Κατέρρευσαν σαν ντόμινο οι λόγοι έφεσης για Συνεργατισμό-Πώς επιβεβαιώθηκε η αδυναμία στοιχειοθέτησης των αδικημάτων
Ντίνα Κλεάνθους 16:46 - 25 Φεβρουαρίου 2025

Σαν χάρτινος πύργος κατέρρευσαν όλοι οι λόγοι έφεσης που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας, σε σχέση με την απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, το οποίο τον Δεκέμβριο του 2021 αθώωσε σε όλες τις κατηγορίες και τους δέκα κατηγορούμενους που βρέθηκαν στο εδώλιο για την πολύκροτη υπόθεση του Συνεργατισμού, αφού η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε τα στοιχειοθετήσει τα αδικήματα που τους καταλόγιζε.
Το κατηγορητήριο περιλάμβανε δέκα πρόσωπα, επτά φυσικά και τρία νομικά. Πρόκειται για τους Δημητράκη Σταύρου, Ερωτόκριτο Χλωρακιώτη, Μαρία Χλωρακιώτου, Καρολίνα Αγγελοπούλου, Μαρία Χρυσάνθου, Κωνσταντίνο Λύρα, Γιώργο Μαυρέα, Detiero Enterprises Ltd, CHL Enterprises Ltd και Ktimatiki kotrona Ltd, οι οποίοι αντιμετώπιζαν συνολικά 48 κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα συνωμοσίας προς καταδολίευση, απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, ψευδών λογαριασμών, αθέμιτης κτήσης περιουσίας, κατάχρησης εξουσίας καθώς και αδικήματα συγκάλυψης.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα αδικήματα προέκυψαν - κατά την εκδοχή της Εισαγγελίας - κατά την σύναψη εφτά δανείων από την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Στροβόλου, ενώ ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι οι κατηγορούμενοι, είτε ως αξιωματούχοι και υπάλληλοι, είτε ως συνεργάτες ή πελάτες της ΣΠΕ Στροβόλου, συνωμότησαν προκειμένου να συναφθούν παράνομα δάνεια από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, υπέρ συγκεκριμένων προσώπων.
Μέσω εφέσεων, ο Γενικός Εισαγγελέας δια των εκπροσώπων του, Πολίνας Ευθυβούλου και Ζαχαρία Κούμουρου, επιχείρησαν να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση, ωστόσο με ομόφωνη απόφαση του το Εφετείο (Σταύρου, Κονής, Χριστοδουλίδου-Μέσσιου) απέρριψε ένα προς ένα τους λόγους που προέβαλε, επικυρώνοντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου, αφού δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα από πλευράς του, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του.
Αρχικές υποδείξεις για τις εφέσεις
Προτού το Εφετείο προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας των εφέσεων και των επιμέρους λόγων έφεσης, θέλησε να προβεί σε γενικότερα σχόλια σε σχέση με τη δομή τους, ενώ σε ότι αφορούσε την συγκεκριμένη περίπτωση του Συνεργατισμού, υπέδειξε πως δεν τηρήθηκαν οι αρχές, λέγοντας πως οι πλείστοι λόγοι έφεσης ήταν πανομοιότυποι.
Για παράδειγμα στην Ποινική Έφεση 16/20, στους επτά από τους εννέα λόγους έφεσης, επαναλαμβάνεται ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων», χωρίς διάκριση ή αναφορά στον τρόπο που φέρεται να έγινε τούτο σε κάθε περίπτωση. Ο προσδιορισμός γίνεται στην «αιτιολογία» του κάθε λόγου έφεσης, κατά τρόπο όμως ετεροχρονισμένο, αχαρτογράφητο και αφειδώλευτο, με εκτεταμένες αναφορές σε κατ’ ισχυρισμό σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δυσχεραίνοντας με τον τρόπο αυτό το εγχείρημα επακριβούς προσδιορισμού του παραπόνου, αλλά και στοχευμένης απάντησης. Παράλληλα, με την επιγραμματική γενικότητα του «λόγου έφεσης» αδρανοποιείται η υποχρέωση του εφεσείοντος για περιοριστική συνάρτηση «αιτιολογίας» και «λόγου έφεσης». Η πρακτική αυτή θα πρέπει να αποφεύγεται, ανεξαρτήτως του ποιος καταχωρεί την έφεση.
