«Ξένισε το Δικαστήριο» μέλος του ΕΑΟ-«Δεν υπάρχουν πόροι να προστατευτεί ο πολίτης που απειλείται, παρά μόνο οι VIP»
Ντίνα Κλεάνθους 06:00 - 26 Φεβρουαρίου 2025

Παρά τις... παρενέργειες που προκαλεί η απόφαση του Δικαστηρίου που καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία για την δολοφονία του επιχειρηματία Φάνου Καλοψιδιώτη και των όσων προηγήθηκαν, από το πενταπλό φονικό το 2012 μέχρι την άφιξη των Σέρβων εκτελεστών λίγους μήνες νωρίτερα, για τους οποίους οι Αρχές ενημερώθηκαν από την Ιντερπόλ, καμία αντίδραση ή ενέργεια δεν καταγράφηκε από πλευράς αρμοδίων, δεδομένων των ευθυνών που καταλογίζονται στην Αστυνομία, η οποία, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται, επέδειξε αδιαφορία και παραβίασε το καθήκον της να προστατεύσει τη ζωή του αποβιώσαντα.
Στην απόφαση του το Δικαστήριο, η οποία χαρακτηρίζεται από νομικούς ως καταπέλτης, αναφέρεται μεταξύ άλλων, πως η Αστυνομία μερικούς μόνο μήνες προηγουμένως ενημερώθηκε για την άφιξη των Σέρβων εκτελεστών που έφθασαν στην Κύπρο για να εκτελέσουν συμβόλαιο θανάτου, ενώ ένα μήνα πριν την διάπραξη του τετραπλού φονικού, λήφθηκε πληροφορία για επικείμενο εντυπωσιακό χτύπημα. Ωστόσο, όπως υπέδειξε το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, όχι μόνο δεν εκτιμήθηκε ο κίνδυνος, αλλά η Αστυνομία δεν έλαβε υπόψη πως το 2012 διαπράχθηκε το πενταπλό φονικό, όπου στόχος ήταν ο Φάνος Καλοψιδιώτης και ότι δύο χρόνια μετά δολοφονήθηκε και πατέρας του, ενώ την ίδια μέρα που διαπράχθηκε το πενταπλό, τέσσερα χρόνια μετά, εκτελέστηκε και ο επιχειρηματίας.
Τον Μάϊο 2016 είχε ληφθεί, από πληροφοριοδότες της Αστυνομίας, πληροφορία ότι θα υπήρχε «εντυπωσιακό χτύπημα» στο χχχ Club. Διαβιβάστηκε σχετική επιστολή από τον Κλάδο Επιχειρήσεων στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου καταγράφοντας ότι ο αποβιώσαντας «θεωρείται στόχος εγκληματικής ενέργειας», Τεκμήριο 26. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν έθεσε σε συναγερμό τις Αρχές και ιδιαίτερα την Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου, οι οποίες φαίνεται να μην εκτίμησαν τον κίνδυνο που ήταν μπροστά τους ή και να μην τον αξιολόγησαν δεόντως και επέλεξαν να περιπολούν μόνο το συγκεκριμένο υποστατικό κατά διαστήματα, να καλέσουν τον αποβιώσαντα για να του πούν ότι υπήρχε κίνδυνος για το 26 υποστατικό και όχι για τον ίδιο ενώ τον συμβούλευσαν να προσέχει και αν διαπιστώσει οτιδήποτε ύποπτο να τους ενημερώσει. Όλα αυτά γνωρίζοντας την προϊστορία των δολοφονιών που σχετίζονταν με το περιβάλλον του αποβιώσαντα και την πληροφορία της Interpol ένα μήνα πριν, τον Απρίλιο 2016, ότι πληρωμένοι εκτελεστές θα ταξίδευαν στην Κύπρο για να τον σκοτώσουν. Αποτέλεσμα ήταν ένα μήνα μετά και συγκεκριμένα στις 23/06/2016, ήτοι ακριβώς 4 χρόνια μετά τον πενταπλό φόνο, να δολοφονηθεί ο αποβιώσαντας εν ψυχρώ και μαζί με αυτόν και άλλα πρόσωπα.
