«Η κοινωνία μας είναι σχιζοφρενική» και ο … Ρίκκος Μάππουρος βουλευτής
12:33 - 24 Ιανουαρίου 2016
Απρόβλεπτη είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Καίσαρα Μαυράτσα, η κυπριακή κοινωνία. Σημειώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε στην πρωτόγνωρη οικονομική κρίση και ειδικά στο κούρεμα που της επεβλήθη, τον εξέπληξε θετικά. Δεν αποκλείει, μάλιστα, το ενδεχόμενο, αν και ανώριμος, ανέτοιμος και εν πολλοίς ρατσιστής, ο μέσος Κύπριος, στο τέλος της ημέρας, να λειτουργήσει συναινετικά και να στηρίξει μια ενδεχόμενη ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού. Πάντως, στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, αναμένει ότι η «κοινωνία των χώρκατων» θα ακολουθήσει την πεπατημένη.
Ο Καίσαρας Μαυράτσας είναι ο συγγραφέας της μελέτης «Η Κοινωνία των Χώρκατων», όπου μέσα από τις 107 σελίδες της, χωρίς αναστολές και ωραιοποιήσεις, κατάφερε να σκιαγραφήσει με τρόπο παραστατικό και συνάμα ωμό την κυπριακή κοινωνία του 21ου αιώνα, με τις κλασικές της φιγούρες, τις αξίες, τα πιστεύω και τα… ιδανικά της. Μετά από τέσσερα χρόνια από την κυκλοφορία του εν λόγω βιβλίου, ο κοινωνιολόγος απαντά στο «πώς αντιδρά και πώς τοποθετείται η κοινωνία των χώρκατων απέναντι στις τελευταίες εξελίξεις και στη νέα τάξη πραγμάτων». Ο καθηγητής δεν κρύβει την έκπληξή του για το γεγονός ότι ο μέσος Κύπριος, όπως τον γνωρίσαμε μέσα από την καθ’ υπερβολή φιγούρα του Ρίκκου Μάππουρου, αντιμετώπισε την οικονομική κρίση με αξιοπρόσεκτη ψυχραιμία και στωικότητα: «Ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαμε ακραία κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές, στην Κύπρο η αντίδραση ήταν συγκρατημένη, έως ανύπαρκτη. Ομολογώ ότι η συμπεριφορά αυτή, με δεδομένη τη χωρκατοσύνη του Κυπραίου, με εξέπληξε. Σ’ αντίθεση με το τι είδαμε στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία, εμείς δεν βγήκαμε καν στους δρόμους, δεν ρίξαμε ούτε μια πέτρα».
-Πώς εξηγείτε αυτή τη συμπεριφορά;
Στην Κύπρο υιοθετήσαμε μια μορφή κορπορατισμού, μια τακτική συνεργασίας των κοινωνικών τάξεων με στόχο τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Αντί πόλωση και ρήξη, έχουμε συναίνεση. Επιδιώκουμε λύσεις που βολεύουν όλους, ή τουλάχιστον τους περισσότερους.
-Όλος αυτός ο θυμός τι έγινε, πού διοχετεύτηκε, πώς εκτονώθηκε;
Αρκετοί κλείστηκαν στον εαυτό τους. Τα ποσοστά κατάθλιψης ανέβηκαν. Είχαμε αύξηση των αυτοκτονιών. Όμως ο θυμός δεν εξωτερικεύτηκε.
-Ως κοινωνιολόγος, ποια ερμηνεία δίνετε στη στάση αυτή;
Αν κοιτάξεις τον χάρτη, θα δεις ότι δίπλα μας μαίνεται πόλεμος, παιδιά υποσιτίζονται, κόσμος πεθαίνει, πνίγεται στη θάλασσα. Εμείς περάσαμε δύο παγκόσμιους πολέμους και ουσιαστικά δεν καταλάβαμε τίποτε. Ίσως φανήκαμε τυχεροί. Διερωτώμαι, ωστόσο, αν αυτό οφείλεται στην καλή μας τύχη ή στο έμφυτο ένστικτο του συμβιβασμού που μας χαρακτηρίζει.
