«Αν δούμε τις δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ, διαφαίνεται πως οι θεσμοί νοσούν... Δεν προστατεύουν τα θύματα»
Άντρια Δημητρίου 06:00 - 07 Ιουλίου 2025

Μια 18χρονη που τόλμησε να μιλήσει και να καταγγείλει βιασμό από πολιτικό πρόσωπο. Μια απόφαση-καταπέλτης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) που φέρνει στο φως όσα η κοινωνία αρνείται να κοιτάξει κατάματα: τη σεξιστική προκατάληψη, τη δευτερογενή θυματοποίηση και τη βαθιά δυσπιστία απέναντι σε κάθε γυναίκα που τολμά να «σπάσει» τη σιωπή της.
Το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Πέμπτη την Κυπριακή Δημοκρατία, κρίνοντας ότι παραβίασε τις υποχρεώσεις της βάσει των Άρθρων 3 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ενώ για πρώτη φορά διαπιστώνεται και παραβίαση του Άρθρου 14, που αφορά τη διάκριση λόγω φύλου. Η απόφαση αφορά την αναστολή ποινικής δίωξης κατά πολιτικού προσώπου, έπειτα από απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος κατονομάζεται ρητά και φέρει την ευθύνη για επιλεκτική αξιολόγηση των στοιχείων, για υιοθέτηση σεξιστικών στερεοτύπων και για στάση που ενοχοποίησε το θύμα αντί να το προστατεύσει.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η νεαρή γυναίκα υπέστη δευτερογενή θυματοποίηση, κρίθηκε για τα συναισθήματά της, εκτέθηκε σε ηθικολογικά σχήματα και παρουσιάστηκε ως υπεύθυνη για όσα υπέστη.
Πρόκειται για τη δεύτερη καταδίκη της Κύπρου από το ΕΔΑΔ μέσα σε λίγους μήνες – μετά την υπόθεση της 19χρονης Βρετανίδας στην Αγία Νάπα. Γυναικείες οργανώσεις κάνουν λόγο για θεσμικό εκτροχιασμό και ζητούν απαντήσεις, παραιτήσεις και ουσιαστικό «ξήλωμα» του συστήματος που, αντί να προστατεύει, συντηρεί την αδικία.
Μιλώντας στον REPORTER, η Διευθύντρια του Μεσογειακού Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικού Φύλου, Σουζάνα Παύλου, ανέφερε πως «πρόκειται για τη δεύτερη καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ σχετικά με υπόθεση βιασμού. Η πρώτη εκδόθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, όπου κρίθηκε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραβίασε τα δικαιώματα της 19χρονης Βρετανίδας, θύματος ομαδικού βιασμού το 2019. Στην υπόθεση εκείνη παραβιάστηκαν τα Άρθρα 3 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης».
Στην περίπτωση όμως της 18χρονης, όπως σημειώνει η κ. Παύλου, «αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι διαπιστώθηκε παραβίαση και του Άρθρου 14, που αφορά τη διάκριση λόγω φύλου. Η πρώτη σκέψη ήταν πως και στην προηγούμενη απόφαση είχε τονιστεί ότι ο χειρισμός της υπόθεσης της 19χρονης βασίστηκε σε σεξιστικές και πατριαρχικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στην κοινωνία».
Επισήμανε πως «στην περίπτωση της 18χρονης, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αιτιολόγησε την απόφαση να μην προχωρήσει σε ποινική δίωξη και ήταν φανερό πως εκφράστηκαν σεξιστικές αντιλήψεις, όπως η ενοχοποίηση του θύματος και η επίρριψη ευθυνών. Είναι κλασικά παραδείγματα αυτής της ενοχοποίησης, που βασίζονται σε σεξιστικές αντιλήψεις για τον ρόλο των γυναικών και των αντρών στην κοινωνία, αλλά και συγκεκριμένα στις σχέσεις. Ουσιαστικά είπε ότι όταν ένα θύμα διατηρεί συναισθηματική ή ερωτική σχέση με τον θύτη, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υπήρξε βιασμός, άρα είναι αναξιόπιστο. Μόνος του, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε ότι η καταγγέλλουσα δεν είναι αξιόπιστη και για αυτόν τον λόγο δεν προχώρησε η υπόθεση».
