Στερεότυπα και έμφυλες προκαταλήψεις βαρίδι για την Αστυνομία με βούλα του ΕΔΑΔ-Γυναίκες από θύματα... θύτες
Στέλιος Χαραλάμπους 06:00 - 28 Φεβρουαρίου 2025

Καταπέλτης μεν η απόφαση του ΕΔΑΔ εναντίον των Αρχών του Κράτους, αναφορικά με την υπόθεση της 19χρονης Βρετανίδας που κατήγγειλε ομαδικό βιασμό και στο τέλος βρέθηκε κατηγορούμενη, δεν εξέπληξε κανένα δε. Και αυτό διότι, πέραν του ότι προηγήθηκε η απόφαση του Ανωτάτου που δικαίωσε την νεαρή και ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση που την καταδίκασε για ψευδή καταγγελία, που ακόμα και τότε δεν υπήρξε καμία αντίδραση από τους θεσμούς, η Αστυνομία σε αρκετές περιπτώσεις βρέθηκε στο επίκεντρο των επικρίσεων αναφορικά με τους χειρισμούς της, είτε σε καταγγελίες για βία κατά των γυναικών, είτε και σε υποθέσεις γυναικοκτονίας, με ενδεικτικό παράδειγμα τη δολοφονία 41χρονης στην Πάφο.
Στην πολυσέλιδη απόφασή του, το ΕΔΑΔ, αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι «όσον αφορά την αξίωση της αιτήτριας για ηθική βλάβη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κυπριακές αρχές δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους να διερευνήσουν αποτελεσματικά την καταγγελία της αιτήτριας για βιασμό και να υιοθετήσουν μια προσέγγιση ευαίσθητη προς το θύμα κατά τη διάρκεια της διερεύνησης. Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπέστη αγωνία και άγχος λόγω της αποτυχίας των αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά την καταγγελία της».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Καταπέλτης το ΕΔΑΔ για τον ομαδικό βιασμό Βρετανίδας-Αποτυχία Αρχών, παραλήψεις και στερεότυπες αντιλήψεις
Αξιοσημείωτα είναι δύο σημεία στην παραπάνω αναφορά. Το γεγονός ότι δεν επιδείχθηκε ευαισθησία κατά τη διάρκεια της διερεύνησης, με την επισήμανση του ΕΔΑΔ να φέρνει στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της Δύναμης, που είναι επιφορτισμένα με την διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων, χειρίζονται τα συγκεκριμένα περιστατικά. Σε μια γυναίκα που υπέστη το σοκ της κακοποίησης ή του βιασμού, το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν οι διωκτικές Αρχές είναι να επιδεικνύουν την απαιτούμενη ευαισθησία, έχοντας υπόψη ότι το πρόσωπο που βρίσκεται απέναντί τους είναι το θύμα και όχι ο θύτης. Και όχι, όπως τόνισε το ΕΔΑΔ, η ποινική διερεύνηση να βασίζεται στη σεξουαλική ελευθερία και τη συμπεριφορά του θύματος. Εξάλλου, όπως είχε αναφέρει και στην απόφαση του το Ανώτατο, ακόμη και αν καταδεικνύεται «σεξουαλική ελευθεριότητα χωρίς μέτρο, η οποία αναμφίβολα για πολλούς δεν είναι αποδεκτή, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα και μάλιστα με την ισχύ της πραγματικής μαρτυρίας, ότι η καταγγελία της εφεσείουσας για βιασμό ή βιασμούς στο συγκεκριμένο χρόνο, ήταν ψευδής».
Επιπλέον, η απόφαση θέτει και το ζήτημα του άγχους της νεαρής, καθώς δεν μπόρεσε η Αστυνομία να διερευνήσει αποτελεσματικά την καταγγελία της. Αυτό φέρνει στην επιφάνεια λάθη, κενά και παραλήψεις στον τρόπο διερεύνησης, αλλά και την έλλειψη ενσυναίσθησης από κάποια μέλη της Δύναμης για τα θύματα βίας ή κακοποίησης.
Αυτό που πρέπει να ηχήσει καμπανάκι κινδύνου, είναι η αναφορά του ΕΔΑΔ για την αξιοπιστία της έρευνας, η οποία συγκρούστηκε σε στερεότυπα τα οποία φαίνεται να αποτελούν βαρίδι στην ορθή διερεύνηση. Στερεότυπα μιας άλλης εποχής, ιδέες που παραπέμπουν σε πατριαρχικές κοινωνίες αποτυπώνονται στις αναφορές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. «Η αξιοπιστία της φαίνεται να έχει αξιολογηθεί μέσω προκατειλημμένων στερεοτύπων για το φύλο και στάσεων που κατηγορούν τα θύματα. Εστιάζοντας στην προηγούμενη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, οι αρχές φαινόταν να υπονοούν έμμεσα ότι επειδή φέρεται να είχε συμμετάσχει σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες στο παρελθόν, δεν θα είχε αρνηθεί να συμμετάσχει σε τέτοιες δραστηριότητες την ημέρα του φερόμενου βιασμού. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι οι περιστάσεις που αφορούν τη συμπεριφορά ή την προσωπικότητα του θύματος δεν μπορούν να απαλλάξουν τις αρχές από την υποχρέωση να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα».