-Μήπως με τον συμβιβασμό αυτό κάνουμε ένα βήμα πίσω, για να επανέλθουμε αύριο στη θέση που ήμασταν χθες;
Αυτό το φοβάμαι. Παρατηρώ ένα χάσμα μεταξύ αυτών που η κυβέρνηση υπόσχεται και αυτών που κάνει. Υπόσχεται εκσυγχρονισμό των θεσμών και της κοινωνίας, αξιοκρατία, αλλαγή, αλλά στην πράξη κάνει ακριβώς το αντίθετο. Για παράδειγμα, πού κατέληξε όλη αυτή η παραφιλολογία για τους «άριστους των αρίστων»; Στον διορισμό φίλων, κουμπάρων και γνωστών! Ουσιαστικές αλλαγές νοοτροπίας δεν είχαμε. Άρα είναι πολύ πιθανόν, όταν αύριο βγούμε από το Μνημόνιο, το κράτος ν’ αρχίσει και πάλι να πετά χρήματα δεξιά κι αριστερά. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, αλλά συμφωνώ με την άποψη ότι αν δεν υπήρχε η Τρόικα έπρεπε να την επινοήσουμε. Το κράτος μας χρειάζεται επειγόντως εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό. Για παράδειγμα, δεν γίνεται να σπαταλούμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε ή έχουμε. Δεν γίνεται να δανειζόμαστε συνέχεια για να ικανοποιούμε δεσμεύσεις και υποσχέσεις.
-Η παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει αλλάξει την καθημερινή μας συμπεριφορά;
Όχι σε καθοριστικό βαθμό. Πέρα από τους ανθρώπους που ήταν ψυχολογικά ευάλωτοι και που οδηγήθηκαν σε σοβαρές μορφές κατάθλιψης, οι υπόλοιποι δεν φαίνεται να αλλάξαμε αισθητά τις συνήθειές μας. Σίγουρα μάθαμε να ζούμε με λιγότερα ή και ελάχιστα χρήματα, όμως αυτό είναι ένα μάθημα που εύκολα θα ξεχαστεί όταν θα έρθουν οι καλύτερες μέρες. Όταν δηλαδή κλείσει το παράθυρο της κρίσης, πολύ φοβούμαι ότι θα επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση και στον αλόγιστο τρόπο ζωής που συνηθίσαμε να κάνουμε πριν από την κρίση.
Ανέτοιμοι και ανώριμοι, αλλά ικανοί για την έκπληξη
-Και μέσα σ’ αυτή τη χρονίζουσα κρίση, εμφανίζεται η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Σαν έτοιμοι από καιρό ή μήπως για άλλη μια φορά οι εξελίξεις θα μας προσπεράσουν;
Θα το πω απλά. Δεν είμαστε ούτε ώριμοι ούτε έτοιμοι για λύση. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η συγκυρία και το κλίμα είναι το καλύτερο που είχαμε τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Ως ελληνοκυπριακή κοινωνία δεν νομίζω ότι έχουμε αποδεχθεί την ιδέα της ομοσπονδίας ή την ιδέα της πολιτικής ισότητας με τους Τουρκοκύπριους. Έχω την εντύπωση ότι ο περισσότερος κόσμος δεν έχει συμφιλιωθεί με βασικές αρχές που θα διέπουν τη λύση και τη λειτουργία του ομοσπονδιακού κράτους. Αυτό επαναφέρει το εφιαλτικό σενάριο να ξαναζήσουμε τα όσα ακολούθησαν τις συμφωνίες του 1960. Δεν είμαι σίγουρος αν τελικά θα φθάσουμε σε δημοψηφίσματα, πολύ δε περισσότερο αν σε μια τέτοια περίπτωση οι δύο κοινότητες θα είναι θετικές. Πολύ φοβούμαι ότι το ενδεχόμενο και οι δύο κοινότητες να απορρίψουν το σχέδιο είναι ορατό.
-Τι σας κάνει επιφυλακτικό;
Ειλικρινά θέλω να ελπίζω ότι τα γεγονότα και οι εξελίξεις στην περιοχή θα μας κάνουν λίγο σοφότερους, πιο λογικούς, ικανούς ν’ αποδεχτούμε μια συμβιβαστική λύση. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι, παρά το θετικό κλίμα, υπάρχει μια μερίδα του κόσμου, των κομμάτων και των ΜΜΕ που είναι μονίμως αρνητικοί. Ο μέσος Ελληνοκύπριος συνήθισε να βλέπει τους Τουρκοκύπριους μέσα από το πρίσμα του ελληνικού εθνικισμού, τους θεωρεί υποδεέστερους, απολίτιστους, βάρβαρους. Στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μερίδα του κόσμου δεν ανέχεται τους Τουρκοκύπριους, δεν θέλει να συνεργαστεί ούτε να έχει φιλίες μαζί τους. Είναι μια νοοτροπία που καλλιεργήθηκε μέσα στα σχολεία, στην κοινωνική και πολιτική μας φρασεολογία. Αυτό είναι ρατσισμός.