Περαιτέρω, η κ. Παύλου εξήγησε πως «πολύ συχνά, ακόμη και τα ίδια τα δικαστήρια στις αποφάσεις τους, ιδίως σε υποθέσεις σεξουαλικής βίας, αμφισβητούν την αξιοπιστία της μαρτυρίας των θυμάτων» και επισήμανε πως «υπάρχει ατιμωρησία στον τόπο μας, και πλέον είναι ξεκάθαρο ότι το επιχείρημα του “δημοσίου συμφέροντος” εργαλειοποιείται για να μη φτάνουν τέτοιες υποθέσεις στο δικαστήριο, με σκοπό να προστατευτούν πολιτικά πρόσωπα ή άτομα σε θέσεις εξουσίας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Αχιλλέας Αιμιλιανίδης για την απόφαση καταπέλτη από ΕΔΑΔ: «Οπωσδήποτε εξαιρετικά προβληματική»
Διερωτήθηκε παράλληλα πώς ερμηνεύεται το δημόσιο συμφέρον και εξέφρασε τη θέση ότι αυτό «υπηρετείται όταν οι πολίτες και, στην προκειμένη περίπτωση, οι γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική βία, έχουν εμπιστοσύνη στο σύστημα δικαιοσύνης. Βλέπουμε ότι τα δικαιώματα των θυμάτων έμφυλης και σεξουαλικής βίας παραβιάζονται συστηματικά. Αυτό οδηγεί στο εύλογο αποτέλεσμα να μην επιθυμούν να προβούν σε καταγγελίες, να μην θέλουν να "σπάσουν" τη σιωπή τους, με τεράστιο ψυχοκοινωνικό κόστος για τις ίδιες».
«Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας εκπροσωπεί τη Νομική Υπηρεσία, έναν θεσμό. Όπως και οι αποφάσεις των δικαστηρίων, της Αστυνομίας και της Νομικής Υπηρεσίας συνολικά εκπροσωπούν το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. Αν δούμε συνολικά τις δύο αυτές αποφάσεις του ΕΔΑΔ, διαφαίνεται πως όλοι αυτοί οι θεσμοί νοσούν. Δεν προστατεύουν τα θύματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επισήμανε δε πως υπάρχουν και άλλες παρόμοιες υποθέσεις που βρίσκονται ενώπιον των αρχών αυτή τη στιγμή, και παρατηρούνται τα ίδια μοτίβα, ενώ τόνισε πως θα πρέπει οι αρμόδιοι να προβληματιστούν από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ και να προχωρήσουν σε μεταρρύθμιση του συστήματος, αφού, όπως είπε, «απαιτούνται αλλαγές σε πολλά επίπεδα. Πρέπει να υπάρχουν σαφή και υποχρεωτικά πρωτόκολλα εντός της Αστυνομίας για τον χειρισμό κάθε υπόθεσης σεξουαλικής βίας ή βιασμού. Πρέπει να διασφαλιστεί η εφαρμογή διεθνών προτύπων για τη διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων».
Σημείωσε πως «οι λειτουργοί που τις αναλαμβάνουν πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένοι, με θυματοκεντρική προσέγγιση, ευαισθητοποιημένοι σε θέματα ισότητας και απαλλαγμένοι από έμφυλα στερεότυπα. Διότι είναι φανερό πως προσεγγίζουν αυτές τις υποθέσεις μέσα από σεξιστικά φίλτρα, καταδικάζοντας εκ προοιμίου το θύμα. Οι προσωπικές τους αντιλήψεις επηρεάζουν καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν το κάθε περιστατικό».
Η κ. Παύλου αναφέρθηκε και στο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο είναι ξεκάθαρο και επαρκές, τονίζοντας πως το πρόβλημα εντοπίζεται στην εφαρμογή των νομικών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη η εκπαίδευση, η εφαρμογή πρωτοκόλλων καθώς και η ουσιαστική εποπτεία.
Επιπρόσθετα επισήμανε πως δεν υπάρχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης για θύματα σεξουαλικής βίας στην Κύπρο. Πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, ενδέχεται να παρουσιαστούν κενά στη μαρτυρία λόγω τραύματος και άγχους, καθώς καλούνται να επαναλάβουν την εμπειρία τους, χωρίς την αναγκαία ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη».
