Εκείνο το καλοκαίρι χάσαμε τη νιότη μας
18:11 - 25 Ιανουαρίου 2016
Όλα τα καλοκαίρια στην Αμμόχωστο είναι μαγικά, αλλά αυτό θα ήταν το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής της. Έτσι πίστευε η 18χρονη τότε Χριστίνα απ’ το Βαρώσι.
Μαζί με τον αρραβιωνιαστικό της, τον Αντρέα, έκαναν πολλά όνειρα εκείνο το καλοκαίρι. Ετοίμαζαν τον γάμο τους, ενώ σε 7 μήνες θα κρατούσαν για πρώτη φορά στην αγκαλιά τους το πρώτο τους παιδί.
Οι φασαρίες του πραξικοπήματος είχαν γεμίσει ανησυχία τους πάντες, όταν είσαι νέος όμως, όπως μας διηγείται η 59χρονη σήμερα Χριστίνα, δεν σε τρομάζει τίποτα, δεν αφήνεις κανένα εφιάλτη να μπει στα όνειρά σου. Είσαι σίγουρος πως μπόρα είναι και θα περάσει και πως όλα θα πάνε καλά. «Αν και ακούγαμε πως θα έρθουν οι Τούρκοι, δεν το πιστεύαμε», μας λέει χαρακτηριστικά.
Με αυτές τις σκέψεις κοιμήθηκε στο πατρικό της την 19η Ιουλίου. Η μέρα εκείνη όμως ξημέρωσε πολύ νωρίς και όχι από τον γλυκό ήχο των κυμάτων, αλλά από τον σκληρό θόρυβο των μυδραλιοβόλων.
«Ήρθαν οι Τούρκοι, ούρλιαζε ο κόσμος αλλαφιασμένος και έτρεχε να σωθεί».
"Βγήκα τρέχοντας απο εκεί που κρυβόμασταν για να φέρω λίγο νερό, κι όταν έφτασα στο κάγκελο της αυλής άκουσα τον ήχο του αεροπλάνο να έρχεται. Έτρεμα ολόκληρη, άνοιξα την πόρτα και δίπλα μου έπεφταν οι σφαίρες"
Ο πατέρας της μάζεψε όλη την οικογένεια, στο υπόγειο μιας οικοδομής που ήταν λίγα μέτρα από το πατρικό της. Όλο το χωριό μαζεύτηκε εκεί, προκειμένου να προστατευθούν από τα πυρά των τουρκικών αεροπλάνων που χτυπούσαν ανελέητα.
Ο πατέρας της μάζεψε όλη την οικογένεια, στο υπόγειο μιας οικοδομής που ήταν λίγα μέτρα από το πατρικό της. Όλο το χωριό μαζεύτηκε εκεί, προκειμένου να προστατευθούν από τα πυρά των τουρκικών αεροπλάνων που χτυπούσαν ανελέητα.
«Μείναμε εκεί 3 μέρες. Τρώγαμε λίγο ψωμί και λίγο χαλλούμι, ό,τι δηλαδή μάζευαμε από τα σπίτια μας, τα βράδια που σταματούσαν οι Τούρκοι τις επιδρομές».
Ένα μεσημέρι, όπως μας διηγείται στον ΡΕΠΟΡΤΕΡ, η ζέστη και η εγκυμοσύνη την είχαν καταβάλλει, το νερό είχε τελειώσει και δεν άντεχε να περιμένει ως τη νύχτα, για να φέρει.
«Το σπίτι μου ήταν λίγα μέτρα από την οικοδομή που κρυβόμασταν. Βγήκα τρέχοντας κι όταν έφτασα στο κάγκελο της αυλής άκουσα τον ήχο του αεροπλάνο να έρχεται. Έτρεμα ολόκληρη, άνοιξα την πόρτα και δίπλα μου έπεφταν οι σφαίρες. Άκουγα τον πατέρα μου να τρέχει ξωπίσω μου φωνάζοντας σπαρακτικά το όνομά μου. Με τρία βήματα βρέθηκα μέσα στο σπίτι και χώθηκα τρομαγμένη κάτω από το κρεβάτι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε μέσα κι ο πατέρας μου. Είχαμε γλιτώσει, τότε όμως κατάλαβα πόσο κοντά μας είναι πια ο θάνατος».