-Μέχρι πού μπορεί να φθάσει αυτός ο ρατσισμός;
Το γεγονός ότι από την ημέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα δεν είχαμε σοβαρά επεισόδια, δημιουργεί σοβαρές ελπίδες ότι στο τέλος ίσως καταφέρουμε και συνεργαστούμε με τους Τουρκοκύπριους. Αυτό όμως πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη. Ένα είναι να υπογράφεις μια λύση και άλλο να την εφαρμόζεις. Το 1960 υπογράψαμε μια λύση και σχεδόν ταυτόχρονα αρχίσαμε να την υπονομεύουμε. Απαντώντας λοιπόν στο ερώτημά σας, δεν αποκλείω ο μέσος Κύπριος, παρ’ όλο τον ρατσισμό που τον χαρακτηρίζει, και πάλι να μας εκπλήξει ευχάριστα. Κοιτάζοντας τη μεγάλη εικόνα, εκτιμώ ότι τελικά δεν είμαστε τόσο αποτυχημένη κοινωνία όπως νόμιζα κάποτε. Αν συγκρίνεις δηλαδή την Κύπρο με τη γειτονική Συρία, εμείς είμαστε πολύ πιο ώριμοι. Ίσως ο μέσος Κύπριος λειτουργήσει για άλλη μια φορά συναινετικά, επιδιώκοντας γέφυρες επικοινωνίας. Ο «χώρκατος» μπορεί να αρέσκεται στις φωνές, όμως συνήθως περιορίζεται σ’ αυτές. Μ’ άλλα λόγια, είναι σαν τον σhιύλλον που λάσσει. Και αυτό βεβαίως είναι κατ’ εμένα θετικό χαρακτηριστικό. Επιπρόσθετα, είναι αλήθεια ότι οι Κύπριοι δεν κάνουμε πολέμους. Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της Κύπρου, θα διαπιστώσουμε ότι μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαμε μεγάλους και καταστροφικούς πολέμους. Ενώ άλλες χώρες, κάθε λίγο και λιγάκι, αλληλοσκοτώνονται, κάνουν εμφύλιους, γενοκτονίες, εμείς είμαστε συγκαταβατικοί. Ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος, τον οποίο μπορώ να θυμηθώ, ανάγεται στην εποχή του Ευαγόρα. Το ότι για αιώνες ζούσαμε κάτω από διάφορους κατακτητές και καθεστώτα, μας δημιούργησε ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης και συγκαταβατικότητας. Επαναλαμβάνω, δεν είμαστε η κοινωνία της ρήξης. Ωστόσο, ταυτόχρονα, οφείλω να σημειώσω ότι είμαστε μια κοινωνία σχιζοφρενική, εκεί που δημιουργείται η εντύπωση ελπίδας, έρχεται κάτι, ένα γεγονός, μια συμπεριφορά που τ’ ανατρέπει όλα.
Ο Ρίκκος Μάππουρος… βουλευτής
-Τα κριτήρια με τα οποία ο μέσος Κύπριος επιλέγει κόμμα ή βουλευτές έχουν αλλάξει;
Με εξαίρεση την αύξηση της αποχής, δεν έχουν επέλθει οποιεσδήποτε ουσιαστικές αλλαγές στο εκλογικό γίγνεσθαι και στον κομματικό χάρτη ευρύτερα. Ενώ σε άλλες χώρες είδαμε κόμματα να καταρρέουν ένεκα της κρίσης, εδώ δεν άλλαξε τίποτε. Αντίθετα, τα κόμματα ενισχύουν τον συντηρητισμό τους, ενώ τα νέα πρόσωπα που έρχονται στο προσκήνιο ουσιαστικά μιμούνται τους προηγούμενους. Δεν έχουν νέες ιδέες, δεν τολμούν να προχωρήσουν σε ρήξεις.
