Συγκλονιστικές μαρτυρίες βιασθείσων γυναικών του '74
10:01 - 04 Ιανουαρίου 2016
Για πρώτη φορά από το `74, η Πολιτεία έρχεται να αναγνωρίσει το δράμα που περνούν οι γυναίκες-θύματα βιασμών της εισβολής και να δώσει την οφειλόμενη οικονομική βοήθεια.
Η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ζέτα Αιμιλιανίδου με δηλώσεις της στο ΚΥΠΕ, διαβεβαιώνει ότι όλες αυτές οι γυναίκες αν αιτηθούν, θα τύχουν οικονομικής βοήθειας μέσα από μια διακριτική διαδικασία, λόγω της ευαισθησίας του θέματος.
Έφηβες, οι περισσότερες τότε, για δεκαετίες η πολιτεία και η κοινωνία τις έκαναν να ντρέπονται για μια ντροπή που δεν ήταν δική τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι οικογένειες των θυμάτων προσπάθησαν με κάθε τρόπο να κρύψουν αυτήν την “ντροπή” και το “στίγμα”, στέλλοντας τες στο εξωτερικό ή παντρεύοντας τες με συνοπτικές διαδικασίες.
Το ΚΥΠΕ, εξασφάλισε μαρτυρίες από δύο γυναίκες που βιάστηκαν επανειλημμένα τότε, την Άννα από χωριό της επαρχίας Κερύνειας και την Μαρία από χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου. Ήταν και οι δυο, δεκατεσσάρων χρόνων το `74, όταν κάποιοι τους άλλαξαν την οπτική και την προοπτική της ζωής και τους μαύρισαν για πάντα την ψυχή.
Ο πατέρας της Μαρίας, κτηνοτρόφος, δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα ζώα του όταν ξέσπασε το κακό, κι έτσι έμεινε όλη η οικογένεια εγκλωβισμένη.
“Βγήκαμε στα περιβόλια, έξω από το χωριό. Ήμασταν εκεί κάπου εκατό άτομα, τέσσερις ημέρες κρυμμένοι. Η νύκτα γινόταν μέρα. Έριχναν φωτοβολίδες κι ήξεραν ότι ήμασταν κρυμμένοι. Ακούγαμε τα τανκς στο δρόμο που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Μας έριξαν φυλλάδια από ελικόπτερο, με την μισή Κύπρο ζωγραφισμένη άσπρη και την άλλη μισή κόκκινη και μας έλεγαν να παραδοθούμε, αλλιώς θα μας σκοτώσουν.
Μπήκαμε στο χωριό με τα χέρια ψηλά. Βλέπαμε ανθρώπους σκοτωμένους στο δρόμο. Μας μάζεψαν στην αυλή του σχολείου. Μας τραβούσαν απ΄ εδώ και απ΄ εκεί. Ξεχώρισαν άνδρες από γυναίκες, μωρά, τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα, τους έβαλαν σε αίθουσες σχολείου. Σε δύο φορτηγά φόρτωσαν αιχμαλώτους. Τον πατέρα μου τον πήραν αιχμάλωτο.
Εμένα, τη μητέρα μου και την αδελφή μου έξι χρόνων με άλλες γυναίκες μας πήραν στα τελευταία σπίτια του χωριού. Από την πρώτη νύκτα ήρθαν να μας μετρήσουν. Επιάσαν με εμένα κι άλλες κορούδες και μας πήραν μέσα στα χωράφια θεοσκότεινα. Με τραβούσε η μάνα μου αλλά την κτυπούσαν με το κοντάκι. Με τράβηξαν με το ζόρι, έξω μακριά. Έφευγε ο ένας κι ερχόταν άλλος κι εγώ να αιμορραγώ, να παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει, να φωνάζω, ένα μωρό δεκατεσσάρων χρόνων. Έκαναν το κέφι τους και μας έπαιρναν πίσω. Άκουγα τις γυναίκες που σκέφτονταν να αφήσουν το γκάζι της κουζίνας ανοικτό για να αυτοκτονήσουμε, να γλυτώσουμε από αυτό το μαρτύριο.
