Το πόρισμα για την απομόνωση των Τουρκοκυπρίων στις κερκίδες του ΓΣΠ

Με τοποθέτησή της η Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, Ελίζα Σαββίδου, σχολιάζει το συμβάν με Τουρκοκύπριους οπαδούς που βρέθηκαν στις κερκίδες του ΓΣΠ για την παρακολούθηση του αγώνα της Εθνικής Κύπρου με την αντίστοιχη του Βελγίου (διαβάστε ΕΔΩ το λόγο της απομόνωσης των Τ/κ στις κερκίδες του ΓΣΠ στις 06 Σεπτεμβρίου).
 
Η τοποθέτησή της:
«1. Αντικείμενο της παρούσας Τοποθέτησης αποτελεί η απόφαση για διαχωρισμό των Τουρκοκύπριων φιλάθλων από τους Ελληνοκύπριους στις κερκίδες του ΓΣΠ στα πλαίσια διεξαγωγής ποδοσφαιρικού αγώνα της Εθνικής Κύπρου. 

2. Στόχος μου είναι να εξηγηθεί γιατί μια τέτοια ενέργεια όχι απλώς δεν προάγει τον αθλητισμό και συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος των Τουρκοκύπριων φιλάθλων, αλλά και περνά λανθασμένα μηνύματα σε σχέση με τη δυνατότητα των δύο κοινοτήτων να συνυπάρχουν, να μοιράζονται κοινές αξίες και εμπειρίες και να προετοιμάζονται, με άτυπους και καθημερινούς τρόπους, για τη στιγμή της ομαλής επανένωσης του τόπου. Σε αυτή ιδίως τη χρονική συγκυρία, περιστατικά όπως το πιο πάνω είναι δυνατόν να καλλιεργήσουν αίσθημα ανασφάλειας, καχυποψίας, απογοήτευσης, ματαίωσης και δυσαρέσκειας ανάμεσα στους πολίτες των δύο κοινοτήτων, υπονομεύοντας τη θέλησή τους για μια κοινή πορεία υπό συνθήκες ειρήνης και ευημερίας για όλους. 

3. Το περιστατικό, ειδικότερα, στο οποίο αναφέρομαι, συνέβη στις 6 Σεπτεμβρίου 2016, όταν τρία λεωφορεία μετέφεραν από τα κατεχόμενα στο ΓΣΠ, με τη συνοδεία της κυπριακής Αστυνομίας, Τουρκοκύπριους φιλάθλους για να παρακολουθήσουν τον αγώνα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Κύπρου με την αντίστοιχη ομάδα του Βελγίου. Με την είσοδό τους στο γήπεδο, οι φίλαθλοι των δύο λεωφορείων οδηγήθηκαν από τις αρχές του γηπέδου στη βόρεια κερκίδα και όχι στη νότια κερκίδα, για την οποία είχαν προμηθευθεί τα εισιτήριά τους, ενώ στους φιλάθλους του τρίτου λεωφορείου που πρόλαβαν και κάθισαν ανάμεσα στους άλλους Κύπριους φιλάθλους, υποδείχθηκε να μετακινηθούν. Ορισμένοι από αυτούς αρνήθηκαν και παρέμειναν στις θέσεις τους, ενώ κάποιοι άλλοι με τη συνοδεία των επιτηρητών του γηπέδου οδηγήθηκαν στη βόρεια κερκίδα, όπου παρακολούθησαν τον αγώνα χωριστά και απομονωμένα από τους υπόλοιπους φιλάθλους.

4. Τόσο από σχετικά δημοσιεύματα εφημερίδων, όσο και από τηλεφωνικές επαφές που είχε το Γραφείο μου με την Αστυνομία, τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού (ΚΟΑ), την Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) και τον Γενικό Διευθυντή του ΓΣΠ , προέκυψε ότι η πιο πάνω απόφαση λήφθηκε από τον Γενικό Διευθυντή του ΓΣΠ μετά από πληροφόρηση που έλαβε από την Αστυνομία, 45 περίπου λεπτά πριν από την έναρξη του ποδοσφαιρικού αγώνα, για οργανωμένη μετάβαση 180 Τουρκοκυπρίων στο γήπεδο. Στόχος της απόφασης για διαχωρισμό των Τουρκοκυπρίων από τους Ελληνοκύπριους φιλάθλους, μέσω της χρησιμοποίησης της βόρειας κερκίδας, ήταν η αποτροπή τυχόν επεισοδίων μεταξύ τους. Όπως, δε, υποστήριξε ο Διευθυντής του ΓΣΠ, και σε άλλους ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ κυπριακών και τουρκικών ομάδων, τους οποίους ήρθαν για να παρακολουθήσουν Τουρκοκύπριοι, είχε και πάλι αξιοποιηθεί η βόρεια κερκίδα. 

