Πόσο ακόμα θα μας κυνηγά το παρελθόν
14:40 - 01 Φεβρουαρίου 2016
Το μήνυμα ότι δεν μπορούμε να επιτρέπουμε στις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος να καθορίζουν τα μελλοντικά μας βήματα, στέλνει ένας από τους… τυχερούς που γλίτωσαν από τη μαζική σφαγή των Τουρκοκυπρίων στην Παρεκκλησιά. Σε συνέντευξή του στον «Ρεπόρτερ», ο Ραΐφ από την Τόχνη ανακαλεί στη μνήμη τα τραγικά γεγονότα του Αυγούστου του 1974, αλλά δεν μένει καρφωμένος σ’ αυτά. Γυρίζει το πρόσωπο στο μέλλον και ζητά από τους ηγέτες, αλλά κυρίως από τους απλούς πολίτες –Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους–, να γυρίσουν σελίδα.
Τον Ραΐφ τον γνώρισα σχετικά πρόσφατα. Ζει εδώ και σαράντα χρόνια στο κατεχόμενο χωριό Συγχαρί και με εξαίρεση τους μήνες του χειμώνα εργάζεται σ’ ένα υπαίθριο εστιατόριο που βρίσκεται στην κορυφογραμμή του Πενταδακτύλου. Βέβαια στο Συγχαρί μεταφέρθηκε μόλις το 1975. Μέχρι τότε ζούσε στις νότιες περιοχές. Όταν μου είπε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τόχνη, τον κοίταξα με απορία. Διαβάζοντας το ερώτημα στο πρόσωπό μου, έσπευσε να διευκρινίσει: «Ευτυχώς, αν και 14 χρόνων, φαινόμουν πιτσιρίκι, έτσι οι Εοκαβητατζήδες δεν με συνέλαβαν». Σημειώνεται ότι ο Ραΐφ κατονομάζει κάποιους που είδε να εμπλέκονται στην τραγική ιστορία του, αλλά ο «Ρεπόρτερ» επιλέγει να μη δημοσιοποιήσει τα ονόματα για ευνόητους λόγους.
Κοινά παιχνίδια
Του τηλεφώνησα και κλείσαμε ραντεβού για την περασμένη Παρασκευή στο Μπουγιούκ Χαν. Έφερε μαζί του ακόμη έναν φίλο του, τον Μέτε, ο οποίος ως κάτοικος Λουρουτζίνας γνωρίζει πολύ καλά τα ελληνικά. Παραγγείλαμε καφέδες και η συζήτηση ξεκίνησε: «Με τους Ελληνοκύπριους στην Τόχνη δεν είχαμε προβλήματα. Ζούσαμε ειρηνικά, ο καθένας στον μαχαλά του. Την περίοδο του ’67, μετά τις φασαρίες στην Κοφίνου, είχαμε κάποιες μικροπαρεξηγήσεις με αφορμή τη σημαία που υψώναμε κάθε Σαββατοκύριακο στο χωριό, όμως τίποτε περισσότερο. Ο πατέρας μου είχε μπακάλικο, στο οποίο έρχονταν και ψώνιζαν και Ελληνοκύπριοι. Καλός άνθρωπος, ήξερε από φτώχεια. Όταν κάποιος δεν είχε μετρητά, του έδινε βερεσιέ. Προσωπικά, όπως και άλλα παιδιά της ηλικίας μου, δεν ξεχωρίζαμε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Τα παιχνίδια μας ήταν κοινά. Αλλά και οι μεγαλύτεροι, δεν είχαν καβγάδες μεταξύ τους. Κάθε Μάη, στις 21 του μήνα, στην Τόχνη γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Οι Τουρκοκύπριοι, όχι μόνο της Τόχνης αλλά και των γύρω χωριών, πήγαιναν πρώτοι και έφευγαν τελευταίοι.