-Γιατί να αλλάξουν τα κόμματα από τη στιγμή που ο ψηφοφόρος τα ενισχύει με την ψήφο του;
Η αλήθεια είναι ότι στην Κύπρο έχουμε ένα πελατειακό σύστημα, με τον μέσο πολίτη να ψηφίζει αυτόν που θα του υποσχεθεί δουλειά, που θα του κανονίσει τον γιο του στον στρατό, που θα του κάνει τη μια ή την άλλη χάρη. Ο Κύπριος εξακολουθεί να ψηφίζει με τα κριτήρια του παρελθόντος, με την οικογενειακή παράδοση να παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του. Δυστυχώς, την ίδια λογική αντιγράφουν και οι νέοι πολίτες. Για παράδειγμα, βλέπω να έρχονται στο Πανεπιστήμιο νεαρά παιδιά που αντί να είναι ανοικτά στον διάλογο και στην αμφισβήτηση, είναι φανατισμένα σε βαθμό που δεν ακούνε τίποτε. Αντιγράφουν τους παλαιότερους και με τον τρόπο τους συντηρούν το κατεστημένο. Και υπό αυτή την έννοια, τα κόμματα, ναι, δεν νιώθουν την πίεση και την ανάγκη για ριζικές αλλαγές.
-Άρα τα πράγματα παραμένουν ως έχουν…
Δυστυχώς ναι. Σίγουρα αρκετοί είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την ανάγκη για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, αλλά από την ιδέα μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και να μην ξεχνούμε επίσης ότι τα καλύτερα παιδιά μας, τα πιο ικανά, τα πιο μορφωμένα, εγκαταλείπουν τον τόπο απογοητευμένα από την κατάσταση που επικρατεί. Κατά τ’ άλλα, συνεχίζουμε την ανακύκλωση των ίδιων προσώπων και των ίδιων φαιδρών συμπεριφορών.
-Να υποθέσω ότι με την τελευταία επισήμανση αναφέρεστε στα «αμπελοπούλια», τους «φωτογράφους» και τους «κουρσάρους της ασφάλτου»;
Προφανώς! Το γεγονός και μόνο ότι εδώ και τόσο καιρό συζητούμε αυτά τα θέματα, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την ύπαρξη και συντήρηση της κοινωνίας των χώρκατων. Αντί να συζητούμε τα τόσα πολλά και σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος και το κράτος, εμείς ασχολούμαστε με γελοιότητες. Αυτό έχει να κάνει και με το επίπεδο της πολιτικής και των πολιτικών μας. Η μεγαλύτερη, μάλιστα, αντίφαση παρατηρείται στον ΔΗΣΥ. Το κόμμα το οποίο περηφανεύεται ότι είναι το πλέον ευρωπαϊκό, έχει τους πιο ομοφοβικούς, τους πιο θρησκόληπτους βουλευτές. Ειδικά η περίπτωση Χαμπουλλά, ο οποίος παρεμπιπτόντως θεωρώ ότι θα έρθει πρώτος σε σταυρούς προτίμησης στην Αμμόχωστο, είναι μια textbook case, μια κλασική περίπτωση λαϊκισμού. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, κανένα σοβαρό κόμμα δεν θα επέτρεπε σ’ έναν βουλευτή με παρόμοιες απόψεις να διεκδικήσει βουλευτικό αξίωμα μέσα από το κομματικό του ψηφοδέλτιο.
-Τελικά, αν ο Ρίκκος Μάππουρος, όπως τον γνωρίσαμε στο «Βουράτε γειτόνοι» και όπως τον σκιαγραφήσατε στην «Κοινωνία των Χώρκατων», υποβάλει υποψηφιότητα, έχει πιθανότητες εκλογής;
Σίγουρα!
-Πώς εξηγείτε αυτή τη συμπεριφορά;
Στην Κύπρο υιοθετήσαμε μια μορφή κορπορατισμού, μια τακτική συνεργασίας των κοινωνικών τάξεων με στόχο τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Αντί πόλωση και ρήξη, έχουμε συναίνεση. Επιδιώκουμε λύσεις που βολεύουν όλους, ή τουλάχιστον τους περισσότερους.
-Όλος αυτός ο θυμός τι έγινε, πού διοχετεύτηκε, πώς εκτονώθηκε;
Αρκετοί κλείστηκαν στον εαυτό τους. Τα ποσοστά κατάθλιψης ανέβηκαν. Είχαμε αύξηση των αυτοκτονιών. Όμως ο θυμός δεν εξωτερικεύτηκε.