"Ένα πρωί σταμάτησε ένα τζιπ δικό μας, και οι στρατιώτες μου ζήτησαν μια κουβέρτα, τους την έδωσα και εκείνοι την πήραν και σκέπασαν δύο σκοτωμένα παλικάρια που ήταν τοπθετημένα στην καρότσα του αυτοκινήτου"
«Μετά τις τρεις μέρες, ένας συγχωριανός, μας πήρε με το αυτοκίνητό του στον Άγιο Ηλία. Εκεί, μείναμε στο σπίτι ενός βοσκού, φίλο του πατέρα μου. Ένα πρωί σταμάτησε ένα τζιπ δικό μας, και οι στρατιώτες μου ζήτησαν μια κουβέρτα, τους την έδωσα και εκείνοι την πήραν και σκέπασαν δύο σκοτωμένα παλικάρια που ήταν τοποθετημένα στην καρότσα του αυτοκινήτου».
«Μετά τις τρεις μέρες, ένας συγχωριανός, μας πήρε με το αυτοκίνητό του στον Άγιο Ηλία. Εκεί, μείναμε στο σπίτι ενός βοσκού, φίλο του πατέρα μου. Ένα πρωί σταμάτησε ένα τζιπ δικό μας, και οι στρατιώτες μου ζήτησαν μια κουβέρτα, τους την έδωσα και εκείνοι την πήραν και σκέπασαν δύο σκοτωμένα παλικάρια που ήταν τοποθετημένα στην καρότσα του αυτοκινήτου».
"Ο πατέρας μου πήρε το σιηπέττο, μας μάζεψε εμένα και τις αδερφές μου κοντά του, και μας είπε: ‘Αν μπουν εδώ μέσα οι Τούρκοι θα σας σκοτώσω και θα σκοτωθώ, δεν θα σας αφήσω να μαρτυρήσετε στα χέρια τους’"
Οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα, όπως ομολογεί η Χριστίνα, γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. «Άκουσα τον πατέρα μου να ζητά ένα από τα σιηπέττα που είχε ο φίλος του που μας φιλοξενούσε. Το πήρε στα χέρια του, μας μάζεψε εμένα και τις αδερφές μου κοντά του, και μας είπε: ‘Αν μπουν εδώ μέσα οι Τούρκοι θα σας σκοτώσω και θα σκοτωθώ, δεν θα σας αφήσω να μαρτυρήσετε στα χέρια τους’. Τρέμαμε και οι τέσσερις γιατί ξέραμε πως το εννοούσε, αλλά μας τρόμαζε περισσότερο η ιδέα να πέσουμε μικρές κοπέλες στα χέρια των Τούρκων. Ξέραμε τι μας περίμενε».
Οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα, όπως ομολογεί η Χριστίνα, γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. «Άκουσα τον πατέρα μου να ζητά ένα από τα σιηπέττα που είχε ο φίλος του που μας φιλοξενούσε. Το πήρε στα χέρια του, μας μάζεψε εμένα και τις αδερφές μου κοντά του, και μας είπε: ‘Αν μπουν εδώ μέσα οι Τούρκοι θα σας σκοτώσω και θα σκοτωθώ, δεν θα σας αφήσω να μαρτυρήσετε στα χέρια τους’. Τρέμαμε και οι τέσσερις γιατί ξέραμε πως το εννοούσε, αλλά μας τρόμαζε περισσότερο η ιδέα να πέσουμε μικρές κοπέλες στα χέρια των Τούρκων. Ξέραμε τι μας περίμενε».
"Στο δρόμο για Αμμόχωστο, κοντά στη Σακχάρια, 5-6 Τούρκοι στρατιώτες είχαν τοποθετήσει στη μέση του δρόμου μια τεράστια πέτρα. Ο αρραβωνιαστικός μου ή θα σταματούσε το αυτοκίνητο και θα τον έπιαναν αιχμάλωτο ή θα έπεφτε πάνω στην πέτρα. Διάλεξε το δεύτερο"
«Στο μεταξύ, ο αρραβωνιαστικός μου ο Αντρέας, που είχε υπηρετήσει πριν πέντε χρόνια στην ΕΛΔΥΚ, όταν ξεκίνησαν την απόβαση οι Τούρκοι, μου είπε πως θα πάρει το αυτοκίνητο να παέι στην Αμμόχωστο, να μάθει πού να παρουσιαστεί και να πάρει όπλο. Έφυγε πρωί πρωί της 20ης Ιουλίου για την Αμμόχωστο και στο δρόμο κάπου εκεί στη Σακχάρια τον σταμάτησε ένας Τ/κ στρατιώτης με ένα αυτόματο και τον ρώτησε πού πάει. Του είπε πως πάει να βρει την αρραβωνιαστικιά του στην Αμμόχωστο. Δεν τον πίστεψε και τον διέταξε να στρίψει αριστέρα. Ήξερε πως αν έμπαινε εκεί μέσα που είχαν στήσει το προπύργιό τους οι Τούρκοι, δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανός, πάτησε γκάζι και έφυγε ευθεία. Λίγο πιο κάτω 5-6 Τούρκοι στρατιώτες είχαν τοποθετήσει στη μέση του δρόμου μια τεράστια πέτρα. Ή θα σταματούσε και θα τον έπιαναν αιχμάλωτο ή θα έπεφτε πάνω στην πέτρα. Διάλεξε το δεύτερο. Από θαύμα το αυτοκίνητο που σχεδόν ντελαπάρισε και από κάτω διαλύθηκε τελείως, συνέχισε την πορεία του. Σαν κάποιο χέρι να το πήρε και να το έβαλε ξανά στο δρόμο», μας λέει με βουρκωμένα μάτια η 59χρονη σήμερα Χριστίνα.