Γλίτωσε μόνο ο Σουάτ
Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το χωριό γέμισε ένοπλους Εοκαβητατζήδες. Όμως, όπως σημειώνει ο Ραΐφ, η προσοχή τους ήταν στραμμένη στους Ελληνοκύπριους Μακαριακούς παρά στους μουσουλμάνους του χωριού. Όταν ξεκίνησε η εισβολή, όπως ήταν φυσιολογικό, οι Τουρκοκύπριοι κλείστηκαν στα σπίτια τους, κάποιοι μάλιστα φρόντισαν να κρυφτούν στα βουνά, όμως στο ίδιο το χωριό δεν σημειώθηκαν συγκρούσεις. Μέχρι που ξημέρωσε η 14η του Αυγούστου: «Στον τουρκομαχαλά ήρθαν καμιά δεκαριά ένοπλοι. Επικεφαλής ήταν ο Α. με τον αδελφό του, ο Σ., ο Μ. από το Μαρώνι και άλλοι. Μάζεψαν γύρω στους σαράντα Τουρκοκύπριους και τους έκλεισαν στο σχολείο. Αργότερα ο Α., που το έπαιζε αρχηγός, έστειλε τους ένοπλους πίσω στις γειτονιές μας. Άρχισαν να χτυπούν μια-μια τις πόρτες και να προειδοποιούν τις γυναίκες ότι αν δεν παρουσιαστούν όλοι οι άντρες και οι έφηβοι στο σχολείο μέχρι το βράδυ, θα έρθει ο τακτικός στρατός και θα τους σκοτώσει. Μέχρι το απόγευμα, στο σχολείο μαζεύτηκαν 85 Τουρκοκύπριοι – δέκα περίπου απ’ αυτούς ήταν από τα γειτονικά χωριά».
-Εσένα πώς και δεν σε συνέλαβαν;
Ραΐφ: Η αλήθεια είναι ότι είχα κλείσει τα 14. Όμως, ευτυχώς, ήμουνα κοντός και φαινόμουν πολύ πιο μικρός. Η μάνα μου είπε στους ενόπλους ότι ήμουν ακόμα παιδί, και αυτοί την πίστεψαν.
-Τον πατέρα σου τον συνέλαβαν;
Ραΐφ: Ναι, αλλά και πάλι ευτυχώς ανάμεσα στους ενόπλους βρισκόταν ένας από το Μαρώνι, ο οποίος ψώνιζε από κοντά του και ήξερε πόσο καλός άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου. Αυτός ο Μαρωνίτης τού έσωσε τη ζωή. «Εσύ πήγαινε στη γυναίκα σου και μη βγεις από το σπίτι», του είπε. Όμως, δεν ήταν πολλοί οι τυχεροί. Για παράδειγμα, τον πρώτο που συνέλαβε ο Α. ήταν έναν υπάλληλό του, ο οποίος για δύο μήνες τον έκρυβε στον τουρκομαχαλά για να μην τον συλλάβει το εφεδρικό του Μακαρίου. (Σημ.: Ο Α. ήταν καταζητούμενο μέλος της ΕΟΚΑ Β΄)
-Και μετά;
Ραΐφ: Οι κρατούμενοι διανυκτέρευσαν στο σχολείο. Την άλλη μέρα, 15 του Αυγούστου, ήρθαν δύο λεωφορεία και ο Α. με την ομάδα του φόρτωσαν σ’ αυτά τους Τουρκοκύπριους και με συνοδεία ενόπλων τούς πήραν στην Αγία Φύλα. Εκεί τους παρέδωσαν σε μια άλλη ομάδα Εοκαβητατζήδων, οι οποίοι τους πήραν στο βουνό – το ένα λεωφορείο κοντά στην Παρεκκλησιά και το άλλο στη Γεράσα. Αφού τους κατέβασαν, τους ζήτησαν να βγάλουν τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν μαζί τους. Τους κέρασαν τσιγάρο, αλλά προτού προλάβουν να το καπνίσουν, ξεκίνησαν οι ριπές. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Σουάτ, ο οποίος, αν και τραυματισμένος, πήγε κρυφά στις Βάσεις της Επισκοπής και από εκεί ειδοποίησε την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων για το φονικό.