Αστυνομικός ΕΑΟ:
«Οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι όταν η απειλή αφορά την ασφάλεια πολίτη»
Στα πλαίσια της εκδίκασης της υπόθεσης για αποζημιώσεις, ενώπιον του Δικαστηρίου κλήθηκαν δύο μέλη της Αστυνομίας, τα οποία ωστόσο δεν φαίνεται να άφησαν καλή εντύπωση, ειδικότερα ο ένας, ο οποίος ανέφερε πως ο μόνος τρόπος να γλιτώσει κάποιος από συμβόλαιο θανάτου, είναι να φύγει στο εξωτερικό», προσθέτοντας πως «είναι αδύνατον να παρέχουν την ασφάλεια που παρέχουν σε ένα σημαίνοντα πρόσωπο, VIP, σε ένα απλό πολίτη της Δημοκρατίας».
Πιο συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος μάρτυρας που κάλεσε η πλευρά της Εισαγγελίας, υπηρετεί στον Ειδικό Αντιτρομοκρατικό Ουλαμό και όπως αναφέρεται στην απόφαση, μεταξύ των καθηκόντων του είναι η επίλυση κρίσιμων περιστατικών κινδύνου, οι συνοδείες σημαινόντων προσώπων, η μεταφορά σοβαρών εγκληματιών από και προς το Δικαστήριο και ο χειρισμός μαρτύρων προστασίας.
Όταν του υποδείχθηκε το τεκμήριο 26, το οποίο αφορούσε την πληροφορία που λήφθηκε ένα μήνα πριν το φονικό, για επικείμενο εντυπωσιακό χτύπημα σε υποστατικό του επιχειρηματία, ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι δεν εμπίπτει στα καθήκοντά του η αξιολόγηση πληροφοριών, αλλά η αξιολόγηση του κινδύνου. Όταν η πληροφορία φτάσει στη δική του μονάδα έχει ήδη αξιολογηθεί και καθήκον του, όπως ανέφερε, είναι να εκτιμήσει τον κίνδυνο και να αποφασίσει τα μέτρα που θα ληφθούν.
Περαιτέρω, ανέφερε πως η συγκεκριμένη πληροφορία δεν ήταν επιβεβαιωμένη και πως επρόκειτο για αόριστη αναφορά ότι ο αποβιώσαντας θα ήταν στόχος εγκληματικής ενέργειας, ενώ μεταξύ άλλων ανέφερε ότι πως τα μέτρα που λήφθηκαν, αποφασίστηκαν στην βάση των πληροφοριών που υπήρχαν.
Επίσης, θέλησε να υποδείξει στο Δικαστήριο ότι «οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι όταν η απειλή αφορά την ασφάλεια πολίτη», ενώ όπως αναφέρεται στην απόφαση, παραδέχτηκε ότι ένας ένοπλος σκοπός αποτρέπει τον οποιοδήποτε εγκληματία από το να εισέλθει στον χώρο, όμως δεν μπορεί να τον αποτρέψει από το να σταθεί στα 100 μέτρα και να πυροβολήσει ή να τοποθετήσει εκρηκτική συσκευή, την οποία θα ενεργοποιήσει ενώ περπατά το θύμα».
Αστυνομικός ΕΑΟ:
«Δεν γλιτώνει κανένας από συμβόλαιο θανάτου»
Σύμφωνα πάντα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, κατά την άποψη του συγκεκριμένου μέλους του Αντιτρομοκρατικού Ουλαμού, «ένας εγκληματίας μπορεί να επιφέρει τον θάνατο με δεκάδες τρόπους», ενώ προώθησε την άποψη ότι «ο μόνος τρόπος να γλιτώσει κάποιος από συμβόλαιο θανάτου είναι να φύγει στο εξωτερικό».
