Η διπλή καταδίκη από το ΕΔΑΔ, τα «καλά θύματα» και οι γυναίκες που «αξίζουν» κατά τις σεξιστικές Αρχές

Η μία ήταν τότε 19 χρονών, Βρετανίδα. Η άλλη 18, Κύπρια. Δεν έγιναν αυτά που βίωσαν στον ίδιο χρόνο. Δεν εμπλέκονται τα ίδια άτομα. Τα κοινά στοιχεία σε ό,τι αφορά τα γεγονότα ήταν ελάχιστα, δεν έμοιαζαν καν οι δύο υποθέσεις. Έμοιαζε, όμως, το συμπέρασμά τους: Πως οι γυναίκες που βρίσκονται στην Κύπρο, αν πέσουν θύματα σεξουαλικής βίας και το καταγγείλουν, μπορούν να φοβούνται ότι οι Αρχές δεν θα χειριστούν τις υποθέσεις τους με τη δέουσα σοβαρότητα και ευαισθησία και μπορεί να επαναθυματοποιηθούν από αστυνομικούς, εισαγγελείς και ένα κράτος που λειτουργεί με πατριαρχικές αντιλήψεις.

Μέσα σε λιγότερο από ένα εξάμηνο το ΕΔΑΔ καταδίκασε δύο φορές την Κυπριακή Δημοκρατία για τους χειρισμούς της σε υποθέσεις που σχετίζονται με σεξουαλική βία κατά γυναικών. Όπως αποφάνθηκε, οι κυπριακές Αρχές και στις δύο περιπτώσεις απέτυχαν να αξιολογήσουν σωστά το ζήτημα της συναίνεσης, ενώ ταυτόχρονα έδρασαν με τρόπο που παραπέμπει σε υιοθέτηση σεξιστικών στερεοτύπων εναντίον τους.

Δεν ήταν η κακιά στιγμή. Δεν ήταν ένα απομονωμένο ατόπημα. Ήταν δύο στα δύο στις κυπριακές υποθέσεις έμφυλης βίας για τις οποίες εξέδωσε απόφαση το ΕΔΑΔ το 2025. Ήταν 100% αποτυχία. Η απόλυτη και συντριπτική διαπίστωση πως σε αυτή την χώρα έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα. Πρόβλημα που αγγίζει ολόκληρο το σύστημα, από τους χαμηλόβαθμους αστυνομικούς της πρώτης γραμμής, μέχρι και τους πλέον υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Γενικής Εισαγγελίας. Πρόβλημα που όσο δεν λύνεται θα αποτελεί πάντοτε εμπόδιο για μια Κύπρο πιο δίκαιη και πιο ίση.

Οι επαναλαμβανόμενες συμπτώσεις παύουν να είναι συμπτώσεις. Και στις δύο υποθέσεις, παρά το γεγονός πως οι περιστάσεις ήταν πολύ διαφορετικές, παρατηρούνται πολλές τέτοιες συμπτώσεις, που παύουν να είναι συμπτώσεις. Με κύρια πως οι γυναίκες μπορούν να αισθάνονται πως, αντί οι Αρχές να διερευνούν τις καταγγελίες βιασμού για τους φερόμενους δράστες, ψάχνουν να βρουν αντιφάσεις στις καταγγέλλουσες.

Οι Αρχές φαίνεται να ασχολούνταν περισσότερο με τις εντυπώσεις, αντί με την απουσία σαφούς και διαρκούς συναίνεσης. Στην πρώτη υπόθεση το ΕΔΑΔ έκρινε πως «τα προηγούμενα πλάνα που καταδεικνύουν σεξουαλική ελευθεριότητα χωρίς μέτρο, η οποία αναμφίβολα για πολλούς δεν είναι αποδεκτή, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα και μάλιστα με την ισχύ της πραγματικής μαρτυρίας, ότι η καταγγελία της εφεσείουσας για βιασμό ή βιασμούς στο συγκεκριμένο χρόνο, ήταν ψευδής». Στη δεύτερη επεσήμανε ότι η απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη, για αναστολή της δίωξης «εξαρτήθηκε πολύ στην συμπάθεια που εξέφρασε η αιτήτρια για τον ΧΧΧ, στο γεγονός πως σταμάτησαν να της μιλούν οι φίλοι της, στην αβεβαιότητά της κατά πόσον θα συναινούσε αν δεν υπήρχε βία και στην πιθανότητα να έστελνε «εσφαλμένα μηνύματα» στον ΧΧΧ».