5. Ωστόσο, κατά την άποψή μου πρέπει να επισημανθεί ότι για την απόλαυση ενός διεθνούς αθλητικού γεγονότος απαιτείται αυξημένη προβλεψιμότητα και σχεδιασμός, που θα αποτρέπει μηχανιστικές, αυτόματες και ενδεχομένως άστοχες αντιδράσεις. Στο ίδιο πλαίσιο, η διευθέτηση της παρακολούθησης του αγώνα από τους φιλάθλους θα πρέπει να υπερβαίνει τις διευθετήσεις που αφορούν στο εγχώριο πρωτάθλημα ή εκείνες στις οποίες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι φίλαθλοι υποστηρίζουν αντίπαλες ομάδες και όχι, όπως εν προκειμένω, από κοινού την Εθνική Κύπρου. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, οι συμβολισμοί και οι νοηματοδοτήσεις που απορρέουν είναι ιδιαιτέρως κρίσιμες και σημαντικές.

6. Ειδικότερα, η ομαλή συνύπαρξη όλων των φιλάθλων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, της Εθνικής Ομάδας της Κύπρου στη βάση της αρχής της ισότητας και χωρίς αποκλεισμούς δεν ενισχύει μόνο το αίσθημα του ανήκειν, αλλά στην περίπτωση της Κύπρου συνιστά εργαλείο που προωθεί την αρμονική και ειρηνική συμβίωση. Ένας αγώνας ποδοσφαίρου της Εθνικής και το γήπεδο ως χώρος, σε αντίθεση με άλλους χώρους, θα πρέπει να γεννούν την ευγενή άμιλλα, το fair play, τη συνύπαρξη και τον αλληλοσεβασμό, όχι μόνο μεταξύ των ποδοσφαιρικών αντιπάλων, αλλά και των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Εξάλλου, αν κάτι τέτοιο μπορεί να καταστεί εφικτό στο γήπεδο σε αγώνα ποδοσφαίρου το ίδιο μπορεί να ισχύσει κατ’ αντίστοιχο τρόπο και στην ευρύτερη κοινωνία. 

7. Στην προκειμένη περίπτωση, οι προθέσεις της διεύθυνσης του γηπέδου δεν αμφισβητούνται, ούτε υποτιμείται η ανησυχία της για τυχόν έκτροπα, που θα έθεταν υπό διακινδύνευση την ασφάλεια ιδίως των Τουρκοκύπριων φιλάθλων και την ομαλή διεξαγωγή του ποδοσφαιρικού αγώνα. Είναι ξεκάθαρο ότι ένας τέτοιος κίνδυνος θα πρέπει και να συνεκτιμείται από τις αρμόδιες κάθε φορά αρχές και να οδηγεί σε λήψη μέτρων για πρόληψη και σωστό σχεδιασμό της αντιμετώπισής του. Η αναζήτηση και επιδίωξη της προστασίας της σωματικής ακεραιότητας και της αξιοπρέπειας όλων όσοι βρίσκονται σε ένα γήπεδο συνιστά όχι απλώς ένα θεμιτό στόχο, αλλά και υποχρέωση εκείνων που έχουν την ευθύνη του χώρου. 

8. Αυτό, ωστόσο, που τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι η καταλληλότητα και η ορθότητα του τρόπου που επιλέχθηκε για τη διασφάλιση των πιο πάνω, δεδομένων, ιδίως, των συνεπειών στους Τουρκοκύπριους φιλάθλους. Συγκεκριμένα, η απομόνωση των ιδίων των Τουρκοκυπρίων σε ξεχωριστή κερκίδα έδινε περισσότερο την εντύπωση ότι ήταν εκείνοι που αποτελούσαν τον κίνδυνο και που έπρεπε να κρατηθούν μακριά από το κυρίως σώμα των φιλάθλων. Μετέθετε συνεπώς τον αντίκτυπο της απόφασης που λήφθηκε αποκλειστικά επάνω τους, δημιουργώντας συνάμα μια εικόνα δικής τους επικινδυνότητας και ανακυκλώνοντας αρνητικά στερεότυπα και προκαταλήψεις.