-Ως κοινωνιολόγος, ποια ερμηνεία δίνετε στη στάση αυτή;
Αν κοιτάξεις τον χάρτη, θα δεις ότι δίπλα μας μαίνεται πόλεμος, παιδιά υποσιτίζονται, κόσμος πεθαίνει, πνίγεται στη θάλασσα. Εμείς περάσαμε δύο παγκόσμιους πολέμους και ουσιαστικά δεν καταλάβαμε τίποτε. Ίσως φανήκαμε τυχεροί. Διερωτώμαι, ωστόσο, αν αυτό οφείλεται στην καλή μας τύχη ή στο έμφυτο ένστικτο του συμβιβασμού που μας χαρακτηρίζει.
-Μήπως με τον συμβιβασμό αυτό κάνουμε ένα βήμα πίσω, για να επανέλθουμε αύριο στη θέση που ήμασταν χθες;
Αυτό το φοβάμαι. Παρατηρώ ένα χάσμα μεταξύ αυτών που η κυβέρνηση υπόσχεται και αυτών που κάνει. Υπόσχεται εκσυγχρονισμό των θεσμών και της κοινωνίας, αξιοκρατία, αλλαγή, αλλά στην πράξη κάνει ακριβώς το αντίθετο. Για παράδειγμα, πού κατέληξε όλη αυτή η παραφιλολογία για τους «άριστους των αρίστων»; Στον διορισμό φίλων, κουμπάρων και γνωστών! Ουσιαστικές αλλαγές νοοτροπίας δεν είχαμε. Άρα είναι πολύ πιθανόν, όταν αύριο βγούμε από το Μνημόνιο, το κράτος ν’ αρχίσει και πάλι να πετά χρήματα δεξιά κι αριστερά. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, αλλά συμφωνώ με την άποψη ότι αν δεν υπήρχε η Τρόικα έπρεπε να την επινοήσουμε. Το κράτος μας χρειάζεται επειγόντως εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό. Για παράδειγμα, δεν γίνεται να σπαταλούμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε ή έχουμε. Δεν γίνεται να δανειζόμαστε συνέχεια για να ικανοποιούμε δεσμεύσεις και υποσχέσεις.
-Η παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει αλλάξει την καθημερινή μας συμπεριφορά;
Όχι σε καθοριστικό βαθμό. Πέρα από τους ανθρώπους που ήταν ψυχολογικά ευάλωτοι και που οδηγήθηκαν σε σοβαρές μορφές κατάθλιψης, οι υπόλοιποι δεν φαίνεται να αλλάξαμε αισθητά τις συνήθειές μας. Σίγουρα μάθαμε να ζούμε με λιγότερα ή και ελάχιστα χρήματα, όμως αυτό είναι ένα μάθημα που εύκολα θα ξεχαστεί όταν θα έρθουν οι καλύτερες μέρες. Όταν δηλαδή κλείσει το παράθυρο της κρίσης, πολύ φοβούμαι ότι θα επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση και στον αλόγιστο τρόπο ζωής που συνηθίσαμε να κάνουμε πριν από την κρίση.
Ανέτοιμοι και ανώριμοι, αλλά ικανοί για την έκπληξη
-Και μέσα σ’ αυτή τη χρονίζουσα κρίση, εμφανίζεται η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Σαν έτοιμοι από καιρό ή μήπως για άλλη μια φορά οι εξελίξεις θα μας προσπεράσουν;
Θα το πω απλά. Δεν είμαστε ούτε ώριμοι ούτε έτοιμοι για λύση. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η συγκυρία και το κλίμα είναι το καλύτερο που είχαμε τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Ως ελληνοκυπριακή κοινωνία δεν νομίζω ότι έχουμε αποδεχθεί την ιδέα της ομοσπονδίας ή την ιδέα της πολιτικής ισότητας με τους Τουρκοκύπριους. Έχω την εντύπωση ότι ο περισσότερος κόσμος δεν έχει συμφιλιωθεί με βασικές αρχές που θα διέπουν τη λύση και τη λειτουργία του ομοσπονδιακού κράτους. Αυτό επαναφέρει το εφιαλτικό σενάριο να ξαναζήσουμε τα όσα ακολούθησαν τις συμφωνίες του 1960. Δεν είμαι σίγουρος αν τελικά θα φθάσουμε σε δημοψηφίσματα, πολύ δε περισσότερο αν σε μια τέτοια περίπτωση οι δύο κοινότητες θα είναι θετικές. Πολύ φοβούμαι ότι το ενδεχόμενο και οι δύο κοινότητες να απορρίψουν το σχέδιο είναι ορατό.