«Στο μεταξύ, ο αρραβωνιαστικός μου ο Αντρέας, που είχε υπηρετήσει πριν πέντε χρόνια στην ΕΛΔΥΚ, όταν ξεκίνησαν την απόβαση οι Τούρκοι, μου είπε πως θα πάρει το αυτοκίνητο να παέι στην Αμμόχωστο, να μάθει πού να παρουσιαστεί και να πάρει όπλο. Έφυγε πρωί πρωί της 20ης Ιουλίου για την Αμμόχωστο και στο δρόμο κάπου εκεί στη Σακχάρια τον σταμάτησε ένας Τ/κ στρατιώτης με ένα αυτόματο και τον ρώτησε πού πάει. Του είπε πως πάει να βρει την αρραβωνιαστικιά του στην Αμμόχωστο. Δεν τον πίστεψε και τον διέταξε να στρίψει αριστέρα. Ήξερε πως αν έμπαινε εκεί μέσα που είχαν στήσει το προπύργιό τους οι Τούρκοι, δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανός, πάτησε γκάζι και έφυγε ευθεία. Λίγο πιο κάτω 5-6 Τούρκοι στρατιώτες είχαν τοποθετήσει στη μέση του δρόμου μια τεράστια πέτρα. Ή θα σταματούσε και θα τον έπιαναν αιχμάλωτο ή θα έπεφτε πάνω στην πέτρα. Διάλεξε το δεύτερο. Από θαύμα το αυτοκίνητο που σχεδόν ντελαπάρισε και από κάτω διαλύθηκε τελείως, συνέχισε την πορεία του. Σαν κάποιο χέρι να το πήρε και να το έβαλε ξανά στο δρόμο», μας λέει με βουρκωμένα μάτια η 59χρονη σήμερα Χριστίνα.
Ο αρραβωνιαστικός της έφτασε στην Αμμόχωστο και βρήκε ένα φίλο του. Προσπάθησαν, όπως μας λέει, να βρουν κάποιο να τους πει πού θα πρέπει να παρουσιαστούν. Τελικά βρήκαν ένα πρόχειρο υπαίθριο λόχο. Οι στρατιώτες κρατούσαν καραμπίνες αντί για αυτόματα. Όταν τους ρώτησαν, οι στρατιώτες τους είπαν να γυρίσουν πίσω, γιατί δεν υπήρχαν όπλα. Κι αυτοί, όπως τους εξήγησε ο αξιωματικός που ήταν εκεί, πάλευαν με τα κυνηγετικά στα σημεία που επεφταν Τούρκοι αλεξιπτωτιστές, μήπως καταφέρουν να σκοτώσουν κανένα.
"Το καράβι που μας έπαιρνε στον Πειραιά μύριζε θάνατο και δυστυχία. Τότε άκουσα κάποιον να λέει πως οι Τούρκοι πιάσανε την Αμμόχωστο"
«Όταν πια κηρύχθηκε ανακωχή, εγώ κι ο Αντρέας κόψαμε δύο εισιτήρια, με ένα καράβι που θα έφευγε το βράδυ της 13ης Αυγούστου για Πειραιά. Στο καράβι ήμουν κουλουριασμένη σε μια κουκέτα και έκανα συνέχεια εμμετό. Είχα μέρες να φάω και είχα μείνει 45 κιλά. Άκουγα τραυματισμένους να φωνάζουν από τον πόνο, είδα κοπέλες που τις είχαν βιάσει οι Τούρκοι και οι δικοί τους τις έπαιρναν μακριά. Όλο το καράβι μύριζε θάνατο και δυστυχία. Τότε άκουσα κάποιον να λέει πως οι Τούρκοι πιάσανε την Αμμόχωστο. Πάγωσα γιατί δεν ήξερα τι είχε συμβεί στην οικογένειά μου. Όταν αποχαιρετούσα τους γονείς μου, τους υποσχέθηκα πως θα ξαναγυρνούσα. Τελικά μετά από μέρες έλαβα ένα τηλεγράφημα από την αδερφή μου, που μου έγραφε πως όλοι είναι καλά και πως μένουν σε ένα καταυλισμό προσφύγων στη Δερύνεια».
