Η συμπεθερά, η συμπεριφορά και τα τρομακτικά συμπεράσματα για την Αστυνομία
06:00 - 01 Ιουλίου 2025

Για χρόνια τώρα, η μητέρα του Θανάση Νικολάου, Ανδριάνα, φωνάζει ότι δεν μπορεί να έχει καμία εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες που χειρίστηκαν στο παρελθόν την υπόθεση της δολοφονίας του γιου της. Η άποψή της αυτή βασίζεται σε χειρισμούς που γίνονταν επί δύο δεκαετίες, με την Αστυνομία και τη Νομική Υπηρεσία να βρίσκονται συνεχώς απέναντι αντί στο πλευρό της, εμμένοντας στην αρχική πεποίθησή τους ότι ο 26χρονος αυτοκτόνησε και δεν δολοφονήθηκε.
Αυτή η πεποίθηση είχε διαμορφωθεί στη βάση της πλημμελούς αρχικής διερεύνησης της υπόθεσης. Και η ανεπάρκεια αυτής της έρευνας δεν αποτελεί αυθαίρετο ισχυρισμό της οικογένειας Νικολάου, αποτελεί γεγονός που αποδείχθηκε ενώπιον του ΕΔΑΔ, από το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία καταδικάστηκε και μάλιστα πλήρωσε αποζημιώσεις. Αποτελεί, δε, παραδεχτό γεγονός ακόμη και για τη Νομική Υπηρεσία, η οποία ακολούθως επέτρεψε την εκταφή των οστών του Θανάση Νικολάου και ζήτησε την πραγματοποίηση νέων ερευνών, με την Αστυνομία να εξακολουθεί να αδυνατεί να στοιχειοθετήσει υπόθεση. Από την εκταφή προέκυψε νέα επιστημονική μαρτυρία που αποδείκνυε ότι ο εθνοφρουρός δολοφονήθηκε διά στραγγαλισμού. Και αυτό καταγράφηκε τόσο στη θανατική ανάκριση, όσο και στα δύο τελευταία πορίσματα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών.
Μάλιστα, ακόμη και στην πρόσφατη απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε για άλλη μία φορά να μην υπάρξουν διώξεις, επισημαίνεται πως «σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζουμε τις παραλείψεις που έλαβαν χώρα τον τότε ουσιώδη χρόνο, παραλείψεις που μεταξύ άλλων οδήγησαν σε καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας από το ΕΔΑΔ αλλά και σε μη αποτελεσματική διερεύνηση που άφησε πολλά ενδεχόμενα ανοικτά ή χωρίς να δοθούν απαντήσεις και/ή αποκλεισμό διαφόρων σεναρίων με βάση τα διάφορα τεκμήρια που εντοπίστηκαν».
Παρά ταύτα, με δύο πορίσματα και μία θανατική ανάκριση να καταλήγουν στη δολοφονία ως αιτία θανάτου, ένας από τους αστυνομικούς που είχαν την αρχική ευθύνη της διερεύνησης της υπόθεσης, δήλωσε πως «αν αποδείξετε ότι αφορά μη πτώση, να σταθώ στο διοικητήριο και να περάσετε όλοι και να μου φτύσετε». Δηλαδή, μέχρι και σήμερα, κυρίαρχη πεποίθηση στους κόλπους της Αστυνομίας, όπως εκφράζεται από πρώην μέλος της που πρωταγωνιστούσε τότε στις έρευνες, εξακολουθεί να είναι το σενάριο της αυτοχειρίας και μάλιστα πιστεύουν κιόλας ότι θα βρεθούν μαρτυρίες κάποια στιγμή στο μέλλον, δύο δεκαετίες μετά, που να επιβεβαιώνουν αυτά που νόμιζαν και εξακολουθούν να νομίζουν.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί πως ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, παρόλο που δήλωσαν πως δεν διαφωνούν με πολλές από τις διαπιστώσεις των ποινικών ανακριτών επί αυτών των θεμάτων, θεωρούν ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εσκεμμένης παραμέλησης καθήκοντος, άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα, είναι τέτοια που δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία για στοιχειοθέτηση του αδικήματος. Αυτός είναι ο λόγος -για πολλούς ο απαράδεκτος λόγος- που δεν προχώρησαν σε διώξεις. Θεωρούν, δηλαδή, ότι δεν έγινε επί σκοπού, θέση για την οποία, βεβαίως, θα μπορούσε να αποφανθεί το Δικαστήριο, εάν προχωρούσαν με τη διαδικασία ενώπιον του.