-Εσείς πώς πληροφορηθήκατε τα γεγονότα;
Ραΐφ: Η είδηση μεταδόθηκε από τον Μπαϊράκ. Ωστόσο οι Ελληνοκύπριοι του χωριού προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι ο σταθμός έλεγε ψέματα. Αργότερα ήρθαν εκπρόσωποι της UNFICYP, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες. Στ’ αυτιά μου βουίζουν ακόμα οι κραυγές των γυναικών που θρηνούσαν συζύγους, παιδιά, αδέλφια και γονείς.
-Ποια ήταν η αντίδραση των συγχωριανών σας που ενέχονται στο έγκλημα;
Ραΐφ: Όταν μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων επιστρέψαμε στο χωριό, κάποιοι από εμάς συνομίλησαν με τον Α. Ζει ακόμα, όπως και ο Μ. Μας είπε ότι εκτελούσαν διαταγές της «κυβέρνησης» και ότι δεν ήξεραν τι θα ακολουθούσε. Τα ίδια είπαν και σε συνέντευξη που έδωσαν στη «Μιλιέτ».
-Τους πιστεύεις;
Ραΐφ: Δεν ξέρω… Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να γνώριζαν. Στο κάτω-κάτω, γιατί τους μάζεψαν όλους στο σχολείο και μετά τους παρέδωσαν σε δικούς τους στη Λεμεσό; Δεν υποπτεύθηκαν έστω τι θα ακολουθούσε;
Κάποιοι έχασαν τα λογικά τους
Ο Ραΐφ αποκαλύπτει και κάτι που, σε μένα τουλάχιστον, ήταν άγνωστο: «Δεν ήταν μόνο οι σφαγές. Δυστυχώς είχαμε και βιασμούς γυναικών. Οι εθνικιστές της ΕΟΚΑ Β΄ δεν περιορίστηκαν απλώς στο να μαζέψουν τους άντρες από τον μαχαλά. Κάποιοι απ’ αυτούς –όχι κάτοικοι της Τόχνης– μπήκαν στα σπίτια και βίασαν νεαρές κοπέλες».
-Μετά τα γεγονότα, όπως και οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι, μετακινηθήκατε στα κατεχόμενα, έτσι δεν είναι;
Ραΐφ: Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Τόχνης εγκατασταθήκαμε στο Βουνό και στο Συγχαρί. Περάσαμε δύσκολα. Πώς εξάλλου μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις ένα τέτοιο χτύπημα; Πολλοί από τους γηραιότερους αρρώστησαν και πέθαναν από το μαράζι. Όλοι μας, άλλοι λίγο, άλλοι περισσότερο, κουβαλούμε μέσα μας τραύματα από την εποχή εκείνη. Κάποιοι έχασαν και τα λογικά τους.
-Μετά από τόσα χρόνια, πώς νιώθεις; Επιζητάς εκδίκηση;
Ραΐφ: Όχι, προς Θεού! Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα της εκδίκησης. Μέσα μου δεν κρατώ κακία. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι οι ίδιοι. Το παρελθόν δεν μπορεί να μας κυνηγά συνεχώς. Πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και να λύσουμε το Κυπριακό.