«Όταν πια κηρύχθηκε ανακωχή, εγώ κι ο Αντρέας κόψαμε δύο εισιτήρια, με ένα καράβι που θα έφευγε το βράδυ της 13ης Αυγούστου για Πειραιά. Στο καράβι ήμουν κουλουριασμένη σε μια κουκέτα και έκανα συνέχεια εμμετό. Είχα μέρες να φάω και είχα μείνει 45 κιλά. Άκουγα τραυματισμένους να φωνάζουν από τον πόνο, είδα κοπέλες που τις είχαν βιάσει οι Τούρκοι και οι δικοί τους τις έπαιρναν μακριά. Όλο το καράβι μύριζε θάνατο και δυστυχία. Τότε άκουσα κάποιον να λέει πως οι Τούρκοι πιάσανε την Αμμόχωστο. Πάγωσα γιατί δεν ήξερα τι είχε συμβεί στην οικογένειά μου. Όταν αποχαιρετούσα τους γονείς μου, τους υποσχέθηκα πως θα ξαναγυρνούσα. Τελικά μετά από μέρες έλαβα ένα τηλεγράφημα από την αδερφή μου, που μου έγραφε πως όλοι είναι καλά και πως μένουν σε ένα καταυλισμό προσφύγων στη Δερύνεια».
"Για μήνες ξυπνούσα τα βράδια ιδρωμένη ακούγοντας τα αεροπλάνα από το γειτονικό στρατόπεδο και ούρλιαζα... ζητώντας βοήθεια"
«Στην Ελλάδα, μείναμε αρχικά σε μια περιοχή κοντά στην Τανάγρα. Για μήνες ξυπνούσα τα βράδια ιδρωμένη ακούγοντας τα αεροπλάνα από το γειτονικό στρατόπεδο και ούρλιαζα... ζητώντας βοήθεια. Έρχονται οι Τούρκοι τους φώναζα κι η πεθερά μου προσπαθούσε να με καθησυχάσει πως τώρα πια είμαι στην Ελλάδα και πως δεν υπάρχουν Τούρκοι εκεί».
«Στην Ελλάδα, μείναμε αρχικά σε μια περιοχή κοντά στην Τανάγρα. Για μήνες ξυπνούσα τα βράδια ιδρωμένη ακούγοντας τα αεροπλάνα από το γειτονικό στρατόπεδο και ούρλιαζα... ζητώντας βοήθεια. Έρχονται οι Τούρκοι τους φώναζα κι η πεθερά μου προσπαθούσε να με καθησυχάσει πως τώρα πια είμαι στην Ελλάδα και πως δεν υπάρχουν Τούρκοι εκεί».
Η Χριστίνα και ο Αντρέας γύρισαν στην Κύπρο μετά από χρόνια παντρεμένοι με τα παιδιά τους. Τίποτα όμως δεν ήταν πια το ίδιο. Πρόσωπα γνωστά χωμένα στην καθημερινότητά τους, με το ρολόι της ψυχής τους όμως σταματημένο σε εκείνο το ζεστό πρωινό της 20ης Ιουλίου.
«Εκείνο το καλοκαίρι χάσαμε τα πάντα. Το σπίτι μας, τους φίλους μας, τη γη που μας γέννησε. Το πιο σκληρό απ’ όλα όμως είναι ότι χάσαμε τη νιότη μας, την ανεμελιά των 18 μας χρόνων. Τα όνειρά μας, έγιναν εφιάλτης από τον οποίο δεν ξυπνήσαμε ποτέ. Μεγαλώσαμε απότομα, κι όλα αυτά μέσα σε ένα καλοκαίρι, το καλοκαίρι που πιστεύαμε πως θα ήταν το ωραιότερο της ζωής μας».
Η Χριστίνα μόλις στα 18 της χρόνια, έζησε και ένιωσε το θάνατο με όλες της τις αισθήσεις. Τον είδε, τον άκουσε, τον μύρισε, τον... σκέπασε με μια κουβέρτα. Πόσο ανέμελη μπορεί να είναι η ζωή μετά απ’ αυτό...