-Τι σας κάνει επιφυλακτικό;
Ειλικρινά θέλω να ελπίζω ότι τα γεγονότα και οι εξελίξεις στην περιοχή θα μας κάνουν λίγο σοφότερους, πιο λογικούς, ικανούς ν’ αποδεχτούμε μια συμβιβαστική λύση. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι, παρά το θετικό κλίμα, υπάρχει μια μερίδα του κόσμου, των κομμάτων και των ΜΜΕ που είναι μονίμως αρνητικοί. Ο μέσος Ελληνοκύπριος συνήθισε να βλέπει τους Τουρκοκύπριους μέσα από το πρίσμα του ελληνικού εθνικισμού, τους θεωρεί υποδεέστερους, απολίτιστους, βάρβαρους. Στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μερίδα του κόσμου δεν ανέχεται τους Τουρκοκύπριους, δεν θέλει να συνεργαστεί ούτε να έχει φιλίες μαζί τους. Είναι μια νοοτροπία που καλλιεργήθηκε μέσα στα σχολεία, στην κοινωνική και πολιτική μας φρασεολογία. Αυτό είναι ρατσισμός.
-Μέχρι πού μπορεί να φθάσει αυτός ο ρατσισμός;
Το γεγονός ότι από την ημέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα δεν είχαμε σοβαρά επεισόδια, δημιουργεί σοβαρές ελπίδες ότι στο τέλος ίσως καταφέρουμε και συνεργαστούμε με τους Τουρκοκύπριους. Αυτό όμως πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη. Ένα είναι να υπογράφεις μια λύση και άλλο να την εφαρμόζεις. Το 1960 υπογράψαμε μια λύση και σχεδόν ταυτόχρονα αρχίσαμε να την υπονομεύουμε. Απαντώντας λοιπόν στο ερώτημά σας, δεν αποκλείω ο μέσος Κύπριος, παρ’ όλο τον ρατσισμό που τον χαρακτηρίζει, και πάλι να μας εκπλήξει ευχάριστα. Κοιτάζοντας τη μεγάλη εικόνα, εκτιμώ ότι τελικά δεν είμαστε τόσο αποτυχημένη κοινωνία όπως νόμιζα κάποτε. Αν συγκρίνεις δηλαδή την Κύπρο με τη γειτονική Συρία, εμείς είμαστε πολύ πιο ώριμοι. Ίσως ο μέσος Κύπριος λειτουργήσει για άλλη μια φορά συναινετικά, επιδιώκοντας γέφυρες επικοινωνίας. Ο «χώρκατος» μπορεί να αρέσκεται στις φωνές, όμως συνήθως περιορίζεται σ’ αυτές. Μ’ άλλα λόγια, είναι σαν τον σhιύλλον που λάσσει. Και αυτό βεβαίως είναι κατ’ εμένα θετικό χαρακτηριστικό. Επιπρόσθετα, είναι αλήθεια ότι οι Κύπριοι δεν κάνουμε πολέμους. Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της Κύπρου, θα διαπιστώσουμε ότι μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαμε μεγάλους και καταστροφικούς πολέμους. Ενώ άλλες χώρες, κάθε λίγο και λιγάκι, αλληλοσκοτώνονται, κάνουν εμφύλιους, γενοκτονίες, εμείς είμαστε συγκαταβατικοί. Ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος, τον οποίο μπορώ να θυμηθώ, ανάγεται στην εποχή του Ευαγόρα. Το ότι για αιώνες ζούσαμε κάτω από διάφορους κατακτητές και καθεστώτα, μας δημιούργησε ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης και συγκαταβατικότητας. Επαναλαμβάνω, δεν είμαστε η κοινωνία της ρήξης. Ωστόσο, ταυτόχρονα, οφείλω να σημειώσω ότι είμαστε μια κοινωνία σχιζοφρενική, εκεί που δημιουργείται η εντύπωση ελπίδας, έρχεται κάτι, ένα γεγονός, μια συμπεριφορά που τ’ ανατρέπει όλα.