ΜΕΤΕ ΑΠΟ ΑΡΟΔΕΣ
«Χωρίς λύση
είμαστε
τελειωμένοι»
Στη συνομιλία με τον Ραΐφ, συχνά-πυκνά παρενέβαινε και ο Μέτε. Με πατέρα δάσκαλο, ο Μέτε έζησε σε αρκετά χωριά της κατεχόμενης Κύπρου, αν και ο ίδιος θεωρεί ότι κατάγεται από το χωριό του πατέρα του, τις Κάτω Αρόδες. Τώρα διαμένει στη Λουρουτζίνα, ένα χωριό με ειδικό καθεστώς, αφού προκειμένου να εισέλθουν σ’ αυτό, ακόμη και οι Τουρκοκύπριοι είναι υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν ταυτότητα. Από τη συζήτηση μαζί του διαφαίνεται ότι ο Μέτε ανήκει στην κατηγορία εκείνη των Τουρκοκυπρίων που θεωρούν ότι καθοριστικό ρόλο στην κακοδαιμονία της Κύπρου διαδραμάτισαν οι Αγγλοαμερικανοί: «Για 400 χρόνια Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαμε ειρηνικά, χωρίς σοβαρά προβλήματα. Οι ταραχές ξεκίνησαν όταν μπήκαν στη μέση οι ξένοι, αυτοί προβόκαραν τα επεισόδια. Μετά ήρθαν οι φανατικοί και στις δύο κοινότητες. Δυστυχώς, για κάθε εγκληματική πράξη στη μια κοινότητα, έπρεπε να υπάρξει απάντηση από την άλλη. Για παράδειγμα, όταν ο τουρκικός στρατός πληροφορήθηκε τη σφαγή στην Τόχνη, προέβη σε εκτελέσεις Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων που κατάγονταν από τα χωριά της περιοχής. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Άσσιας, του Σανταλάρη, της Μαράθας, και σε άλλες πολλές.
-Ανάμεσα στις δύο κοινότητες κύλησε αίμα. Θεωρείς ότι μπορούν να ζήσουν και πάλι μαζί ειρηνικά;
Μέτε: Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους. Οι Τουρκοκύπριοι, ακόμη και εκείνοι που στηρίζουν τον Έρογλου, θέλουν ειρήνη. Δεν έχουμε πλέον πολλούς φανατικούς, άτομα τα οποία είναι έτοιμα να ξαναπάρουν τα όπλα. Πρέπει να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που παραμένουν και να ενώσουμε τον τόπο μας.
-Πιστεύεις ότι οι συνομιλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη θα έχουν αποτέλεσμα;
Μέτε: Αν το θέλουν οι Αμερικάνοι…
-Εμείς θέλουμε;
Μέτε: Οι Τουρκοκύπριοι σίγουρα θέλουμε. Δεν είναι μόνο εσείς που νιώθετε ότι είστε υπό κατοχή. Να σου πω κάτι; Εγώ μύρισα Κύπρο, όταν μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων πέρασα απέναντι και επισκέφθηκα τις Αρόδες. Αν δεν λύσουμε το Κυπριακό, οι έποικοι θα μας φάνε, είμαστε τελειωμένοι. Περπατάς στον δρόμο και δεν βλέπεις Τουρκοκύπριους. Γίναμε ξένοι μέσα στην ίδια μας την πατρίδα.
Τον Ραΐφ τον γνώρισα σχετικά πρόσφατα. Ζει εδώ και σαράντα χρόνια στο κατεχόμενο χωριό Συγχαρί και με εξαίρεση τους μήνες του χειμώνα εργάζεται σ’ ένα υπαίθριο εστιατόριο που βρίσκεται στην κορυφογραμμή του Πενταδακτύλου. Βέβαια στο Συγχαρί μεταφέρθηκε μόλις το 1975. Μέχρι τότε ζούσε στις νότιες περιοχές. Όταν μου είπε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τόχνη, τον κοίταξα με απορία. Διαβάζοντας το ερώτημα στο πρόσωπό μου, έσπευσε να διευκρινίσει: «Ευτυχώς, αν και 14 χρόνων, φαινόμουν πιτσιρίκι, έτσι οι Εοκαβητατζήδες δεν με συνέλαβαν». Σημειώνεται ότι ο Ραΐφ κατονομάζει κάποιους που είδε να εμπλέκονται στην τραγική ιστορία του, αλλά ο «Ρεπόρτερ» επιλέγει να μη δημοσιοποιήσει τα ονόματα για ευνόητους λόγους.