Υποστήριξε ότι, «από λάθος αποτράπηκε την πρώτη φορά η δολοφονία του Φάνου Θεοφάνους» και παραδέχτηκε ότι η Αστυνομία, ως όφειλε, είχε ενημερώσει τον αποβιώσαντα ότι κινδύνευε, καταλήγοντας ότι τα μέτρα που είχαν ληφθεί ήταν αρκετά.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας και ερωτηθείς σχετικά, επέμενε στην θέση του ότι «δεν γλιτώνει κανένας από συμβόλαιο θανάτου», ενώ ανέφερε ότι «παρόλο που μπορεί να σχεδιάζεται η ασφάλεια του οποιουδήποτε προσώπου, μπορεί στο τέλος να επέλθει ο θάνατός του». Υποστήριξε ότι είναι αδύνατον να παρέχουν την ασφάλεια που παρέχουν σε ένα σημαίνοντα πρόσωπο, VIP, σε ένα απλό πολίτη της Δημοκρατίας, ενώ ανέφερε ότι κάποιος μπορεί να κινδυνεύει για ένα με δύο χρόνια, οπόταν είναι αδύνατο να μπορούν να τον προστατεύσουν, αφού θα είναι μακροχρόνιο και χρειάζονται περίπου 100 άτομα για να παρέχεται 24ωρη προστασία.
Παράλληλα παραδέχθηκε ότι οι εκτελεστές του αποβιώσαντα είχαν ενημερωθεί από αστυφύλακα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως εκ λάθους και είχαν διαφύγει, ενώ ερωτηθείς ανέφερε ότι μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατατάσσεται στην κλίμακα δέκα, όσον αφορά την προστασία. Παραδέχθηκε ότι πράγματι υπάρχουν πολίτες που προστατεύονται από την Αστυνομία, με ένοπλη προστασία και εξήγησε ότι οι ένοπλοι αστυνομικοί, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε διάφορες εταιρείες, πληρώνονται από εκείνες τις εταιρείες και όχι από τα λεφτά του φορολογούμενου πολίτη, αφού οι συγκεκριμένες εταιρείες αγοράζουν υπηρεσίες από την Αστυνομία.
«Ξένισε το Δικαστήριο» ο αστυνομικός
Αξιολογώντας την μαρτυρία του αστυνομικού του ΕΑΟ, το Δικαστήριο ανέφερε πως ο μάρτυρας έδωσε την εντύπωση ότι προσήλθε με ένα και μοναδικό σκοπό να πείσει ότι δεν υπάρχουν οικονομικοί πόροι για να προστατευτεί ο Κύπριος πολίτης που απειλείται, ενώ ανέφερε πως ξένισε η αναφορά του πως κατά λάθος αποτράπηκε την πρώτη φορά η δολοφονία του Φάνου Καλοψιδιώτη.
«Έδωσε την εντύπωση ότι προσήλθε με ένα και μοναδικό σκοπό να πείσει ότι δεν υπάρχουν οικονομικοί πόροι για να προστατευτεί ο Κύπριος πολίτης που απειλείται και ότι μόνο τα πολύ σημαντικά πρόσωπα μπορούν να προστατευθούν από τον Ειδικό Αντιτρομοκρατικό Ουλαμό στον οποίο υπηρετεί. Βέβαια στη συνέχεια ανέτρεψε την θέση του, παραδεχόμενος ότι κάποιοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας προστατεύονται όταν κινδυνεύουν. Η θέση του ότι ο κίνδυνος αξιολογείται και η ασφάλεια του ατόμου που κινδυνεύει σχεδιάζεται σύμφωνα με τους διαθέσιμους πόρους, ξένισε το Δικαστήριο. Το ίδιο και η επιμονή του ότι κανένας δεν γλυτώνει από συμβόλαιο θανάτου, καθώς και η εκφρασθείσα θέση του ότι κατά λάθος αποτράπηκε η δολοφονία του αποβιώσαντα την πρώτη φορά.
Επίσης, το Δικαστήριο υπέδειξε πως, σε αντίθεση με τον πρώτο αστυνομικό που κατέθεσε, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η πληροφορία για επικείμενο χτύπημα δεν ήταν επιβεβαιωμένη, ενώ δεν έπεισε ούτε για τα μέτρα που ανέφερε πως λήφθηκαν για την προστασία του επιχειρηματία.