Επί της ουσίας, τα μέλη της Δύναμης που διερεύνησαν άφησαν επί μέρους τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά εστίασαν στο όποιο παρελθόν του θύματος, θέτοντας την νεαρή αυτομάτως από θύμα σε θύτη και δυστυχώς αυτή η τάση φαίνεται και σε άλλες υποθέσεις που αφορούν είτε κακοποίηση γυναικών, είτε υποθέσεις βίας.
Στην Αστυνομία υπάρχει το ειδικό κλιμάκιο, στο οποίο υπηρετούν και γυναίκες αστυνομικοί, οι οποίες, καλώς ή κακώς, διαθέτουν περισσότερες ευαισθησίες σε τέτοια θέματα. Ωστόσο, ορισμένες καταγγελίες δεν φθάνουν στο εν λόγω κλιμάκιο, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν της ορθής διερεύνησης, ούτε με τον απαιτούμενο σεβασμό και ευαισθησία.
Επιπρόσθετα, όταν κάποιος βιώνει κάτι τραυματικό, πολύ περισσότερο μια εξευτελιστική κατάσταση, το τελευταίο που χρειάζεται είναι πίεση από την Αστυνομία, ώστε να αποδείξει ότι όντως υπήρξε θύμα κακοποίησης. Αυτό αποδεικνύεται και από την απόφαση του ΕΔΑΔ, που αναφέρει ότι «οι πολυάριθμες καταθέσεις που χρειάστηκε να υποβάλει η προσφεύγουσα, επαναλαμβάνοντας τη δήλωσή της στις αρχές, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για την εκ νέου θυματοποίηση λόγω της αποτυχίας των αρχών να υιοθετήσουν μια προσέγγιση ευαίσθητη ως προς το θύμα και να διεξαγάγουν την έρευνά τους για να μετριάσουν την αγωνία».
Πέραν όμως της υπόθεσης της νεαρής Βρετανίδας, υπάρχουν και άλλες υποθέσεις που δείχνουν ότι τα μέλη της Δύναμης, τουλάχιστον αυτά που καλούνται να χειριστούν τις πρώτες κρίσιμες ώρες, από το τηλεφώνημα για καταγγελία μέχρι την άφιξή τους στο σημείο, χρειάζονται καλύτερη εκπαίδευση στον χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, είτε πρόκειται για σεξουαλική κακοποίηση, είτε για βία κατά των γυναικών.
Η βία κατά των γυναικών έχει απασχολήσει επανειλημμένα τις αρμόδιες Αρχές και είναι προφανές ότι έγιναν βήματα προόδου, ωστόσο υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν και πρώτα από όλα, να αλλάξουν νοοτροπίες άλλων δεκαετιών. Σε πρόσφατη συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής Νομικών, προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση η αναφορά ενός αστυνομικού, ο οποίος έγινε δέκτης καταγγελίας για περιστατικό βίας κατά γυναίκας και απάντησε: «Έχουμε άλλες δουλειές, δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε».
Μάλιστα, όπως φάνηκε από τέτοιου είδους τηλεφωνήματα, τα μέλη της Δύναμης δεν έχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση ή ακόμα και την ευαισθησία για να δώσουν τις κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές στις γυναίκες θύματα τέτοιων συμπεριφορών, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στο χειρότερο σενάριο.
Το χειρότερο σενάριο αποτυπώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο στη δολοφονία της Petya Krateva, 41 ετών, από τη Βουλγαρία, μόνιμη κάτοικο Πάφου, η οποία βρήκε τραγικό θάνατο από τα χέρια του πρώην συζύγου της. Αυτό που προκάλεσε την έντονη δυσφορία των πολιτών ήταν το γεγονός ότι γείτονες επικοινώνησαν με την Αστυνομία για να ενημερώσουν για τον καυγά και τα ουρλιαχτά που ακούγονταν από συγκρότημα διαμερισμάτων. Ωστόσο, σύμφωνα με καταγγελία γείτονα, τον είχαν παραπέμψει σε τέσσερα διαφορετικά τμήματα μέχρι να καταφέρει να σημάνει συναγερμό, με αποτέλεσμα η εγκληματική ενέργεια να μην αποτραπεί. Μέχρι την άφιξη της Αστυνομίας στο σημείο, η άτυχη 41χρονη βρέθηκε νεκρή στο πεζοδρόμιο του συγκροτήματος διαμερισμάτων.
Αυτά τα περιστατικά αποτελούν παραδείγματα για το πώς κάποια μέλη της Δύναμης αντιμετωπίζουν φαινόμενα βίας και κακοποίησης γυναικών. Ίσως, πέρα από τα μέλη του ειδικού κλιμακίου, να πρέπει να εκπαιδευτούν και άλλοι αστυνομικοί στον σωστό χειρισμό τέτοιων περιστατικών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Κατήγγειλε ότι η γειτόνισσά της υφίστατο βία και ο αστυνομικός της απάντησε «έχουμε άλλες δουλειές»