Κοινά παιχνίδια
Του τηλεφώνησα και κλείσαμε ραντεβού για την περασμένη Παρασκευή στο Μπουγιούκ Χαν. Έφερε μαζί του ακόμη έναν φίλο του, τον Μέτε, ο οποίος ως κάτοικος Λουρουτζίνας γνωρίζει πολύ καλά τα ελληνικά. Παραγγείλαμε καφέδες και η συζήτηση ξεκίνησε: «Με τους Ελληνοκύπριους στην Τόχνη δεν είχαμε προβλήματα. Ζούσαμε ειρηνικά, ο καθένας στον μαχαλά του. Την περίοδο του ’67, μετά τις φασαρίες στην Κοφίνου, είχαμε κάποιες μικροπαρεξηγήσεις με αφορμή τη σημαία που υψώναμε κάθε Σαββατοκύριακο στο χωριό, όμως τίποτε περισσότερο. Ο πατέρας μου είχε μπακάλικο, στο οποίο έρχονταν και ψώνιζαν και Ελληνοκύπριοι. Καλός άνθρωπος, ήξερε από φτώχεια. Όταν κάποιος δεν είχε μετρητά, του έδινε βερεσιέ. Προσωπικά, όπως και άλλα παιδιά της ηλικίας μου, δεν ξεχωρίζαμε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Τα παιχνίδια μας ήταν κοινά. Αλλά και οι μεγαλύτεροι, δεν είχαν καβγάδες μεταξύ τους. Κάθε Μάη, στις 21 του μήνα, στην Τόχνη γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Οι Τουρκοκύπριοι, όχι μόνο της Τόχνης αλλά και των γύρω χωριών, πήγαιναν πρώτοι και έφευγαν τελευταίοι.
Γλίτωσε μόνο ο Σουάτ
Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το χωριό γέμισε ένοπλους Εοκαβητατζήδες. Όμως, όπως σημειώνει ο Ραΐφ, η προσοχή τους ήταν στραμμένη στους Ελληνοκύπριους Μακαριακούς παρά στους μουσουλμάνους του χωριού. Όταν ξεκίνησε η εισβολή, όπως ήταν φυσιολογικό, οι Τουρκοκύπριοι κλείστηκαν στα σπίτια τους, κάποιοι μάλιστα φρόντισαν να κρυφτούν στα βουνά, όμως στο ίδιο το χωριό δεν σημειώθηκαν συγκρούσεις. Μέχρι που ξημέρωσε η 14η του Αυγούστου: «Στον τουρκομαχαλά ήρθαν καμιά δεκαριά ένοπλοι. Επικεφαλής ήταν ο Α. με τον αδελφό του, ο Σ., ο Μ. από το Μαρώνι και άλλοι. Μάζεψαν γύρω στους σαράντα Τουρκοκύπριους και τους έκλεισαν στο σχολείο. Αργότερα ο Α., που το έπαιζε αρχηγός, έστειλε τους ένοπλους πίσω στις γειτονιές μας. Άρχισαν να χτυπούν μια-μια τις πόρτες και να προειδοποιούν τις γυναίκες ότι αν δεν παρουσιαστούν όλοι οι άντρες και οι έφηβοι στο σχολείο μέχρι το βράδυ, θα έρθει ο τακτικός στρατός και θα τους σκοτώσει. Μέχρι το απόγευμα, στο σχολείο μαζεύτηκαν 85 Τουρκοκύπριοι – δέκα περίπου απ’ αυτούς ήταν από τα γειτονικά χωριά».
-Εσένα πώς και δεν σε συνέλαβαν;
Ραΐφ: Η αλήθεια είναι ότι είχα κλείσει τα 14. Όμως, ευτυχώς, ήμουνα κοντός και φαινόμουν πολύ πιο μικρός. Η μάνα μου είπε στους ενόπλους ότι ήμουν ακόμα παιδί, και αυτοί την πίστεψαν.