Ο Ρίκκος Μάππουρος… βουλευτής
-Τα κριτήρια με τα οποία ο μέσος Κύπριος επιλέγει κόμμα ή βουλευτές έχουν αλλάξει;
Με εξαίρεση την αύξηση της αποχής, δεν έχουν επέλθει οποιεσδήποτε ουσιαστικές αλλαγές στο εκλογικό γίγνεσθαι και στον κομματικό χάρτη ευρύτερα. Ενώ σε άλλες χώρες είδαμε κόμματα να καταρρέουν ένεκα της κρίσης, εδώ δεν άλλαξε τίποτε. Αντίθετα, τα κόμματα ενισχύουν τον συντηρητισμό τους, ενώ τα νέα πρόσωπα που έρχονται στο προσκήνιο ουσιαστικά μιμούνται τους προηγούμενους. Δεν έχουν νέες ιδέες, δεν τολμούν να προχωρήσουν σε ρήξεις.
-Γιατί να αλλάξουν τα κόμματα από τη στιγμή που ο ψηφοφόρος τα ενισχύει με την ψήφο του;
Η αλήθεια είναι ότι στην Κύπρο έχουμε ένα πελατειακό σύστημα, με τον μέσο πολίτη να ψηφίζει αυτόν που θα του υποσχεθεί δουλειά, που θα του κανονίσει τον γιο του στον στρατό, που θα του κάνει τη μια ή την άλλη χάρη. Ο Κύπριος εξακολουθεί να ψηφίζει με τα κριτήρια του παρελθόντος, με την οικογενειακή παράδοση να παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του. Δυστυχώς, την ίδια λογική αντιγράφουν και οι νέοι πολίτες. Για παράδειγμα, βλέπω να έρχονται στο Πανεπιστήμιο νεαρά παιδιά που αντί να είναι ανοικτά στον διάλογο και στην αμφισβήτηση, είναι φανατισμένα σε βαθμό που δεν ακούνε τίποτε. Αντιγράφουν τους παλαιότερους και με τον τρόπο τους συντηρούν το κατεστημένο. Και υπό αυτή την έννοια, τα κόμματα, ναι, δεν νιώθουν την πίεση και την ανάγκη για ριζικές αλλαγές.
-Άρα τα πράγματα παραμένουν ως έχουν…
Δυστυχώς ναι. Σίγουρα αρκετοί είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την ανάγκη για ριζικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, αλλά από την ιδέα μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και να μην ξεχνούμε επίσης ότι τα καλύτερα παιδιά μας, τα πιο ικανά, τα πιο μορφωμένα, εγκαταλείπουν τον τόπο απογοητευμένα από την κατάσταση που επικρατεί. Κατά τ’ άλλα, συνεχίζουμε την ανακύκλωση των ίδιων προσώπων και των ίδιων φαιδρών συμπεριφορών.
-Να υποθέσω ότι με την τελευταία επισήμανση αναφέρεστε στα «αμπελοπούλια», τους «φωτογράφους» και τους «κουρσάρους της ασφάλτου»;
Προφανώς! Το γεγονός και μόνο ότι εδώ και τόσο καιρό συζητούμε αυτά τα θέματα, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την ύπαρξη και συντήρηση της κοινωνίας των χώρκατων. Αντί να συζητούμε τα τόσα πολλά και σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος και το κράτος, εμείς ασχολούμαστε με γελοιότητες. Αυτό έχει να κάνει και με το επίπεδο της πολιτικής και των πολιτικών μας. Η μεγαλύτερη, μάλιστα, αντίφαση παρατηρείται στον ΔΗΣΥ. Το κόμμα το οποίο περηφανεύεται ότι είναι το πλέον ευρωπαϊκό, έχει τους πιο ομοφοβικούς, τους πιο θρησκόληπτους βουλευτές. Ειδικά η περίπτωση Χαμπουλλά, ο οποίος παρεμπιπτόντως θεωρώ ότι θα έρθει πρώτος σε σταυρούς προτίμησης στην Αμμόχωστο, είναι μια textbook case, μια κλασική περίπτωση λαϊκισμού. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, κανένα σοβαρό κόμμα δεν θα επέτρεπε σ’ έναν βουλευτή με παρόμοιες απόψεις να διεκδικήσει βουλευτικό αξίωμα μέσα από το κομματικό του ψηφοδέλτιο.
-Τελικά, αν ο Ρίκκος Μάππουρος, όπως τον γνωρίσαμε στο «Βουράτε γειτόνοι» και όπως τον σκιαγραφήσατε στην «Κοινωνία των Χώρκατων», υποβάλει υποψηφιότητα, έχει πιθανότητες εκλογής;
Σίγουρα!
Του Γιώργου Παυλίδη