Κάθε νύκτα τα ίδια πράγματα. Κρυβόμαστε στο πατάρι του σπιτιού, αλλά μας έβρισκαν και μας τραβούσαν από τα μαλλιά. Συνέχισε αυτή η φρίκη μέχρι δύο-τρεις μήνες”.
Η Μαρία σήμερα, είναι διαζευγμένη με τρία παιδιά, άρρωστη και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Σε κανένα δεν έχει πει ποτέ το τι πέρασε, ούτε ακόμη και στον ίδιο της τον πατέρα που πέθανε πέρσι χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε.
“Ξεκίνησε η ζωή μου λάθος χωρίς να φταίω. Όταν άκουσα ότι θα έβαζαν το θέμα στη Βουλή, είπα έστω κι αργά να μας δουν ως ανθρώπους, εμείς στιγματιστήκαμε. Έπρεπε από χρόνια να μας δει το κράτος, όχι τώρα. Μια ζωή είμαι διαλυμένη, δεν εργάζομαι τώρα. Από τα δεκατέσσερα μου υποφέρω. Να πιάνεις με βάρβαρο τρόπο μια κορούδα, να την παίρνεις στα χωράφια, να έρχεται ο ένας και ο άλλος, να γελούν μεταξύ τους και να τους βλέπεις, να φωνάζεις, να σε καίνε με τα τσιγάρα. Τα χέρια μου είναι σημαδεμένα από τα τσιγάρα τους που τα έσβηναν πάνω μου”.
Παρόμοια και η ιστορία της Άννας. Ακόμα έχει το σημάδι στο στήθος από την ξιφολόγχη των Τούρκων. Μόνο που αυτή έφυγε στο εξωτερικό για να συνεχίσει την ζωή της.
“Μας βάλανε σε αίθουσα του σχολείου στη Βώνη, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Εκεί έμπαιναν όποτε ήθελαν, διάλεγαν και μας πήγαιναν για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες. Δεν έβγαινα να πάρω συσσίτιο. Φορούσα συνέχεια τα ρούχα της γιαγιάς για να φαίνομαι γριά αλλά έβλεπαν το πρόσωπο. Έβγαινα έξω μόνο όταν πήγαινα τουαλέτα. Ήμουν συνέχεια τυλιγμένη με ένα πάπλωμα και καθόντουσαν όλα τα πιτσιρίκια από πάνω μου για να μην με τραβάνε συνέχεια και να με βιάζουν οι Τούρκοι. Αυτό κράτησε τρεις μήνες, πριν έρθει ο Ερυθρός Σταυρός, στον οποίον πήγε ένας άνδρας που δραπέτευσε και τους ενημέρωσε ότι ήμασταν εγκλωβισμένοι. Ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα πράγματα, μας έστελνε τότε και χάπια σε περίπτωση εγκυμοσύνης.... Ένιωθα φόβο, μεγάλο φόβο, όπως και τώρα ακόμη...φοβάμαι.
Όταν θυμάμαι τι γινόταν με τους συγγενείς, νιώθω θυμό. Έλεγαν της μάνας μου - “να την πάρεις και να φύγεις από τη χώρα, γιατί έτσι που είναι τώρα δεν την θέλει κανένας”. Ήμουν η ντροπή της οικογένειας μετά το βιασμό. Κι έτσι μας έχουνε κάνει κι έτσι έχουμε παραμείνει - ντροπή της οικογένειας. Και τώρα που μας έστειλαν μια επιστολή να προσκομίσουμε ιατρικά πιστοποιητικά για το βιασμό μας, αυτό μας εξευτελίζει και πάλι από την αρχή.
Το ότι έφυγα από την Κύπρο, μου έκανε καλό. Δεν έβλεπα αυτούς που με είχαν ως στίγμα της οικογένειας, δεν έβλεπα κανένα από τους χωριανούς που νόμιζα ότι όλοι ξέρανε για μένα.
Παντρεύτηκα, έχω δύο παιδιά και δύο εγγόνια. Είμαι 55 χρόνων και το βιασμό δεν τον έχω ξεχάσει ποτέ μου”.
Μέχρι σήμερα - αν και οι περισσότερες με ψυχολογικά τραύματα – αυτές οι γυναίκες δεν έτυχαν ποτέ κάποιας βοήθειας ψυχολογικής, ιατρικής ή οικονομικής από το κράτος.