-Τον πατέρα σου τον συνέλαβαν;
Ραΐφ: Ναι, αλλά και πάλι ευτυχώς ανάμεσα στους ενόπλους βρισκόταν ένας από το Μαρώνι, ο οποίος ψώνιζε από κοντά του και ήξερε πόσο καλός άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου. Αυτός ο Μαρωνίτης τού έσωσε τη ζωή. «Εσύ πήγαινε στη γυναίκα σου και μη βγεις από το σπίτι», του είπε. Όμως, δεν ήταν πολλοί οι τυχεροί. Για παράδειγμα, τον πρώτο που συνέλαβε ο Α. ήταν έναν υπάλληλό του, ο οποίος για δύο μήνες τον έκρυβε στον τουρκομαχαλά για να μην τον συλλάβει το εφεδρικό του Μακαρίου. (Σημ.: Ο Α. ήταν καταζητούμενο μέλος της ΕΟΚΑ Β΄)
-Και μετά;
Ραΐφ: Οι κρατούμενοι διανυκτέρευσαν στο σχολείο. Την άλλη μέρα, 15 του Αυγούστου, ήρθαν δύο λεωφορεία και ο Α. με την ομάδα του φόρτωσαν σ’ αυτά τους Τουρκοκύπριους και με συνοδεία ενόπλων τούς πήραν στην Αγία Φύλα. Εκεί τους παρέδωσαν σε μια άλλη ομάδα Εοκαβητατζήδων, οι οποίοι τους πήραν στο βουνό – το ένα λεωφορείο κοντά στην Παρεκκλησιά και το άλλο στη Γεράσα. Αφού τους κατέβασαν, τους ζήτησαν να βγάλουν τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν μαζί τους. Τους κέρασαν τσιγάρο, αλλά προτού προλάβουν να το καπνίσουν, ξεκίνησαν οι ριπές. Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Σουάτ, ο οποίος, αν και τραυματισμένος, πήγε κρυφά στις Βάσεις της Επισκοπής και από εκεί ειδοποίησε την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων για το φονικό.
-Εσείς πώς πληροφορηθήκατε τα γεγονότα;
Ραΐφ: Η είδηση μεταδόθηκε από τον Μπαϊράκ. Ωστόσο οι Ελληνοκύπριοι του χωριού προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι ο σταθμός έλεγε ψέματα. Αργότερα ήρθαν εκπρόσωποι της UNFICYP, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες. Στ’ αυτιά μου βουίζουν ακόμα οι κραυγές των γυναικών που θρηνούσαν συζύγους, παιδιά, αδέλφια και γονείς.
-Ποια ήταν η αντίδραση των συγχωριανών σας που ενέχονται στο έγκλημα;
Ραΐφ: Όταν μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων επιστρέψαμε στο χωριό, κάποιοι από εμάς συνομίλησαν με τον Α. Ζει ακόμα, όπως και ο Μ. Μας είπε ότι εκτελούσαν διαταγές της «κυβέρνησης» και ότι δεν ήξεραν τι θα ακολουθούσε. Τα ίδια είπαν και σε συνέντευξη που έδωσαν στη «Μιλιέτ».
-Τους πιστεύεις;
Ραΐφ: Δεν ξέρω… Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να γνώριζαν. Στο κάτω-κάτω, γιατί τους μάζεψαν όλους στο σχολείο και μετά τους παρέδωσαν σε δικούς τους στη Λεμεσό; Δεν υποπτεύθηκαν έστω τι θα ακολουθούσε;
Κάποιοι έχασαν τα λογικά τους
Ο Ραΐφ αποκαλύπτει και κάτι που, σε μένα τουλάχιστον, ήταν άγνωστο: «Δεν ήταν μόνο οι σφαγές. Δυστυχώς είχαμε και βιασμούς γυναικών. Οι εθνικιστές της ΕΟΚΑ Β΄ δεν περιορίστηκαν απλώς στο να μαζέψουν τους άντρες από τον μαχαλά. Κάποιοι απ’ αυτούς –όχι κάτοικοι της Τόχνης– μπήκαν στα σπίτια και βίασαν νεαρές κοπέλες».
-Μετά τα γεγονότα, όπως και οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι, μετακινηθήκατε στα κατεχόμενα, έτσι δεν είναι;
Ραΐφ: Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Τόχνης εγκατασταθήκαμε στο Βουνό και στο Συγχαρί. Περάσαμε δύσκολα. Πώς εξάλλου μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις ένα τέτοιο χτύπημα; Πολλοί από τους γηραιότερους αρρώστησαν και πέθαναν από το μαράζι. Όλοι μας, άλλοι λίγο, άλλοι περισσότερο, κουβαλούμε μέσα μας τραύματα από την εποχή εκείνη. Κάποιοι έχασαν και τα λογικά τους.