Τον Φεβρουάριο αναφερόταν, μεταξύ άλλων, πως «το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αποτυχία των Αρχών στην κύρια τους αποστολή να εξετάσουν εάν υπήρξε συναίνεση. Ούτε ο επικεφαλής ανακριτής, ούτε ο σύμβουλος του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επακόλουθη επαναξιολόγηση του φακέλου της έρευνας δεν συμμετείχαν σε ουσιαστική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν έλλειψη συναίνεσης». Τον Ιούλιο, το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη σημασία στην αποτυχία των Αρχών στη βασική τους αποστολή να εξετάσουν το ζήτημα της μη συναίνεσης. Ανέφερε πως ανησυχεί ιδιαίτερα ότι οι Αρχές δεν προσπάθησαν να σταθμίσουν τα αντικρουόμενα αποδεικτικά στοιχεία και δεν κατέβαλαν συνεπείς προσπάθειες να διαπιστώσουν τα γεγονότα, μέσω μίας αξιολόγησης που να λαμβάνει υπόψιν την ευαισθησία.

Στην περίπτωση της 19χρονης, οι Αρχές, στην αξιολόγησή τους, δεν έκαναν καμία αναφορά στις μαρτυρίες ότι η προσφεύγουσα είχε καταναλώσει αλκοόλ ή στα ίχνη κοκαΐνης στα ούρα της και πώς αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά της να συναινέσει. Δεν έγινε καμία αναφορά στη ρητή διαφωνία της με την πρόταση να κάνει σεξ, με ορισμένους από τους υπόπτους, όπως επισημάνθηκε από το ΕΔΑΔ. Στην περίπτωση της 18χρονης, οι Αρχές «δεν έλαβαν αναλύσεις από ειδικούς για τις αντιδράσεις της, ιδιαίτερα σε σχέση με την ηλικία της την περίοδο του φερόμενου βιασμού, της προηγούμενης σχέσης και των συναισθηματικών δεσμών που είχε με τον ΧΧΧ και τις πιθανές επιπτώσεις του τραύματος».

Ίσως αν οι συμπτώσεις τέλειωναν σε αυτό το σημείο το πρόβλημα να μπορούσε να αποδοθεί στους χειρισμούς συγκεκριμένων ατόμων. Να μην προσλάμβανε συστημική διάσταση. Όμως στην πρώτη απόφαση, το ΕΔΑΔ τόνισε πως η αξιοπιστία της 19χρονης «φαίνεται να έχει αξιολογηθεί μέσω προκατειλημμένων στερεοτύπων για το φύλο και στάσεων που κατηγορούν τα θύματα». Στη 18χρονη, το Δικαστήριο έκρινε πως ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας «εξέθεσε την αιτήτρια σε δευτερογενή θυματοποίηση μέσω ηθικολογικών και σεξιστικών στερεοτύπων που προκαλούν ενοχή».

Παράλληλα, στην πρώτη περίπτωση το ΕΔΑΔ παρατήρησε «επιλεκτική και ασυνεπή προσέγγιση στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, ενδεικτική μεροληψίας», ενώ τόνισε πως η 19χρονη αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Στη δεύτερη, επεσήμανε πως «ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας φαίνεται να έφτασε σε επιλεκτικά συμπεράσματα, με στάση ενοχοποίησης του θύματος (victim-blaming)», προσθέτοντας πως απέτυχε να λάβει υπόψιν σημαντικά στοιχεία.

Σχεδόν ολόκληρη η απόφαση για τη Βρετανίδα αποτελούσε κόλαφο για την Αστυνομία, αποδίδοντας δευτερεύοντα ρόλο στην Εισαγγελία, ενώ στην περίπτωση της Κύπριας η απόφαση εστιάζει στους χειρισμούς της Νομικής Υπηρεσίας, αποδίδοντας λιγότερη ευθύνη στις αστοχίες της Αστυνομίας. Η 19χρονη καταδικάστηκε για ψευδή καταγγελία βιασμού, ενώ η 18χρονη υπέστη δευτερογενή θυματοποίηση από τις Αρχές. Στην άλλη μεριά της ζυγαριάς, αυτοί που κατηγόρησαν για σεξουαλική βία εις βάρος τους ούτε καν διώχθηκαν.

Οι Υπηρεσίες αλλάζουν, τα πρόσωπα είναι διαφορετικά, οι υποθέσεις δεν έχουν κοινά στοιχεία. Η αποτυχία όμως παραμένει. Απογοητεύουν τις γυναίκες. Τις αποθαρρύνουν να καταγγείλουν όταν βλέπουν αυτά τα παραδείγματα. Τις κάνουν να αισθάνονται πως θα μπουν εκείνες κάτω από το μικροσκόπιο αντί αυτοί που κατήγγειλαν και θα διερευνηθούν εκείνες, οι αντιδράσεις τους και η στάση τους με πολύ μεγαλύτερη ενδελέχεια από την ίδια την κατηγορία τους.