Τι λέει το Κράτος
Η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ζέτα Αιμιλιανίδου με δηλώσεις της στο ΚΥΠΕ, διαβεβαιώνει ότι όλες αυτές οι γυναίκες αν αιτηθούν, θα τύχουν οικονομικής βοήθειας μέσα από μια διακριτική διαδικασία, λόγω της ευαισθησίας του θέματος.
Έφηβες, οι περισσότερες τότε, για δεκαετίες η πολιτεία και η κοινωνία τις έκαναν να ντρέπονται για μια ντροπή που δεν ήταν δική τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι οικογένειες των θυμάτων προσπάθησαν με κάθε τρόπο να κρύψουν αυτήν την “ντροπή” και το “στίγμα”, στέλλοντας τες στο εξωτερικό ή παντρεύοντας τες με συνοπτικές διαδικασίες.
Το ΚΥΠΕ, εξασφάλισε μαρτυρίες από δύο γυναίκες που βιάστηκαν επανειλημμένα τότε, την Άννα από χωριό της επαρχίας Κερύνειας και την Μαρία από χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου. Ήταν και οι δυο, δεκατεσσάρων χρόνων το `74, όταν κάποιοι τους άλλαξαν την οπτική και την προοπτική της ζωής και τους μαύρισαν για πάντα την ψυχή.
Ο πατέρας της Μαρίας, κτηνοτρόφος, δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα ζώα του όταν ξέσπασε το κακό, κι έτσι έμεινε όλη η οικογένεια εγκλωβισμένη.
“Βγήκαμε στα περιβόλια, έξω από το χωριό. Ήμασταν εκεί κάπου εκατό άτομα, τέσσερις ημέρες κρυμμένοι. Η νύκτα γινόταν μέρα. Έριχναν φωτοβολίδες κι ήξεραν ότι ήμασταν κρυμμένοι. Ακούγαμε τα τανκς στο δρόμο που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Μας έριξαν φυλλάδια από ελικόπτερο, με την μισή Κύπρο ζωγραφισμένη άσπρη και την άλλη μισή κόκκινη και μας έλεγαν να παραδοθούμε, αλλιώς θα μας σκοτώσουν.
Μπήκαμε στο χωριό με τα χέρια ψηλά. Βλέπαμε ανθρώπους σκοτωμένους στο δρόμο. Μας μάζεψαν στην αυλή του σχολείου. Μας τραβούσαν απ΄ εδώ και απ΄ εκεί. Ξεχώρισαν άνδρες από γυναίκες, μωρά, τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα, τους έβαλαν σε αίθουσες σχολείου. Σε δύο φορτηγά φόρτωσαν αιχμαλώτους. Τον πατέρα μου τον πήραν αιχμάλωτο.
Εμένα, τη μητέρα μου και την αδελφή μου έξι χρόνων με άλλες γυναίκες μας πήραν στα τελευταία σπίτια του χωριού. Από την πρώτη νύκτα ήρθαν να μας μετρήσουν. Επιάσαν με εμένα κι άλλες κορούδες και μας πήραν μέσα στα χωράφια θεοσκότεινα. Με τραβούσε η μάνα μου αλλά την κτυπούσαν με το κοντάκι. Με τράβηξαν με το ζόρι, έξω μακριά. Έφευγε ο ένας κι ερχόταν άλλος κι εγώ να αιμορραγώ, να παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει, να φωνάζω, ένα μωρό δεκατεσσάρων χρόνων. Έκαναν το κέφι τους και μας έπαιρναν πίσω. Άκουγα τις γυναίκες που σκέφτονταν να αφήσουν το γκάζι της κουζίνας ανοικτό για να αυτοκτονήσουμε, να γλυτώσουμε από αυτό το μαρτύριο.
Κάθε νύκτα τα ίδια πράγματα. Κρυβόμαστε στο πατάρι του σπιτιού, αλλά μας έβρισκαν και μας τραβούσαν από τα μαλλιά. Συνέχισε αυτή η φρίκη μέχρι δύο-τρεις μήνες”.
Η Μαρία σήμερα, είναι διαζευγμένη με τρία παιδιά, άρρωστη και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Σε κανένα δεν έχει πει ποτέ το τι πέρασε, ούτε ακόμη και στον ίδιο της τον πατέρα που πέθανε πέρσι χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε.
