Ο Ρεπόρτερ στις γυναικείες φυλακές
08:57 - 13 Μαρτίου 2016
Κεντρικές φυλακές Λευκωσίας. Γυναικεία πτέρυγα. Οκτώ του Μάρτη. Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Της όποιας γυναίκας. Ακόμα και των φυλακισμένων. Μανάδες, σύζυγοι, κόρες, αδελφές. Τριάντα έξι γυναικείες ψυχές, στην πλειονότητά τους αλλοδαπές, πίσω από κάγκελα, ψηλούς τοίχους και σειρές συρματοπλεγμάτων, προσπαθούν να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα την ποινή και να φύγουν. Οι περισσότερες με ελαφρές ποινές, κάποιες βαρυποινίτισσες -σύμφωνα με τον νόμο βαρυποινίτης είναι εκείνος που καταδικάζεται σε περισσότερα από δύο χρόνια φυλακή- και δυο ισοβίτισσες. Από τις 7:00 το πρωί μέχρι τις 6:00 το απόγευμα, όλοι οι κρατούμενοι είναι έξω από τα κελιά τους και κυκλοφορούν μέσα στο χώρο των φυλακών κατανεμημένοι στις εργασίες τους. Στη συνέχεια θα περιοριστούν στους κοινόχρηστους χώρους εντός φυλακής. Στις 9:00 μ.μ. θα καταμετρηθούν και θα μπουν στα κελιά τους. Εκεί μπορούν να διαβάσουν, να δουν τηλεόραση. Μπορούν να έχουν τηλεόραση στο κελί τους, μπορούν ακόμα να δουν ταινίες -έχουν DVD- και να παρακολουθήσουν εκπαιδευτικές ταινίες που βάζει η διεύθυνση. Μαζί με το ζεστό νερό και το ρεύμα, που η τωρινή διεύθυνση δεν το τσιγκουνεύεται, τους έχει παραχωρηθεί αύξηση των επισκέψεων από 6 σε 10, αύξηση στον αριθμό των επισκεπτών, στις μέρες των επισκέψεων, αύξηση των ωρών των τηλεφωνημάτων - καθημερινά από τις 8:00 το πρωί μέχρι τις 6:00 το απόγευμα, ενώ πριν ήταν 2 φορές την εβδομάδα με 10 λεπτά διάρκεια. Έφυγε, επίσης, το διαχωριστικό γυαλί στο επισκεπτήριο, για να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην οικογένεια κάθε φορά που ανταμώνουν. Επιπρόσθετα, άτομα τα οποία οι δικοί τους διαμένουν στο εξωτερικό μπορούν να επικοινωνούν μαζί τους μέσω SKYPE. Έστω και ψηφιακά να υπάρχει μια επαφή. Μεγάλο πράγμα η ελπίδα και η προσμονή για έναν κατάδικο.
ΚΑΓΚΕΛΑ ΠΑΝΤΟΥ
Για να φτάσουμε με τον συνάδελφο Παναγιώτη Χατζηαποστόλου, που εκτελούσε χρέη φωτογράφου, μέχρι το γραφείο της αναπληρώτριας διευθύντριας των Κεντρικών Φυλακών, Άννας Αριστοτέλους, η οποία μας περίμενε, έπρεπε να περάσουμε από τον έλεγχο στην πύλη, να περπατήσουμε μέχρι το κτήριο των δεύτερων ελέγχων, όπου δώσαμε τις ταυτότητές μας και πήραμε το ταμπελάκι του επισκέπτη, και μετά να περάσουμε την πρώτη από τις δυο γκρι σιδερένιες αυτόματες πόρτες, η οποία άνοιξε με ένα χαρακτηριστικό βαρύ θόρυβο, καθώς κυλούσε πάνω στις ράγες. Περιμέναμε μέχρι να κλείσει πίσω μας και να ανοίξει μία ακριβώς ίδια που βρισκόταν μπροστά μας. Ακολούθησε έλεγχος ασφαλείας και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το κυρίως κτήριο των Φυλακών. Μπήκαμε αριστερά στον χώρο αναμονής των συγγενών, που περιμένουν να περάσουν μέσα στην αίθουσα του επισκεπτηρίου, και βρεθήκαμε έξω, απέναντι από το γήπεδο ποδοσφαίρου. Συρμάτινοι φράκτες οριοθετούν τον κάθε χώρο. Αριστερά τα γραφεία και δεξιά στο βάθος ο διάδρομος που οδηγεί στη γυναικεία πτέρυγα. Πήραμε τον δρόμο κατά μήκος του φράκτη. Στο βάθος αριστερά τα μαγειρεία, τα εργαστήρια λίγο πιο δεξιά, η εκκλησία και το τζαμί, αρμονική συνύπαρξη θρησκειών.
ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟ
Φτάσαμε στην πόρτα και την δρασκελίσαμε, πήραμε τον σιδηρόφρακτο διάδρομο και φτάσαμε μπροστά σε μια άλλη πόρτα και μετά στην επόμενη. Μια εσωτερική αυλή με πάγκους, τραπέζια, καρέκλες, έναν μικρό κηπάκο, το δωμάτιο των φυλάκων, δεξιά δυο τηλεφωνικοί θάλαμοι, το ιατρείο, το εργαστήρι χειροτεχνίας και οι θαλάμοι. Οι γυναίκες ήταν μαζεμένες στην αυλή. Παρέες - παρέες συζητούσαν, έπιναν καφέ. Μας καλοδέχθηκαν. Μας περιτριγύρισαν, μας ευχήθηκαν χρόνια πολλά και προσφέρθηκαν να μας κεράσουν. Πιάσαμε την κουβέντα, περισσότερο όμως παρακολουθούσαμε. Μας είπαν ότι πρωί - πρωί πήραν όλες από ένα τριαντάφυλλο και το βράδυ είχαν σουβλάκια στο μενού. Γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο. Μέχρι να το καταλάβουμε έφεραν ένα μεγάφωνο, πήραν ένα μικρόφωνο και έβαλαν μουσική. Προς τιμήν της κας Άννας και των ξένων της, δηλαδή εμάς, θα μας αφιέρωναν μερικά τραγούδια - έτσι είπαν. Μέχρι να φτάσει ο καφές, οι κεφάτες της παρέας άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν, ενώ πολλές από τις συγκρατούμενές τους κτυπούσαν παλαμάκια.
ΛΙΓΗ ΧΑΡΑ, ΠΟΛΛΗ ΘΛΙΨΗ
Ένας ζεστός ανοιξιάτικος ήλιος έδινε φως και ζέστη στην αυλή. Ο καφές μύριζε, ο μικρός κηπάκος πρασίνιζε, η μουσική και τα γέλια ακουγόντουσαν παντού. Στο βάθος της αυλής μερικές αλλοδαπές γυναίκες προσπαθούσαν να καταλάβουν, στο βλέμμα τους κάτι σαν λύπη, κάτι σαν χαρά. Μου έκανε εντύπωση αυτός ο συνδυασμός. Προσπάθησα να τον βρω και αλλού. Στιγμιαία χαρά, μόνιμη θλίψη. Δεν είναι και εύκολο να σε χωρίζουν σύρματα και φράκτες, θάλασσες και χιλιόμετρα από τους δικούς σου. Πέρασε η ώρα, έπρεπε να φύγουμε. Δεν το συνειδητοποίησα, μέχρι που βρέθηκα έξω. Έπιασα τον εαυτό μου να παίρνει μια βαθιά ανάσα και χάρηκα που δεν μου έκοβαν τον αέρα τα σύρματα και ο ψηλός μαντρότοιχος. Δεν μπόρεσα να σκεφτώ τίποτα άλλο, παρά μόνο το πόσο πολύτιμη ήταν η ανάσα αυτή. Της ελευθερίας.