Δεν έπεισε ότι τα μέτρα που είχαν ληφθεί, σε σχέση με την προστασία του αποβιώσαντα, ήταν αρκετά γιατί σε αντιδιαστολή και αντίφαση ισχυρίστηκε ότι η παρουσία ένοπλου αστυφύλακα αποτρέπει, πλην όμως η Μονάδα του που είναι υπεύθυνη για την προστασία πολιτών, δεν είχε ενημερωθεί και δεν είχε εμπλακεί. Πώς γίνεται από την μια η Μονάδα του να είναι υπεύθυνη για την προστασία των ατόμων που κινδυνεύουν και από την άλλη να μην ενημερώνεται για μια απειλή εναντίον της ζωής πολίτη είναι άξιο απορίας.
Παράλληλα το Δικαστήριο σημείωσε πως παραδέχθηκε ότι λίγους μήνες προηγουμένως υπήρξε ενημέρωση από την Interpol Σερβίας για την άφιξη πληρωμένων εκτελεστών στην Κύπρο μέσω κατεχομένων, με συμβόλαιο θανάτου για τον αποβιώσαντα και ότι είχαν διαφύγει λόγω λάθους της Αστυνομίας, αφού αστυνομικός της Κυπριακής Δημοκρατίας τους είχε ενημερώσει τηλεφωνικά ότι τους περίμεναν. Επίσης, το Δικαστήριο προβληματίστηκε και για την αναφορά του περί αγοράς υπηρεσιών από την Αστυνομία, ενώ κατέληξε πως η μαρτυρία του ήταν ακροσφαλής.
Ερωτηματικά εγείρει και η θέση του ότι κάποιοι πολίτες, των οποίων η ζωή απειλείται, προστατεύονται και άλλοι όχι με την δικαιολογία ότι αγοράζουν υπηρεσίες από την Αστυνομία. Επίσης υποστήριξε ότι η δική του Υπηρεσία αξιολογεί τον κίνδυνο και όχι τις πληροφορίες. Πώς μπορεί να αξιολογηθεί ο κίνδυνος χωρίς να αξιολογηθούν οι πληροφορίες είναι άξιο απορίας και είναι μια θέση την οποία δεν εξήγησε για να μπορεί το Δικαστήριο να την αντιληφθεί. Οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις οδηγούν το Δικαστήριο στην κατάληξη ότι η μαρτυρία του είναι ακροσφαλής για να βασιστεί σ’ αυτήν και να εξάγει συμπεράσματα.
Διευθυντής Επιχειρήσεων:
«Η ΑΔΕ γνώριζε πως το σπίτι του ήταν φρούριο»
Ο πρώτος μάρτυρας που κατέθεσε, ήταν ο Διευθυντής Επιχειρήσεων της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αμμοχώστου, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο προΐστατο του ΤΑΕ Αμμοχώστου και μεταξύ των καθηκόντων του ήταν και ο χειρισμός σοβαρών εγκλημάτων, ωστόσο όπως ανέφερε, οδηγίες λάμβανε από τον Αστυνομικό Διευθυντή Αμμοχώστου.
Όπως είπε, ο ίδιος γνώριζε τον Φάνο Θεοφάνους και γνώριζε ότι υπήρχε πληροφορία από τον Αστυνομικό Διευθυντή, η οποία είχε προέλθει από το Αρχηγείο Αστυνομίας, ενώ κατέθεσε το τεκμήριο 26, που αφορούσε την πληροφορία που λήφθηκε στις 25/05/2016.
Περαιτέρω ανέφερε πως είχαν δοθεί οδηγίες όπως ενημερωθεί ο αποβιώσαντας για την πληροφορία, ενώ ακολούθησε συνάντηση μαζί του, στην οποία ενημερώθηκε ότι η Αστυνομία θα περιπολεί τα υποστατικά του. Σύμφωνα με την μαρτυρία του, στις 26/05/2016, δόθηκαν οδηγίες να περιπολείται ο χώρος νυχτερινού κέντρου και κατέθεσε δέσμη εγγράφων που αφορούσαν τις περιπολίες στο συγκεκριμένο μαγαζί.