“Ξεκίνησε η ζωή μου λάθος χωρίς να φταίω. Όταν άκουσα ότι θα έβαζαν το θέμα στη Βουλή, είπα έστω κι αργά να μας δουν ως ανθρώπους, εμείς στιγματιστήκαμε. Έπρεπε από χρόνια να μας δει το κράτος, όχι τώρα. Μια ζωή είμαι διαλυμένη, δεν εργάζομαι τώρα. Από τα δεκατέσσερα μου υποφέρω. Να πιάνεις με βάρβαρο τρόπο μια κορούδα, να την παίρνεις στα χωράφια, να έρχεται ο ένας και ο άλλος, να γελούν μεταξύ τους και να τους βλέπεις, να φωνάζεις, να σε καίνε με τα τσιγάρα. Τα χέρια μου είναι σημαδεμένα από τα τσιγάρα τους που τα έσβηναν πάνω μου”.
Παρόμοια και η ιστορία της Άννας. Ακόμα έχει το σημάδι στο στήθος από την ξιφολόγχη των Τούρκων. Μόνο που αυτή έφυγε στο εξωτερικό για να συνεχίσει την ζωή της.
“Μας βάλανε σε αίθουσα του σχολείου στη Βώνη, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Εκεί έμπαιναν όποτε ήθελαν, διάλεγαν και μας πήγαιναν για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες. Δεν έβγαινα να πάρω συσσίτιο. Φορούσα συνέχεια τα ρούχα της γιαγιάς για να φαίνομαι γριά αλλά έβλεπαν το πρόσωπο. Έβγαινα έξω μόνο όταν πήγαινα τουαλέτα. Ήμουν συνέχεια τυλιγμένη με ένα πάπλωμα και καθόντουσαν όλα τα πιτσιρίκια από πάνω μου για να μην με τραβάνε συνέχεια και να με βιάζουν οι Τούρκοι. Αυτό κράτησε τρεις μήνες, πριν έρθει ο Ερυθρός Σταυρός, στον οποίον πήγε ένας άνδρας που δραπέτευσε και τους ενημέρωσε ότι ήμασταν εγκλωβισμένοι. Ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα πράγματα, μας έστελνε τότε και χάπια σε περίπτωση εγκυμοσύνης.... Ένιωθα φόβο, μεγάλο φόβο, όπως και τώρα ακόμη...φοβάμαι.
Όταν θυμάμαι τι γινόταν με τους συγγενείς, νιώθω θυμό. Έλεγαν της μάνας μου - “να την πάρεις και να φύγεις από τη χώρα, γιατί έτσι που είναι τώρα δεν την θέλει κανένας”. Ήμουν η ντροπή της οικογένειας μετά το βιασμό. Κι έτσι μας έχουνε κάνει κι έτσι έχουμε παραμείνει - ντροπή της οικογένειας. Και τώρα που μας έστειλαν μια επιστολή να προσκομίσουμε ιατρικά πιστοποιητικά για το βιασμό μας, αυτό μας εξευτελίζει και πάλι από την αρχή.
Το ότι έφυγα από την Κύπρο, μου έκανε καλό. Δεν έβλεπα αυτούς που με είχαν ως στίγμα της οικογένειας, δεν έβλεπα κανένα από τους χωριανούς που νόμιζα ότι όλοι ξέρανε για μένα.
Παντρεύτηκα, έχω δύο παιδιά και δύο εγγόνια. Είμαι 55 χρόνων και το βιασμό δεν τον έχω ξεχάσει ποτέ μου”.
Μέχρι σήμερα - αν και οι περισσότερες με ψυχολογικά τραύματα – αυτές οι γυναίκες δεν έτυχαν ποτέ κάποιας βοήθειας ψυχολογικής, ιατρικής ή οικονομικής από το κράτος.
Τι λέει το Κράτος
“Η πολιτική μας είναι ότι αυτές οι γυναίκες καλύπτονται από το Νόμο των Παθόντων και θα βοηθηθούν και με το Νόμο, αλλά και με επιπρόσθετη βοήθεια. Σε καμιά περίπτωση δεν θα περάσουν ιατρική εξέταση. Θα γίνεται με πάσα διακριτικότητα και ευαισθησία. Υπάρχει Επιτροπή που θα εξετάσει τα γεγονότα χωρίς τη φυσική τους παρουσία”, δηλώνει η Ζέτα Αιμιλιανίδου.
