Ποια είναι τα όρια μεταξύ πολυφωνίας και διάσπασης;
12:08 - 25 Ιανουαρίου 2016
Πολύ συχνά, στις τάξεις του κάθε δημοκρατικού και σύγχρονου πολιτικού κόμματος εκφράζονται διαφωνίες επί των διάφορων θεμάτων, που απασχολούν το κόμμα και την πολιτεία ευρύτερα. Το δικαίωμα των μελών ενός σύγχρονου κόμματος στην έκφραση διαφορετικής άποψης ή παρέκκλισης από την «κοινή γραμμή» του κόμματος, θεωρείται στάση δημοκρατική, που επιτρέπει την πολυφωνία.
Πότε, όμως, ξεπερνιούνται τα όρια της πολυφωνίας και πότε προκύπτει η διάσπαση;
ΑΚΕΛ, o "σκληρός πυρήνας"...
ΑΚΕΛ, o "σκληρός πυρήνας"...
Το ΑΚΕΛ, για παράδειγμα, κατηγορείται ότι είναι ένα «κλειστό» κόμμα, με σκληρό πυρήνα, το οποίο δεν επιτρέπει την προσωπική έκφραση άποψης από πλευράς μελών-βουλευτών-στελεχών του, ούτε επιτρέπει στα στελέχη του να παρεκκλίνουν από τη βασική γραμμή του κόμματος. Μπορεί να κατηγορηθεί για πολιτικό συντηρητισμό, αλλά πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψιν ο διαχρονικός αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας των κομμάτων της αριστεράς, που δημιουργεί ένα «αίσθημα καχυποψίας» ή που τα θέτει κατά κάποιο τρόπο σε θέση άμυνας, αφού ιδεολογικά βιώνουν την ύπαρξη τους ως οι «πολλοί αδύνατοι» εναντίον των «λίγων και δυνατών». Ως εκ τούτου, και για αρκετούς άλλους λόγους, βεβαίως, σπανίως,έως ποτέ, διατυπώνονται δημοσίως διαφορετικές απόψεις από τα μέλη του κόμματος.
ΔΗΚΟ, από την πολυφωνία στη διάσπαση...
Θα μπορούσε, όμως, το ΔΗΚΟ να χαρακτηριστεί ως κόμμα «πολυφωνικό», υπό την έννοια της υγιούς δημοκρατικής διαφωνίας;
Έχοντας μια καθοριστική ρήξη στη σύγχρονη ιστορία του, εξ αφορμής των δύο βασικών ζητημάτων, που απασχολούν τη χώρα, κυπριακό και οικονομία, Καρογιανικοί και Παπαδοπουλικοί τηρούν το κόμμα διασπασμένο σε δύο ρητορικές. Η μια ρητορική φιλοκυβερνητική και η άλλη αντι-κυβερνητική, σε ένα από τα δύο, τουλάχιστον, μείζονα ζητήματα της Κύπρου, αναλόγως περίστασης ή και στα δύο ενίοτε.
[Από παλαιότερη μου ανάρτηση πριν από τις εκλογές για ανάδειξη προέδρου του ΔΗΚΟ το 2013] Ο Μάριος Κάρογιαν, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόλυτος ηγεμόνας» του κόμματος. Είναι ο πρώτος πρόεδρος του ΔΗΚΟ, που δεν είναι ισχυρός-απόλυτος ηγεμόνας-σύμβολο, αλλά «κατ΄ανάγκη» πρόεδρος ως ο μόνος συντονιστής των διαφόρων τάσεων, όπως προέκυψαν διαχρονικά, εντός του κόμματος. Συνεπώς, είναι μεν σχετικά εύκολο για τον Νικόλα να αποκαθηλώσει τον Μάριο ως άτομο [σσ. όπως και έγινε], αφού δεν είναι «απόλυτος», αλλά πολύ δύσκολο να διατηρήσει την υπεροχή, λόγω των διαφορετικών τάσεων, που θα κληθεί να διαχειριστεί καθώς θα είναι πολύ δύσκολο να ελέγξει τους «ευγενείς» τους οποίους ο Μάριος τοποθέτησε, αλλάζοντας αρκετά τη δομή του Τάσσου. Ο Νικόλας δεν θα βρει έτοιμο το χαλί που του έστρωσε ο πατέρας διότι ο Μάριος, αν και δεν κατάφερε να στρώσει το δικό του χαλί, ωστόσο έκανε τις αλλαγές του ως ο συντονιστής των τάσεων μέσα στο κόμμα.
Κάπου εδώ, λοιπόν, τίθεται το όριο μεταξύ «επιθυμητής δημοκρατικής πολυφωνίας» και «διάσπασης».
ΔΗΣΥ, μεταξύ εκσυγχρονισμού και συντήρησης...