Θέλουν οι γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας να έχουν την ίδια ψυχραιμία με ένα θύμα κλοπής κινητού όταν μιλούν για το τραύμα τους, να είναι η μαρτυρία τους άψογη. Ο πήχης μπαίνει στον ουρανό, με αποτέλεσμα να είναι πολύ εύκολο να περάσουν από κάτω. Θέλουν τα θύματα να είναι «καλά θύματα». Να κινούνται στο πλαίσιο του αναμενόμενου, αυτού που πιστεύουν κάποιοι τρίτοι, χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση, ότι είναι η «πρέπουσα συμπεριφορά». Να μην παρεκκλίνουν από το στερεότυπο, να μην αντιδρούν με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες τους. Να μην είναι ο εαυτός τους. Να είναι τα τέλεια ρομπότ, με το τέλειο επίπεδο μιζέριας, με την τέλεια ευφράδεια λόγου, με το τέλειο μνημονικό, με τις τέλειες απαντήσεις.

Δεν είναι μόνο τα standards διαφορετικά για τους φερόμενους θύτες και τα φερόμενα θύματα. Ακόμη και οι λέξεις αλλάζουν. Όχι σε αρσενικές και θηλυκές και ουδέτερες, αλλά σε στερεοτυπικά φορτισμένες, όταν πρόκειται για τις γυναίκες. Σε λέξεις γεμάτες βαρίδια προβληματικών αντιλήψεων. Ορισμένες λέξεις, ανέφερε το ΕΔΑΔ στην τελευταία του απόφαση, «μεταφέρουν προκαταλήψεις και σεξιστικά στερεότυπα». Η γλώσσα των Αρχών για τους καταγγελλόμενους άντρες είναι νομική. Για τις γυναίκες που καταγγέλλουν, όμως, η γλώσσα είναι κοινωνική, όπως τη δίδαξε η πατριαρχία.

Δεν είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας οι γυναίκες, πόσο μάλλον όταν βρίσκονται στην πλέον ευάλωτη στιγμή τους. Δεν πρέπει να αποδεικνύουν την τελειότητά τους για να γίνονται πιστευτές, για να θεωρεί το σύστημα ότι «αξίζουν» να ασχοληθεί μαζί τους και να αποκαταστήσει με τον ενδεδειγμένο τρόπο την αδικία εις βάρος τους, τιμωρώντας αυτούς που τους έκαναν κακό. Μπορεί να είναι θύματα αγνώστων ή θύματα ανθρώπων που γνώριζαν καλά, μπορεί να είναι θύματα ατόμων που μισούν ή ατόμων που αγαπούν. Γιατί, δυστυχώς, κάθε γυναίκα μπορεί να είναι θύμα, ιδιαίτερα όταν η πολιτεία στέλνει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να τις προστατέψει αποτελεσματικά.

Οι γυναίκες είναι κυρίαρχες του σώματός τους. Δικαιούνται να μην δώσουν συναίνεση για σεξουαλική πράξη για την οποία έδωσαν προηγουμένως, δικαιούνται ακόμη και να αποσύρουν την συναίνεσή τους οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκειά της, χωρίς να κατακρίνονται από τις Αρχές για αυτό. Δικαιούνται να συμπεριφερθούν όπως νοιώθουν μετά. Δικαιούνται να είναι άνθρωποι, με τις ιδιαιτερότητες και τις αδυναμίες τους, δικαιούνται να μην χωρούν στο καλούπι που θέλουν να τις βάλουν. Δικαιούνται ισότητα στην ουσία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:

Δειτε Επισης

Η Χαμάς απάντησε θετικά στην πρόταση ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός 60 ημερών, με ανταλλαγή ομήρων
Ελεύθερος με όρους εκζητούμενος 38χρονος από την Ιορδανία
Σε αστυνομικούς σταθμούς οι έξι ανήλικοι για τα επεισόδια σε δομή-Αναζητούν χώρους διαμονής οι ΥΚΕ
Αναλαμβάνει την ευθύνη ο Αγγελίδης για το χαστούκι του ΕΔΑΔ αλλά... «Η έμπρακτη ανάληψη ευθύνης δεν συνάδει με την αποχώρησή μου»
Nordic Monitor: Η Τουρκία έστησε δίκτυο κατασκοπείας στην Ευρώπη με κονδύλια της ΕΕ
Νεκρός με τρεις σφαίρες στον λαιμό άνδρας στην Αγία Παρασκευή-«Κλειδί» για την υπόθεση η ταυτότητα του
Χειροπέδες σε 27χρονο για πυρκαγιά στη Φασούλα-Μαρτυρία ότι χρησιμοποιούσε σμυρίλιο
Υπό πενθήμερη κράτηση οι ύποπτοι για τα 19 κιλά ναρκωτικά στο Τραχώνι
Προκαλεί ξανά ο Καπηλιώτης για Βαρωσιώτου-«Καλά της είπε και αν της είπε να ακυρώσει το πόρισμα»
Τον Κωνσταντίνο Πετρίδη ως μάρτυρα υπεράσπισης κάλεσε η πλευρά Συλλούρη-Τζιοβάνη στη δίκη Al Jazeera