Το όλο θέμα μπορεί να θεωρείται λήξαν, λέει η Υπουργός. “Έχουμε προχωρήσει και εξετάσει περιπτώσεις που ήρθαν πρόσφατα. Η θέση μου είναι - και ήδη το έχω στείλει γραπτώς σε όλους τους εμπλεκόμενους - ότι ως πολιτική είναι να βοηθήσουμε αυτές τις γυναίκες με οποιοδήποτε τρόπο μπορούμε”.
Η Υπουργός Εργασίας καλεί όλες τις γυναίκες-θύματα βιασμών του `74 να προσέλθουν και να αιτηθούν, δηλώνοντας ότι θα τηρηθεί πλήρης εμπιστευτικότητα και διακριτικότητα, από την αρμόδια Επιτροπή και πως δεν θα παραπεμφθούν σε οποιοδήποτε ιατροσυμβούλιο.
Ήταν καιρός άλλωστε, η Πολιτεία να επιτελέσει το χρέος της και προς αυτές τις γυναίκες που υπόφεραν τόσο, αλλά και που συνεχίζουν να ζουν το δικό τους καθημερινό εφιάλτη από τότε...
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων-Παθόντων της Βουλής των Αντιπροσώπων Σκεύη Κουκουμά, που ανακίνησε το όλο θέμα, δήλωσε στο ΚΥΠΕ πως “αρχικά εκφράστηκε η βούληση της αρμόδιας Υπουργού να προχωρήσει το θέμα. Εντούτοις, στη συνέχεια η προσπάθεια προσέκρουσε στη γραφειοκρατία με την αδιανόητη ενέργεια να αποσταλούν επιστολές στις γυναίκες καλώντας τες να προσκομίσουν ιατρικά στοιχεία και εκθέσεις θεραπείας για το βιασμό του 1974. Καλώ την κυβέρνηση”, αναφέρει, “να ελέγξει ξανά ότι όλες αυτές οι επιστολές έχουν αποσυρθεί και ότι η διαδικασία θα προχωρήσει με απόλυτη εμπιστευτικότητα, γιατί αλλιώς τα θύματα θα αποθαρρυνθούν από το να ζητήσουν βοήθεια”.
Όταν επικοινώνησαν μαζί μου γυναίκες-θύματα βιασμών του 1974, σημειώνει, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια πληγή 40 χρόνων θα μπορούσε να είναι ακόμα τόσο οδυνηρή.
“Ως ΑΚΕΛ και ΠΟΓΟ, αποφασίσαμε να ανοίξουμε το θέμα – πάντα σε συνεννόηση με τα θύματα και με απόλυτη διακριτικότητα - επειδή θεωρούμε ότι η Πολιτεία είχε και έχει χρέος να επουλώσει, όσο είναι δυνατόν, αυτές τις πληγές, να στηρίξει με κάθε τρόπο αυτές τις γυναίκες, οι οποίες βίωσαν και βιώνουν τις συνέπειες αυτού του εφιάλτη μόνες τους, ως να ήταν ατομικό τους θέμα”.
Οι βιασμοί και η σεξουαλική βία σε βάρος των γυναικών, συνεχίζει η κ. Κουκουμά, είναι αποκρουστική πρακτική που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τακτική πολέμου σε στρατιωτικές συγκρούσεις. “Ούτε τα θύματα, ούτε οι οικογένειές τους, είτε στην Κύπρο είτε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, πρέπει να ντρέπονται. Η ντροπή ανήκει στους δράστες και στην προκειμένη, στον τουρκικό στρατό εισβολής”.
Σαράντα ένα χρόνια μετά, μια από τις πιο κακοφορμισμένες πληγές της σύγχρονης κυπριακής τραγωδίας, φαίνεται να οδεύει προς μια έστω μερική, επιφανειακή επούλωση. Η πραγματική πληγή ωστόσο ποτέ δεν πρόκειται να επουλωθεί, γιατί παραμένει αιμάσσουσα, βαθιά στην ψυχή αυτών των κοριτσιών τότε, γυναικών σήμερα.
