οικοδομική μας βιομηχανία».
Στην σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε ο κος Λοϊζου, αποκαλύπτει ότι η εντελώς παράλογη θέσπιση πολεοδομικών ζωνών, εξωθεί τους επιχειρηματίες στην παρανομία και τις αρχές στο να την ανέχονται. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κεντρικό δρόμο του Πρωταρά (Λεωφόρος Πρωταρά ή αλλιώς «Ξενοδοχείων»). Αυτός ο δρόμος είναι ένας από τους εμπορικότερους δρόμους στην Κύπρο και όταν αναπτύχθηκε υπήρχε συντελεστής από 20%-50% (αναλόγως της ανάπτυξης) αφού θεωρείτο γεωργική ζώνη! Μέχρι σήμερα ο συντελεστής διαφοροποιήθηκε ελάχιστα αλλά σίγουρα εξακολουθεί να μην αντικατοπτρίζει τις πραγματικότητες».
Και καταλήγει: «Ως έχει η κατάσταση σήμερα, αν αποφασίσουν οι αρχές να εφαρμόσουν τον νόμο, θα πρέπει να κατεδαφιστεί η μισή Κύπρος. Η τουριστική μας βιομηχανία και κατ’ επέκταση η οικονομία μας, δεν αντέχει κάτι τέτοιο. Αυτή την πρόφαση βρίσκουν οι αρχές και πλέον ανέχονται παντός είδους παρανομίες. Έχω την άποψη, ότι το κράτος θα πρέπει να δει πολύ σοβαρά το πρόβλημα και να δώσει άμεσα λύσεις. Περαιτέρω, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, πρέπει να τραβήξουν μια γραμμή και να σταματήσουν να ανέχονται νέες παρανομίες. Όσον αφορά τις παλιές παρανομίες πρέπει μέσα σε ένα διάστημα δύο - τριών χρόνων να δοθούν διέξοδοι από το κράτος και τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και να τεθεί ένα χρονικό όριο, μέσα στο οποίο όλοι θα πρέπει να φροντίσουν να συμμορφωθούν με τον νόμο.
Κλείνω, επαναλαμβάνοντας την αρχική μου εισήγηση, την οποία έστειλα στο Δημοτικό Συμβούλιο στις 4.5.2016. Όσες δικαιολογίες και να λεχθούν, όποιος κατέχει δημόσιο αξίωμα και είναι επιφορτισμένος με την ευθύνη της επιβολής του νόμου, θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να σέβεται τον νόμο. Συνεπώς, εμμένω στην θέση μου ότι θα πρέπει να ελεγχθούν πρώτα οι περιουσίες των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου και των μελών των οικογενειών τους και μετά να επεκταθούμε στους υπόλοιπους δημότες. Να ξεκαθαρίσω, ότι εγώ δεν έχω πρόβλημα η έρευνα να επεκταθεί σε οποιουδήποτε βαθμού συγγένειας μέλη των οικογενειών μας».
Όπως διευκρινίζει ο κος Λοϊζου, το πρόβλημα με παράνομες οικοδομές δεν υπάρχει μόνο στον Δήμο Παραλιμνίου, αλλά σε όλη την Κύπρο. «Ενδεχομένως, σε άλλους δήμους το πρόβλημα να είναι και πολύ χειρότερο. Την ευθύνη για την κατάσταση που επικρατεί δεν την φέρει ο νυν Δήμαρχος Θεόδωρος Πυρίλλης. Ευθύνες φέρουν όλοι οι Δήμαρχοι και τα δημοτικά συμβούλια από την ίδρυση του δήμου μας μέχρι και σήμερα».
Και συνεχίζει: «Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης φέρει το κράτος, αφού θεσπίζονται νομοθεσίες που είναι αδύνατον να τηρηθούν. Για παράδειγμα, η νομοθεσία προνοεί ότι είναι ποινικό αδίκημα να χρησιμοποιείται οικοδομή πριν την έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης (άρθρα 10(1) και 20(1)(γ) ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (ΚΕΦ.96)). Αντιλαμβάνεται κάποιος, ότι αυτή η πρόνοια του νόμου απλούστατα δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αφού το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης μιας οικοδομής χρειάζεται χρόνια για να εκδοθεί. Το αποτέλεσμα είναι, να αναγκάζονται οι αρχές να παρανομούν, με αποτέλεσμα να έχουμε πάθει πλέον ανοσία στην παρανομία.