Ο ευρύτερος προβληματισμός, ωστόσο, αφορά στον Δημοκρατικό Συναγερμό ως το κόμμα της εξουσίας. Ένα κόμμα, το οποίο διαφημίζει τη δημοκρατικότητα του, προβάλλοντας ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό μοντέρνο πρόσωπο, το οποίο τάσσεται υπέρ της αλλαγής και της εξέλιξης, προσπαθώντας παράλληλα να «κρύψει» τον «παλαιοκομματικό» συντηρητισμό του, όπως εκφράζεται από διάφορα στελέχη του. Μήπως, όμως, η «πολυφωνία» άρχισε να φλερτάρει με τα όρια της διάσπασης, υπό οποιαδήποτε έννοια; Από τη μια, ο φιλελευθερισμός και ο εκσυγχρονισμός και από την άλλη ο συντηρητισμός. Μήπως ένα κόμμα μπορεί να είναι διασπασμένο «ιδεολογικά» σε άλλους τομείς, πλην του εθνικού και οικονομικού προβλήματος του τόπου, όπως, για παράδειγμα, σε σχέση με τον σεβασμό της διαφορετικότητας ή της φυλετικής ισότητας, της θρησκείας κλπ;
Η διαφορετική στάση της Ελένης Θεοχάρους από τον ΔΗΣΥ, στα μείζονα ζητήματα, όπως το κυπριακό, αποτέλεσε για αρκετά χρόνια ένα είδος διάσπασης εντός του κόμματος, δεδομένης της μεγάλης απήχησης σε σταυρούς, που είχε η ευρωβουλευτής (κι από εκεί που τους αντλούσε). Το «κακό» καταπολεμήθηκε με την αποχώρηση της (ήταν και «ξενικό στοιχείο», ούτως ή άλλως) και έτσι ο Δημοκρατικός Συναγερμός «γλίτωσε» από μια διαφωνία, που άγγιζε τα όρια της διάσπασης, ειδικότερα υπό τον φόβο ενίσχυσης της αντιδιζωνικής «Θεοχαρικής» τάσης μέσα στο κόμμα.
Το πρόβλημα, όμως, για τον ΔΗΣΥ, δεν σταματά στη Θεοχάρους.
Ο συντηρητισμός, όπως εκφράζεται, μεταξύ άλλων, από τη σεξιστική, παραβατική συμπεριφορά και τον λαϊκισμό, προσπαθεί να ισορροπήσει-συνυπάρξει κάτω από την ίδια πολιτική στέγη, με την προβαλλόμενη «φρεσκάδα», την πολιτική βούληση για αλλαγή, την μεταρρύθμιση, την εξέλιξη, την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό που πουλά ο ΔΗΣΥ. Διότι, σε σχέση με τον λαϊκισμό, δυσκολεύομαι, παραδείγματος χάριν, να πιστέψω ότι ο Πρόεδρος του κόμματος γνώριζε για την απαράδεκτη ανακοίνωση του κόμματος του, η οποία έβαζε στο ίδιο καζάνι τη φονική έκρηξη και τους νεκρούς του Μαρί, με την παραβατική οδική συμπεριφορά ενός βουλευτή του ή με την παράνομη κατανάλωση ενός προστατευόμενου είδους ενός άλλου βουλευτή του ή ακόμη και με τη σεξιστική συμπεριφορά ενός τρίτου βουλευτή του. Και δυσκολεύομαι επίσης να πιστέψω, ότι ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ δεν αντιλήφθηκε πως ο οποιοσδήποτε αντικειμενικά και ψύχραιμα σκεπτόμενος πολίτης, θα έβρισκε την εν λόγω ανακοίνωση-τοποθέτηση τουλάχιστον και επιεικώς λαϊκίστικη. Άλλο πράμα είναι να ζητείς απόδοση ευθυνών για το Μαρί επειδή, προφανώς, δεν αποδόθηκαν και άλλο πράγμα είναι να εκμεταλλεύεσαι τους νεκρούς για να λαϊκίσεις. Χρησιμοποίησαν, ουσιαστικά, κάποιοι από τον ΔΗΣΥ, τα θύματα της φονικής έκρηξης στο Μαρί, για να απαντήσουν σε κάποιο άλλο κόμμα, που ασκούσε κριτική εναντίον τους για την παραβατική συμπεριφορά βουλευτών τους, και δεν ξέρω αν αυτό είναι θεμιτό ή αν συμβαδίζει με το προφίλ ενός σύγχρονου πολιτικού κόμματος, το οποίο θα έπρεπε να εκφράζει ποιοτικό πολιτικό λόγο.
Ποιο είναι, λοιπόν, το όριο μεταξύ πολυφωνίας και διάσπασης; Κι αν αυτό το όριο μπορεί να ξεπεραστεί σε άλλα επίπεδα, πλην των κυρίαρχων ζητημάτων μιας χώρας, στην προκείμενη κυπριακό και οικονομία, κάτι σαν «επί της ουσίας ιδεολογική διάσπαση».