Μπορεί ο Χριστάκης Καπηλιώτης να μην είναι πλέον εν ενεργεία αστυνομικός αλλά τα όσα είδαμε στις τηλεοράσεις μας την περασμένη Παρασκευή, όταν φιλοξενήθηκε στην μεσημβρινή εκπομπή του «Σίγμα», θα έπρεπε να προβληματίσουν βαθιά την Αστυνομία, καθώς δείχνουν τι είδους νοοτροπίες υπήρχαν -και ενδεχομένως να συντηρούνται- εντός του Σώματος και πώς οδηγήθηκαν τα πράγματα μέχρι εδώ, δύο δεκαετίες μετά να κυκλοφορούν ελεύθεροι οι δολοφόνοι ενός νεαρού παιδιού.
Ο τότε αστυνομικός είναι ένα από τα πρόσωπα που, κατά τους ποινικούς ανακριτές, θα έπρεπε να διωχθούν για τον τρόπο που διερεύνησαν την υπόθεση και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα κινηθεί εναντίον του η οικογένεια Νικολάου ιδιωτικά. Όμως όχι απλώς δεν εμφανίστηκε να λυπάται για τα λάθη που έγιναν στην αρχική διερεύνηση, αλλά δεν προσπάθησε καν να κρύψει την απέχθειά του για την Ανδριάνα Νικολάου, την οποία με τεράστια αυθάδεια αποκάλεσε «συμπεθερά». Άφησε, μάλιστα, να νοηθεί ότι συνεχίζει τον αγώνα της με οικονομικό κίνητρο, ρωτώντας την «πόσα πήρες από το κράτος και θέλεις να πάρεις και άλλα;».
Η συμπεριφορά αυτή είναι ενδεικτική της νοοτροπίας που έχουν ορισμένοι εντός της Δύναμης. Τους είναι τόσο αδιανόητο ότι μπορεί να έκανε η «πάνσοφη» κυπριακή Αστυνομία λάθος, που είναι πρόθυμοι να υποτιμούν και να προσβάλλουν μαυροφορεμένες μανάδες από την τηλεόραση, τον πόνο των οποίων οι ίδιοι επέτειναν μέσα στον χρόνο, προκαλώντας τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης.
Ακόμη και αν διαφωνεί με τα όσα λέει η κ. Νικολάου, ο κ. Καπηλιώτης και ο κάθε κ. Καπηλιώτης όφειλε να επιδεικνύει τον μίνιμουμ σεβασμό. Είναι τρομακτικό αν αναλογιστεί κανείς πώς μπορεί οι αστυνομικοί να απευθύνονται στους πολίτες με τους οποίους μιλούν πίσω από κλειστές πόρτες, ιδιαίτερα σε ευάλωτα άτομα, όταν δεν ντρέπονται να συμπεριφερθούν με τέτοια αμετροέπεια την ώρα που βρίσκονται σε κοινή θέα και κρίνονται από τον κόσμο.
Και είναι εξίσου τρομακτικό που η Αστυνομία, τόσα εικοσιτετράωρα μετά, δεν επιχείρησε καν να διαχωρίσει τη θέση της από αυτήν του πρώην αστυνομικού, παρά την τεράστια δημόσια συζήτηση. Να τονίσει πως δεν τα υιοθετεί αυτά, να επισημάνει ότι σέβεται τους συγγενείς των θυμάτων, να στείλει το μήνυμα στα ενεργά μέλη της ότι τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές δεν μπορούν και δεν θα γίνονται αποδεκτές. Ίσως βέβαια, δεδομένου του χρόνου που παρήλθε χωρίς αντίδραση, να μην διαφωνεί ούτε με τις θέσεις, ούτε με την συμπεριφορά του πρώην αστυνομικού, γεγονός που οδηγεί σε ακόμη πιο τρομακτικά συμπεράσματα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
