Πίσω στο Συριανοχώρι, που έγινε "Yayla"
10:01 - 07 Δεκεμβρίου 2015
Ήταν ένα ραντεβού που δώσαμε από πέρσι, γεμάτοι συγκίνηση γι’αυτό το οποίο είχαμε ζήσει και θέλαμε να επαναλάβουμε, ακόμα και κάτω υπό όρους… Ένα χρόνο μετά απ’ εκείνη την ιστορική συνάντηση στο κατεχόμενο Συριανοχώρι της Μόρφου, όπου οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου χτύπησαν ξανά 40 χρόνια μετά τον πόλεμο, δεκάδες πρόσφυγες του χωριού, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους ανταμώσαμε ξανά σ’ εκείνο το χωριό, που κάποτε έσφυζε από ζωή.
Η εκκλησία, μικρή για να χωρέσει όλους μας. Δίπλα μου, μια γυναίκα με ρώτησε τίνος εγγόνι είμαι. Μακάρι να ήταν εδώ ο Κλεάνθης και η Ευαγγελία μου σκέφτηκα, σίγουρα θα τους ήξερε. Λίγο αργότερα άκουσα να τους μνημονεύουν και ανατρίχιασα σύγκορμη. Βγαίνοντας έξω τα μάτια καρφώθηκαν ξανά «σ’ εκείνο» το μικρό σπίτι… Το πατρικό της μητέρας μου. Άφησαν τα πάντα μέσα. Φωτογραφίες, ενθύμια, κοσμήματα και έφυγαν βυθισμένοι στο πένθος για το παιδί που έχασαν στο πραξικόπημα, χωρίς να τους περάσει από το μυαλό ότι δε θα ξαναγύριζαν ποτέ.
«Το σπίτι ακριβώς απέναντι από την εκκλησία είναι το δικό μας», μου λέει η μητέρα μου, σαν να είναι η πρώτη φορά. Κι ας ξέρει πως μου το’ χει πει χιλιάδες φορές από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Χτυπήσαμε και φέτος την πόρτα… Η ίδια γυναίκα που μας άνοιξε και πέρσι, μας υποδέχτηκε με το ίδιο καλοσυνάτο χαμόγελο. Το μυαλό μου γύρισε για λίγο στο διάλογο που είχαμε στην κουζίνα μας λίγες ώρες πριν. «Είναι τεράστια ειρωνεία να φτιάχνεις γλυκό για να το πάρεις στη γυναίκα που μένει σπίτι σου», της είπα για να πάρω μια απάντηση, απ’ εκείνες που πάντα μ’ έκαναν να νιώθω περήφανη που είμαι κόρη της… «Να μη σκέφτεσαι ποτέ έτσι. Και κείνη αναγκάστηκε να φύγει απ’ το δικό της σπίτι. Πρόσφυγας σαν και μας είναι. Όπως κι αν ήρθαν τα πράγματα εμείς παραμένουμε Άνθρωποι». Το βλέμμα της Τουρκοκύπριας με επανέφερε. Δείχνει να συμπάσχει με την μητέρα μου που βλέπει και ξαναβλέπει το σπίτι βουρκωμένη. Η ίδια, όπως και η πλειονότητα των κατοίκων, έφυγαν από τη Γυαλιά της Πάφου. Γι’ αυτό και το Συριανοχώρι, σήμερα λέγεται “Yayla”.
«Εκεί υπήρχε μια καφέ πολυθρόνα που καθόταν πάντα ο παππούς σου. Δίπλα είχαμε μεγάλο κρεβάτι. Την κουζίνα μας την επέκτειναν. Τότε ήταν μια σταλιά. Και εκεί έξω η γιαγιά σου έκανε τα χαλούμια. Κάτω από το κλίμα που δεν υπάρχει πια…. Το έκοψαν μαζί με τις τριανταφυλλιές μου»…
Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες και φύγαμε. Μας περίμενε το «περβόλι μας». Αφού κάναμε αρκετούς κύκλους μέσα σε λασπωμένα χωράφια το βρήκαμε. «Εδώ μεγάλωσα μου είπε και άρχισε ξανά εκείνες τις διηγήσεις που πάντα μου έλεγε- αντί για παραμύθι. «Παίζαμε ανάμεσα στα δέντρα που κάποτε ήταν πελώρια και γεμάτα καρπούς. Εδώ κοιμόμασταν τα τελευταία βράδια πριν καταλάβουν οι Τούρκοι το χωριό. Λίγο πιο κάτω είχαμε τα ζώα μας» συνέχισε ενώ παράλληλα προσπαθούσε να κόψει μερικά πορτοκάλια, χωρίς άγχος αν την έβλεπαν οι «ιδιοκτήτες».
Είναι στιγμές που αδυνατώ να συλλάβω την τραγικότητα όλων όσων συνέβησαν. Μόνο όταν βιώσεις μια κατάσταση μπορείς να την αντιληφθείς σε όλο της το μεγαλείο.
Τελευταίος μας σταθμός η θάλασσα. Ούτε 5 λεπτά από το χωριό ξεπρόβαλε ένα υπέροχο θέαμα. Ο ήχος της, η μυρωδιά της, η αύρα της, δε μπορεί να συγκριθεί με τίποτα άλλο. Καθίσαμε πάνω στις πέτρες και βλέπαμε για ώρα τα κύματα που έσπαγαν το ένα πάνω στο άλλο. Θυμήθηκα ένα σωρό ιστορίες που μου’χε διηγηθεί για τη θάλασσα, μα, εκείνη δεν είπε καμία. Χαθήκαμε η καθεμιά στις σκέψεις της. Ήταν η ώρα της σιωπής…