9. Κατά τη δική μου άποψη, οι διευθετήσεις που έπρεπε να γίνουν όφειλαν να περιλαμβάνουν συνολικότερα μέτρα που θα αποσκοπούσαν στην πρόληψη, τον έλεγχο και τον περιορισμό των πιθανών δραστών και όχι στον περιορισμό των δυνητικών θυμάτων με το αιτιολογικό της προστασίας τους. Ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ανάληψη αποτελεσματικών δράσεων για πάταξη της βίας και παροχής ασφάλειας στους Τουρκοκυπρίους σε όλους τους διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους εντός και εκτός των γηπέδων με συστηματικό, αποφασιστικό και υπεύθυνο τρόπο: Κυρίως χωρίς να αναχθεί σε αυτοσκοπό η απαλλαγή από τη βία μέσω του διαχωρισμού και της επιτήρησης των Τουρκοκυπρίων εντός συγκεκριμένου χωρικού και χρονικού πλαισίου, κατά τρόπο μάλιστα που διακυβεύει ευρύτερα ζητήματα που υπερβαίνουν αυτά ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. 

10. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που θα μπορούσε να γίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον υπήρχαν αξιολογημένοι και συγκεκριμένοι φόβοι για την ασφάλεια, ήταν η διασφάλιση μεγαλύτερης παρουσίας επιτηρητών ή αστυνομικών στο γήπεδο και η επιμελέστερη επίβλεψη των χώρων στους οποίους είχαν κατευθυνθεί οι Τουρκοκύπριοι φίλαθλοι για προστασία τους από τυχόν προσβολές ή επιθέσεις. Εάν, δε, πράγματι εκδηλώνονταν τέτοιες εγκληματικές πράξεις, η δυναμική παρέμβαση από μέρους των αρχών θα περνούσε το μήνυμα ότι δεν είναι ανεκτή η βία που στοχοποιεί οποιονδήποτε πολίτη λόγω της εθνότητας, της θρησκείας, της γλώσσας ή άλλων διακριτών χαρακτηριστικών του, και η οποία καλλιεργεί την εχθρότητα και υπονομεύει την ειρήνη.

11. Αυτή είναι και η εισήγηση που υποβάλλω στον Γενικό Διευθυντή του ΓΣΠ και στον Αρχηγό Αστυνομίας και την οποία κοινοποιώ στον Πρόεδρο Δ.Σ. του ΚΟΑ και στον Γενικό Διευθυντή της ΚΟΠ, σε σχέση με μελλοντικούς χειρισμούς παρόμοιων καταστάσεων. Παράλληλα, θεωρώ ότι θα πρέπει να αναληφθούν στοχευμένες πρωτοβουλίες για ενθάρρυνση, ενίσχυση και διευκόλυνση της κοινής συμμετοχής ανάμεσα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε αθλητικά γεγονότα, θέτοντας το Γραφείο μου στη διάθεση των αρμοδίων για σχεδιασμό ενός συγκεκριμένου πλαισίου ή σχεδίου δράσης. 

12. Ας μην ξεχνούμε πως ο χώρος του αθλητισμού αποτελεί προνομιακό πεδίο διαχείρισης των ζητημάτων του πλουραλισμού, της πολυμορφίας και της ετερότητας, μέσω του οποίου μπορούν να δοθούν στην ευρύτερη κοινωνία καίρια και ουσιαστικά μηνύματα περί αλληλοσεβασμού και ειρηνικής συνύπαρξης. Ιδίως στην περίπτωση της Κύπρου, ο χώρος του αθλητισμού μπορεί να αξιοποιηθεί ως μέσο για τη μετάβαση από τη σύγκρουση στην αποδοχή και από την αντιπαλότητα στις κοινές αξίες, στα κοινά ιδανικά και εν τέλει στην κοινή πατρίδα. 


Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Αρχή Κατά των Διακρίσεων»