Όμως, ήταν η θέση του, ότι από το 2009 περιπολούνταν τόσο τα υποστατικά, καθώς και η οικία του αποβιώσαντα, ενώ ανέφερε πως οι οδηγίες για την περιπολία δίδονταν από τον Αστυνομικό Διευθυντή Αμμοχώστου ή από τον Αρχηγό Αστυνομίας.
Επίσης, όπως αναφέρεται, ο μάρτυρας δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο ο αποβιώσαντας είχε αιτηθεί την παραχώρηση άδειας οπλοφορίας, ενώ επίσης δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο η Αστυνομική Διεύθυνση είχε ενημερωθεί για τη διακίνησή του τη μέρα της δολοφονίας του. Επιπρόσθετα ανέφερε, σύμφωνα πάντα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, ότι στην Αστυνομική Διεύθυνση είχαν την άποψη ότι ο αποβιώσαντας διέμενε σε ένα σπίτι φρούριο και ότι συνοδευόταν πάντοτε από προσωπική φρουρά.
Ο ίδιος είχε εισηγηθεί στον αποβιώσαντα όπως ενημερώνει την Αστυνομία όταν θα διακινείτο ή στην περίπτωση που διαπίστωνε κάτι ύποπτο. Ισχυρίστηκε ότι η κατοικία του αποβιώσαντα φρουρείται και δεν μπορούσε κάποιος να έχει εύκολη πρόσβαση σε αυτήν. Ο ίδιος δεν είχε δει ποτέ μόνο του τον αποβιώσαντα, αλλά αντίθετα κυκλοφορούσε με θωρακισμένα αυτοκίνητα καθημερινά συνοδευμένος από τρία με τέσσερα άτομα ως προσωπική ασφάλεια. Δήλωσε ότι γενικότερα η συνεργασία με τον αποβιώσαντα ήταν δύσκολη και δεν ανταποκρινόταν πάντοτε στο κάλεσμα της Αστυνομίας
Επίσης, ο μάρτυρας επέμενε στη θέση του ότι τόσο τα υποστατικά, καθώς και η κατοικία του αποβιώσαντα, περιπολούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ δήλωσε ότι μέχρι και τώρα η οικία του περιπολείται και το ίδιο ισχύει και για την επιχείρησή του.
«Επιλεκτικός στην μνήμη του»
Εξετάζοντας την μαρτυρία του, το Δικαστήριο υπέδειξε πως ο εν λόγω αστυνομικός προσπάθησε να δικαιολογήσει τον τρόπο που ενήργησε η Αστυνομία, ενώ υπέδειξε πως παραδέχθηκε ότι γνώριζε για την πληροφορία που αφορούσε τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του.
Παραταύτα προσπάθησε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι λήφθηκαν μόνο τα συγκεκριμένα μέτρα, ήτοι περιπολίες στο υποστατικό ΧΧ. Ανέφερε ότι οι οδηγίες προέρχονταν από τον Αστυνομικό Διευθυντή Αμμοχώστου και ότι ο αποβιώσαντας δεν ήταν συνεργάσιμος. Στη συνέχεια όμως ανέφερε ότι όταν καλείτο από την Αστυνομία μετέβαινε και ότι υπήρχαν συνομιλίες μεταξύ τους.
Παραδέχθηκε επίσης ότι ο αποβιώσαντας συνοδευόταν από ιδιωτικούς φρουρούς ασφαλείας, ενώ παράλληλα αναγνώρισε ότι η προσωπική του φρουρά, οι ιδιωτικοί φρουροί, δεν οπλοφορούσαν, ούτε και ο αποβιώσαντας και ο φρουρός στο σπίτι του δεν ήταν ένοπλος. Το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, κατέληξε πως ο εν λόγω μάρτυρας ήταν επιλεκτικός στην μνήμη του.
