Μα εκείνη ακόμα περιμένει...
10:53 - 16 Φεβρουαρίου 2016
«Έννεν το χωρκόν μου τούτον. Εκάμαμεν λάθος», μου είπε με ύφος σοβαρό με το που μπήκαμε στο κατεχόμενο χωριό με την τουρκική ονομασία «Μιναρελίκιογιου». Μόλις βρεθήκαμε μπροστά στο καφενείο, κατέβηκα από το αυτοκίνητο για να ρωτήσω αν όντως η ελληνική ονομασία του χωριού, είναι «Νέο Χωριό Κυθρέας». Ναι, μου απάντησε ένας ηλικιωμένος Τουρκοκύπριος, εξηγώντας μου στα ελληνικά πως αν προχωρούσαμε λίγο ακόμα, θα βλέπαμε και την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και τα λεωφορεία που μετέφεραν από νωρίς τις εκατοντάδες πρόσφυγες του χωριού, για να παραστούν στη Θεία Λειτουργία, 42 χρόνια μετά τον πόλεμο.
Αμέσως τα μάτια του έλαμψαν. Ήθελε να κατέβει. Δεν με περίμενε καν να παρκάρω.
Λίγο αργότερα τον είδα να στέκει μέσα στην ερειπωμένη εκκλησία ανάμεσα στο πλήθος και να μιλά με κάποιον. Του πήρε λίγο χρόνο για να επεξεργαστεί όλες αυτές τις εικόνες που έβλεπε. Να συνειδητοποιήσει ότι αυτός είναι ο τόπος που μεγάλωσε. Δεν τον θυμόταν έτσι.
Ένας Ιερός Ναός ετοιμόρροπος, μια Αγία Τράπεζα διαλυμένη, ένα εικονοστάσι βεβηλωμένο, παντού ρωγμές και γκρίζο...
Οι διηγήσεις του πατέρα μου για το χωριό του ήταν σπάνιες. Περισσότερο μιλούσε για τη ζωή μετά απ’ εκείνο το μαύρο καλοκαίρι. Την αιχμαλωσία του, τους εφιαλτικούς μήνες στα Άδανα, τη γιαγιά μου που περίμενε πάνω από ένα ραδιόφωνο να μάθει αν ζει ή αν πέθανε. Εμπειρίες που αλλάζουν τους ανθρώπους. Τους κάνουν πιο σκληρούς, λιγότερο ευαίσθητους και συναισθηματικούς. Μεγαλώνοντας άρχισα να το αντιλαμβάνομαι…
Πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία, πήγαμε να μου δείξει το σπίτι του. Λίγα λεπτά μετά, στεκόμασταν μπροστά από ένα μεγάλο κάγκελο που ήταν κλειστό. Το άνοιξε και μπήκαμε σε μια αυλή με κότες. Το εσωτερικό του σπιτιού, μόνο μια λέξη μπορεί να το περιγράψει… Τρώγλη. "Δε ζει κανείς πια μέσα" μου είπε, προσπαθώντας ακόμα και κείνη τη στιγμή να πνίξει συναισθήματα.
Μόνο όταν τον ρώτησα πώς ζούσαν τόσοι άνθρωποι μέσα σε κείνο το σπίτι, τον είδα να βουρκώνει για μια στιγμή. Τα υπόλοιπα τα κράτησε. Έτσι ήθελε...
Περπατώντας μέσα στα σοκάκια του χωριού, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια τεράστια βελανιδιά. Κάποιος είπε, πως κάποτε αποτελούσε σημείο συνάντησης για τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να φύγουν.
Τι ειρωνεία, σκέφτηκα.
Τα χρόνια πέρασαν. Μα εκείνη ακόμα τους περιμένει…