Κάποιοι λένε ότι το θέμα δεν είναι σοβαρό, αφού οι παρανομίες υπήρχαν για χρόνια και μια χαρά ήμασταν. Δεν συμμερίζομαι αυτή την λογική, γιατί αυτοί που την επικαλούνται, παραγνωρίζουν τα τεράστια προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια που επικρατεί πλήρης αναρχία. Είναι αδύνατο να τα καταγράψω όλα με την παρούσα παρέμβαση, αλλά θα αναφέρω κάποια παραδείγματα για να καταλάβει ο κόσμος το μέγεθος του προβλήματος. Πρώτα απ’ όλα, κάποιοι συμπολίτες μας που δεν επιθυμούν να παρανομήσουν αδικούνται, αφού δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος τους. Επίσης, τίθεται και θέμα ασφάλειας αφού από την στιγμή που μια οικοδομή δεν έχει ελεγχθεί, δεν υπάρχει και διασφάλιση ότι πληροί τις απαραίτητες προδιαγραφές ασφαλείας. Αυτό, πέραν από το γεγονός ότι εγκυμονεί κινδύνους για τους πολίτες, δημιουργεί και αλυσιδωτά προβλήματα που πλήττουν τόσο τον τουρισμό όσο και την οικοδομική μας βιομηχανία».
Στην σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε ο κος Λοϊζου, αποκαλύπτει ότι η εντελώς παράλογη θέσπιση πολεοδομικών ζωνών, εξωθεί τους επιχειρηματίες στην παρανομία και τις αρχές στο να την ανέχονται. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κεντρικό δρόμο του Πρωταρά (Λεωφόρος Πρωταρά ή αλλιώς «Ξενοδοχείων»). Αυτός ο δρόμος είναι ένας από τους εμπορικότερους δρόμους στην Κύπρο και όταν αναπτύχθηκε υπήρχε συντελεστής από 20%-50% (αναλόγως της ανάπτυξης) αφού θεωρείτο γεωργική ζώνη! Μέχρι σήμερα ο συντελεστής διαφοροποιήθηκε ελάχιστα αλλά σίγουρα εξακολουθεί να μην αντικατοπτρίζει τις πραγματικότητες».
Και καταλήγει: «Ως έχει η κατάσταση σήμερα, αν αποφασίσουν οι αρχές να εφαρμόσουν τον νόμο, θα πρέπει να κατεδαφιστεί η μισή Κύπρος. Η τουριστική μας βιομηχανία και κατ’ επέκταση η οικονομία μας, δεν αντέχει κάτι τέτοιο. Αυτή την πρόφαση βρίσκουν οι αρχές και πλέον ανέχονται παντός είδους παρανομίες. Έχω την άποψη, ότι το κράτος θα πρέπει να δει πολύ σοβαρά το πρόβλημα και να δώσει άμεσα λύσεις. Περαιτέρω, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, πρέπει να τραβήξουν μια γραμμή και να σταματήσουν να ανέχονται νέες παρανομίες. Όσον αφορά τις παλιές παρανομίες πρέπει μέσα σε ένα διάστημα δύο - τριών χρόνων να δοθούν διέξοδοι από το κράτος και τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και να τεθεί ένα χρονικό όριο, μέσα στο οποίο όλοι θα πρέπει να φροντίσουν να συμμορφωθούν με τον νόμο.
Κλείνω, επαναλαμβάνοντας την αρχική μου εισήγηση, την οποία έστειλα στο Δημοτικό Συμβούλιο στις 4.5.2016. Όσες δικαιολογίες και να λεχθούν, όποιος κατέχει δημόσιο αξίωμα και είναι επιφορτισμένος με την ευθύνη της επιβολής του νόμου, θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να σέβεται τον νόμο. Συνεπώς, εμμένω στην θέση μου ότι θα πρέπει να ελεγχθούν πρώτα οι περιουσίες των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου και των μελών των οικογενειών τους και μετά να επεκταθούμε στους υπόλοιπους δημότες. Να ξεκαθαρίσω, ότι εγώ δεν έχω πρόβλημα η έρευνα να επεκταθεί σε οποιουδήποτε βαθμού συγγένειας μέλη των οικογενειών μας».