ΠΟΓΟ: Διαμαρτυρία την Τρίτη στη Νομική Υπηρεσία
Από πλευράς της, η κεντρική οργανωτική γραμματέας της ΠΟΓΟ, Ελένη Ευαγόρου, σε δηλώσεις της στον REPORTER, αναφερόμενη στην καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημείωσε πως «πρόκειται για άλλη μία απόφαση που επιβεβαιώνει όσα λέμε εδώ και καιρό για την ανάγκη εξυγίανσης του Δικαστικού Συστήματος και για την καταπολέμηση του σεξισμού. Θεωρούν ότι πρέπει να κλείνουν τις υποθέσεις, θεωρούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως τα θύματα ουσιαστικά είναι εμπόδια σε τέτοιες υποθέσεις και πρέπει να μην τους δίνεται σημασία, να συγκαλυφθεί η κατάσταση, να το κλείσουν και να πάνε παρακάτω».
Αναφερόμενη στην περίπτωση της 19χρονης Βρετανίδας, υπογράμμισε πως «δεν διενεργούνται οι απαραίτητες διαδικασίες και δεν εξιχνιάζονται στο βαθμό που πρέπει τα στοιχεία για να διαπιστωθεί αν όσα ισχυρίζονται τα θύματα ισχύουν. Το λέμε εδώ και καιρό, ότι στις διαδικασίες των καταθέσεων αλλά και εντός του δικαστικού συστήματος πρέπει να εφαρμόζονται τα πρωτόκολλα, γιατί αυτά προνοούν όλα όσα αναφέρει το ΕΔΑΔ. Χρειάζεται να γίνονται συνεχώς εκπαιδεύσεις στο Δικαστικό Σύστημα και πρόσφατα ξεκίνησαν να γίνονται ορισμένες».
Σε ό,τι αφορά τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, η κ. Ευαγόρου έκανε λόγο για σημαντικές παραλήψεις εκ μέρους του και επισήμανε πως «το γεγονός ότι η υπόθεση αφορά πολιτικό πρόσωπο μάς δίνει το δικαίωμα να αναρωτιόμαστε και για συγκάλυψη σε εκείνο το επίπεδο. Το ΕΔΑΔ λέει πως ο ίδιος ο Βοηθός Εισαγγελέας αρνήθηκε να δώσει πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, κάτι που ενισχύει αυτή την άποψη».
«Θεωρούμε ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα και όσον αφορά την καταπολέμηση του σεξισμού που φαίνεται ότι υπάρχει στα δικαστήρια της Κύπρου, όπως καταδεικνύουν οι γνωματεύσεις της GREVIO ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά και οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Φυσικά, συζητείται συνολικά και το δικαστικό σύστημα, η απονομή δικαιοσύνης και άλλα πρόσφατα περιστατικά, και θεωρούμε ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα συγκάλυψης και διαπλοκής», πρόσθεσε.
Διερωτήθηκε παράλληλα πώς τοποθετούνται ο Γενικός Εισαγγελέας και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επί του συγκεκριμένου ζητήματος, σημειώνοντας πως «πρέπει να προβληματίσει, να ληφθούν μέτρα και να συζητηθούν ζητήματα ευθιξίας και ενδεχόμενης παραίτησης».
«Οι δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ, τόσο για την 18χρονη όσο και για την 19χρονη Βρετανίδα, από τη μία θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο, από την άλλη όμως θεωρούμε ότι το θάρρος που επέδειξαν αυτές οι γυναίκες, τόσο στην περίπτωση της Βρετανίδας όσο και στην πρόσφατη υπόθεση που οδήγησε στο ΕΔΑΔ, αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα προς τις Αρχές, που ελπίζουμε ότι θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Αντιλαμβανόμαστε το θάρρος αυτών των γυναικών, που σε αντίθεση με πολλούς άλλους, προχώρησαν παρά τον φόβο και τις πιέσεις. Πρέπει να το αξιοποιήσουμε ως παράδειγμα προς άλλες κακοποιημένες γυναίκες», κατέληξε.
Καταλήγοντας, η κ. Ευαγόρου τόνισε πως «οι ευθύνες θα πρέπει να εξεταστούν από τις αρμόδιες Αρχές. Εμείς θα συνεχίσουμε να λέμε όσα λέμε εδώ και πολύ καιρό και θα κορυφώσουμε τις κινητοποιήσεις μας, με την πρώτη να πραγματοποιείται την Τρίτη στις 18:00 έξω από τη Νομική Υπηρεσία, ελπίζοντας πως ο κόσμος θα βρεθεί μαζί μας για να σταλούν ηχηρά μηνύματα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