-Μετά από τόσα χρόνια, πώς νιώθεις; Επιζητάς εκδίκηση;
Ραΐφ: Όχι, προς Θεού! Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα της εκδίκησης. Μέσα μου δεν κρατώ κακία. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι οι ίδιοι. Το παρελθόν δεν μπορεί να μας κυνηγά συνεχώς. Πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και να λύσουμε το Κυπριακό.
ΜΕΤΕ ΑΠΟ ΑΡΟΔΕΣ
«Χωρίς λύση
είμαστε
τελειωμένοι»
Στη συνομιλία με τον Ραΐφ, συχνά-πυκνά παρενέβαινε και ο Μέτε. Με πατέρα δάσκαλο, ο Μέτε έζησε σε αρκετά χωριά της κατεχόμενης Κύπρου, αν και ο ίδιος θεωρεί ότι κατάγεται από το χωριό του πατέρα του, τις Κάτω Αρόδες. Τώρα διαμένει στη Λουρουτζίνα, ένα χωριό με ειδικό καθεστώς, αφού προκειμένου να εισέλθουν σ’ αυτό, ακόμη και οι Τουρκοκύπριοι είναι υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν ταυτότητα. Από τη συζήτηση μαζί του διαφαίνεται ότι ο Μέτε ανήκει στην κατηγορία εκείνη των Τουρκοκυπρίων που θεωρούν ότι καθοριστικό ρόλο στην κακοδαιμονία της Κύπρου διαδραμάτισαν οι Αγγλοαμερικανοί: «Για 400 χρόνια Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαμε ειρηνικά, χωρίς σοβαρά προβλήματα. Οι ταραχές ξεκίνησαν όταν μπήκαν στη μέση οι ξένοι, αυτοί προβόκαραν τα επεισόδια. Μετά ήρθαν οι φανατικοί και στις δύο κοινότητες. Δυστυχώς, για κάθε εγκληματική πράξη στη μια κοινότητα, έπρεπε να υπάρξει απάντηση από την άλλη. Για παράδειγμα, όταν ο τουρκικός στρατός πληροφορήθηκε τη σφαγή στην Τόχνη, προέβη σε εκτελέσεις Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων που κατάγονταν από τα χωριά της περιοχής. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Άσσιας, του Σανταλάρη, της Μαράθας, και σε άλλες πολλές.
-Ανάμεσα στις δύο κοινότητες κύλησε αίμα. Θεωρείς ότι μπορούν να ζήσουν και πάλι μαζί ειρηνικά;
Μέτε: Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους. Οι Τουρκοκύπριοι, ακόμη και εκείνοι που στηρίζουν τον Έρογλου, θέλουν ειρήνη. Δεν έχουμε πλέον πολλούς φανατικούς, άτομα τα οποία είναι έτοιμα να ξαναπάρουν τα όπλα. Πρέπει να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που παραμένουν και να ενώσουμε τον τόπο μας.
-Πιστεύεις ότι οι συνομιλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη θα έχουν αποτέλεσμα;
Μέτε: Αν το θέλουν οι Αμερικάνοι…
-Εμείς θέλουμε;
Μέτε: Οι Τουρκοκύπριοι σίγουρα θέλουμε. Δεν είναι μόνο εσείς που νιώθετε ότι είστε υπό κατοχή. Να σου πω κάτι; Εγώ μύρισα Κύπρο, όταν μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων πέρασα απέναντι και επισκέφθηκα τις Αρόδες. Αν δεν λύσουμε το Κυπριακό, οι έποικοι θα μας φάνε, είμαστε τελειωμένοι. Περπατάς στον δρόμο και δεν βλέπεις Τουρκοκύπριους. Γίναμε ξένοι μέσα στην ίδια μας την πατρίδα.