Τον σιππέτον σιόρ: Iταλικές λέξεις στα κυπριακά που χρησιμοποιούμε καθημερινά
10:42 - 10 Οκτωβρίου 2016

Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μεγαλύτερη ελληνική διάλεκτο -ακολουθούμενη από τα Ποντιακά, Κρητικά και άλλες διαλέκτους- η οποία είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στην Κύπρο.
Ανήκει στο γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο της αρχαίας Αρκαδοκυπριακής και, μολονότι δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να εντοπίσει κανείς κατάλοιπά της στο λεξιλόγιο των ομιλητών.
Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Κοινής και των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων, θεωρείται ότι η Κυπριακή διάλεκτος αποτέλεσε μέρος μιας ζώνης ανατολικών διαλέκτων (με δωρικές επιρροές), στις οποίες ανήκαν τα ιδιώματα της Δωδεκανήσου και της Μικράς Ασίας.
Ωστόσο, η κοινή αυτή πορεία διακόπηκε το 1191 από τους σταυροφόρους, όταν η Κύπρος τέθηκε υπό τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιανών και, ως εκ τούτου, μεταβλήθηκε σε φραγκικό κρατίδιο. Η μακρά παρουσία των Φράγκων ερμηνεύει την είσοδο αρκετών λέξεων από την παλαιά Γαλλική, οι οποίες απουσιάζουν από άλλες διαλέκτους της Ελληνικής. Η κυπριακή διάλεκτος επηρεάστηκε αναπόφευκτα από την Τουρκοκρατία (από το 1571) και την αγγλοκρατία (από το 1878).
Ωστόσο σημαντικός σταθμός στην ιστορία της διαλέκτου, ο οποίος και άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη σύγχρονη μορφή της, υπήρξε ενδιάμεσα (από το 1489-1571) η Ενετοκρατία. Κατάλοιπά της υπάρχουν μέχρι και σήμερα με τη χρήση στην καθομιλουμένη λέξεων με λατινικές-ιταλικές ρίζες.
Τέτοιες λατινογενείς-ιταλικές λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά είναι και οι πιο κάτω:
Κάστιο (π.χ. έκαμα του τα κάστια του) απο το ενετικό “castigo” που σημαίνει βάσανο
Φουντάνα απο το ιταλικό “fondana” που σημαίνει βρύση
Σιόρ απο το ιταλικό “signor” (τίτλος προσφώνησης) που σημαίνει κύριος
Κάττος απο το λατινικό “cattus” που σημαίνει γάτος
Πισιά απο το ιταλικό “pisciare” που σημαίνει ουρώ
Δισπιρκώ το οποίο δεν προέρχεται από το αγγλικό “desperate”, αλλά από το ιταλικό “disperare”που σημαίνει απελπισία
Σιππέτος (κυνηγετικό όπλο) από το παλαιό ιταλικό «schiopetto” και σημερινό «schioppo» που σημαίνει όπλο
Σκάμνος από το λατινικό “Scamnum” που σημαίνει πάγκος
Ζόππος (αδέξιος, ανίκανος) από το ιταλικό zoppo που σημαίνει κουτσός, χωλός
Κόρτα από το ισπανικό (λατινογενές) “cortar” που σημαίνει κόψιμο
Τρατάρω από ιταλικό “trattar” που σημαίνει κερνώ
Βάκλα (ουρά του πρόβατου), από το λατινικό “baculum” που σημαίνει ραβδί
Με πληροφορίες από wikipedia