Η εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο είναι ότι ο αποβιώσαντας αφέθηκε να προστατεύσει τον εαυτό του αφού του ζητήθηκε να ενημερώνει την Αστυνομία «ειδικά όταν αντιληφθεί ότι κινδυνεύει ή παρακολουθείται». Το γεγονός ότι το υποστατικό ΧΧ περιπολείτο, ήτοι μόνο για τις περιόδους 26/05/2016 – 28/05/2016 και 31/05/2016 με 03/06/2016, άφησε σοβαρά ερωτηματικά στο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχουν καταχωρίσεις, ως απαιτείται από το Τεκμήριο 28, σε σχέση με την συχνότητα των περιπολιών. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας ήταν επιλεκτικός στην μνήμη αφού δεν μπορούσε να θυμηθεί, αντεξεταζόμενος, κατά πόσο ο αποβιώσαντας οπλοφορούσε και κατά πόσο του είχε δοθεί άδεια οπλοφορίας. Δεν ήταν πειστικός ότι λήφθηκαν όλα τα μέτρα που μπορούσαν να ληφθούν.
Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο μεταξύ άλλων κατέληξε στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, πως «δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Αστυνομία είχε καθήκον να λάβει προληπτικά επιχειρησιακά μέτρα για να προστατεύσει τη ζωή του αποβιώσαντα στην βάση της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και όχι της επίδειξης αμέλειας». Επίσης ανέφερε ότι «η Αστυνομία γνώριζε, είχε πληροφορία από έγκυρο πληροφοριοδότη ότι θα υπήρχε χτύπημα στα υποστατικά του αποβιώσαντα και ότι ο ίδιος θεωρείτο στόχος εγκληματικής ενέργειας. Είχε προηγηθεί μήνυμα της Interpol Σερβίας ότι είχαν ταξιδέψει στην Κύπρο πληρωμένοι εκτελεστές τον Απρίλιο 2016, ως παραδέχθηκε και ο Μ.Υ.2 (αστυνομικός). Αυτά ήταν γνωστά στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου. Όμως το μόνο που έπραξε ήταν να δώσει οδηγίες να περιπολείται το συγκεκριμένο υποστατικό, σε τακτά χρονικά διαστήματα, έδωσε οδηγίες στον αποβιώσαντα να προσέχει κατά την διακίνησή του και να ενημερώνει τις Αρχές όταν διάκεινται ή όταν διαπιστώνει οτιδήποτε ύποπτο, σύμφωνα με την μαρτυρία του Μ.Υ.1. Ήταν σε γνώση των αρχών ότι η φρουρά ασφαλείας του αποβιώσαντα δεν οπλοφορούσε και ότι ούτε ο ίδιος ο αποβιώσαντας οπλοφορούσε.
Φαίνεται να παραγνώρισαν το γεγονός ότι ανά δύο χρόνια γίνονταν απόπειρες εναντίον της ζωής του αποβιώσαντα ή μελών του άμεσου οικογενειακού του κύκλου. Επίσης παραγνώρισαν το γεγονός ότι είχαν ενημερωθεί από την Interpol Σερβίας για την άφιξη πληρωμένων δολοφόνων με στόχο τον αποβιώσαντα και λόγω ενημέρωσης των δολοφόνων με τηλεφώνημα, ως εκ λάθους, από Κύπριο αστυνομικό, αυτοί εγκατέλειψαν την προσπάθεια προφανώς για να επανέλθουν. Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν γνωστά. Οπόταν καθοδηγούμενο το Δικαστήριο από την νομολογία τόσο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και των Αγγλικών Δικαστηρίων καταλήγει ότι οι Αρχές είχαν καθήκον να λάβουν προστατευτικά μέτρα σε σχέση με την ζωή του αποβιώσαντα.
Επίσης, το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει μεταξύ άλλων πως η Δημοκρατία «επέδειξε αδιαφορία για τη ζωή του αποβιώσαντα όμως το δικαιολόγησε με την έλλειψη οικονομικών πόρων», ενώ στο άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται πως η Αστυνομία παραβίασε το καθήκον της να προστατεύσει την ζωή του αποβιώσαντα.
Σημειώνεται πως για την απόφαση δεν ασκήθηκε έφεση από την Νομική Υπηρεσία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Αδειάζει Αστυνομία, καταλογίζει ευθύνες το Δικαστήριο για φόνο Καλοψιδιώτη και Σέρβους εκτελεστές-«Επέδειξε αδιαφορία»