ΚΥΠΕ
Το όλο θέμα μπορεί να θεωρείται λήξαν, λέει η Υπουργός. “Έχουμε προχωρήσει και εξετάσει περιπτώσεις που ήρθαν πρόσφατα. Η θέση μου είναι - και ήδη το έχω στείλει γραπτώς σε όλους τους εμπλεκόμενους - ότι ως πολιτική είναι να βοηθήσουμε αυτές τις γυναίκες με οποιοδήποτε τρόπο μπορούμε”.
Η Υπουργός Εργασίας καλεί όλες τις γυναίκες-θύματα βιασμών του `74 να προσέλθουν και να αιτηθούν, δηλώνοντας ότι θα τηρηθεί πλήρης εμπιστευτικότητα και διακριτικότητα, από την αρμόδια Επιτροπή και πως δεν θα παραπεμφθούν σε οποιοδήποτε ιατροσυμβούλιο.
Ήταν καιρός άλλωστε, η Πολιτεία να επιτελέσει το χρέος της και προς αυτές τις γυναίκες που υπόφεραν τόσο, αλλά και που συνεχίζουν να ζουν το δικό τους καθημερινό εφιάλτη από τότε...
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων-Παθόντων της Βουλής των Αντιπροσώπων Σκεύη Κουκουμά, που ανακίνησε το όλο θέμα, δήλωσε στο ΚΥΠΕ πως “αρχικά εκφράστηκε η βούληση της αρμόδιας Υπουργού να προχωρήσει το θέμα. Εντούτοις, στη συνέχεια η προσπάθεια προσέκρουσε στη γραφειοκρατία με την αδιανόητη ενέργεια να αποσταλούν επιστολές στις γυναίκες καλώντας τες να προσκομίσουν ιατρικά στοιχεία και εκθέσεις θεραπείας για το βιασμό του 1974. Καλώ την κυβέρνηση”, αναφέρει, “να ελέγξει ξανά ότι όλες αυτές οι επιστολές έχουν αποσυρθεί και ότι η διαδικασία θα προχωρήσει με απόλυτη εμπιστευτικότητα, γιατί αλλιώς τα θύματα θα αποθαρρυνθούν από το να ζητήσουν βοήθεια”.
Όταν επικοινώνησαν μαζί μου γυναίκες-θύματα βιασμών του 1974, σημειώνει, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια πληγή 40 χρόνων θα μπορούσε να είναι ακόμα τόσο οδυνηρή.
“Ως ΑΚΕΛ και ΠΟΓΟ, αποφασίσαμε να ανοίξουμε το θέμα – πάντα σε συνεννόηση με τα θύματα και με απόλυτη διακριτικότητα - επειδή θεωρούμε ότι η Πολιτεία είχε και έχει χρέος να επουλώσει, όσο είναι δυνατόν, αυτές τις πληγές, να στηρίξει με κάθε τρόπο αυτές τις γυναίκες, οι οποίες βίωσαν και βιώνουν τις συνέπειες αυτού του εφιάλτη μόνες τους, ως να ήταν ατομικό τους θέμα”.
Οι βιασμοί και η σεξουαλική βία σε βάρος των γυναικών, συνεχίζει η κ. Κουκουμά, είναι αποκρουστική πρακτική που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τακτική πολέμου σε στρατιωτικές συγκρούσεις. “Ούτε τα θύματα, ούτε οι οικογένειές τους, είτε στην Κύπρο είτε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, πρέπει να ντρέπονται. Η ντροπή ανήκει στους δράστες και στην προκειμένη, στον τουρκικό στρατό εισβολής”.
Σαράντα ένα χρόνια μετά, μια από τις πιο κακοφορμισμένες πληγές της σύγχρονης κυπριακής τραγωδίας, φαίνεται να οδεύει προς μια έστω μερική, επιφανειακή επούλωση. Η πραγματική πληγή ωστόσο ποτέ δεν πρόκειται να επουλωθεί, γιατί παραμένει αιμάσσουσα, βαθιά στην ψυχή αυτών των κοριτσιών τότε, γυναικών σήμερα.
ΚΥΠΕ