Διαδοχικά όχι στους λόγους έφεσης
Μεταξύ άλλων η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, υποστήριξε ότι το «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων», σε σχέση με τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και τις επίδικες αιτήσεις δανείου. Συγκεκριμένα, αποδόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι προσέγγισε τη μαρτυρία μικροσκοπικά και απομόνωσε επουσιώδη και/ή μη σχετική μαρτυρία, την ανήγαγε σε ουσιώδη και αγνόησε ουσιώδη και/ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα, καταλήγοντας έτσι σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Ωστόσο, το Εφετείο υπέδειξε πως παρά τη γενική επίκληση που γίνεται στον «λόγο έφεσης», αυτός εκφεύγει των παραμέτρων και της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(a)(iii), σημειώνοντας πως για να ήταν εντός των παραμέτρων, θα έπρεπε, κατά βάση, να γινόταν δεκτή η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και η συνακόλουθη αναγωγή της σε ευρήματα επί των γεγονότων, με τη διαφωνία να διατηρείται και να διατυπώνεται ως προς το νομικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη στοιχειοθέτηση συστατικού ή συστατικών στοιχείων του αδικήματος της πλαστογραφίας.
Αντ’ αυτού, ο εφεσείων «βάλλει» κατά της αξιολόγησης που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδίδοντας του ότι κακώς ανήγαγε σε ουσιώδη, μαρτυρία που στην πραγματικότητα ήταν επουσιώδη ή άσχετη. Ομοίως, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι προέβη σε λανθασμένα ευρήματα επί των γεγονότων, ενώ αν προσέγγιζε και αποτιμούσε την αξία της προσκομισθείσας μαρτυρίας σωστά, θα έπρεπε να προβεί σε άλλα ευρήματα επί των γεγονότων, κάτι που θα έπρεπε συνακόλουθα να το οδηγούσε στην εξαγωγή των σωστών νομικών συμπερασμάτων. Επί του προκειμένου, υπενθυμίζεται ότι δεν επιτρέπεται η υποβολή έφεσης κατά της αξιολόγησης ή οποιουδήποτε συναφούς θέματος, αλλά ούτε για προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αυτό ουσιαστικά επιχειρείται.
Βέβαια, το Εφετείο υπέδειξε πως είναι ορθή η θέση ότι η μαρτυρία θα πρέπει να αντικρίζεται και να προσεγγίζεται σφαιρικά, ώστε το Δικαστήριο να διατηρεί επαφή με την πραγματική εικόνα που εκπέμπεται και να μπορεί έτσι να εξαγάγει λογικά συμπεράσματα και να καταλήγει σε ορθολογιστική ετυμηγορία, ωστόσο υπέδειξε πως οι κατηγορίες αδικημάτων που προσάπτονται σε κατηγορούμενους, εξετάζονται μικροσκοπικά, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο θα πρέπει, θέτοντας πολύ υψηλό πήχη, να ικανοποιηθεί ότι κάθε επιμέρους συστατικό στοιχείο έχει στοιχειοθετηθεί στον απαιτούμενο βαθμό, προτού να προχωρεί σε κατάληξη ενοχής.
Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπονται εκπτώσεις στο βάρος απόδειξης. Ούτε Δικαστήριο νομιμοποιείται να ακολουθήσει προσεγγίσεις του τύπου – αφού υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρία που καταδεικνύουν αξιόμεπτη συμπεριφορά σε ό,τι αφορά τη γενική αντίληψη περί Πλαστογραφίας και/ή Απόσπασης χρημάτων, άρα οι κατηγορούμενοι μπορούν να καταδικαστούν στις ομώνυμες ή και σε συναφείς κατηγορίες. Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, χωρίς να εξετάζεται η ουσία του παραπόνου, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, περιορίστηκε στο ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων», αναφέροντας στην αιτιολογία πως προκύπτει ότι άπτεται των κατηγοριών πλαστογραφίας και κυκλοφορίας των τριών πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής της ΣΠΕ Στροβόλου, στρεφόμενος κυρίως κατά του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που κατέληξε ότι «...όλη η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, κατέδειξε ότι το δάνειο αυτό όπως και τα υπόλοιπα επίδικα δάνεια, εγκρίθηκαν νόμιμα με την υπογραφή της σχετικής αίτησης από τρεις Επιτρόπους». Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίφθηκε, με το Εφετείο να υποδεικνύει πως και αυτός εκφεύγει του πλαισίου του άρθρου 137(1)((α)iii).
Φρονούμε ότι και στην περίπτωση του λόγου έφεσης 2 τα πράγματα βοούν. Ο εφεσείων αντιτίθεται στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε γενικά την προσκομισθείσα μαρτυρία και ειδικά τη μαρτυρία των ΜΚ26 και 15. Για τη ΜΚ26 του αποδίδεται ότι παρερμήνευσε τα λεγόμενα της και μάλιστα επί ενός καίριου σημείου για την κατάληξη του, ενώ για τον ΜΚ15 απομόνωσε μια και μόνο αναφορά του – επίσης επί ενός καίριου σημείου για την κατάληξη του – και αγνόησε άλλη σχετική μαρτυρία. Στη συνέχεια της «αιτιολογίας» γίνεται αναφορά σε νομικούς συλλογισμούς και συνειρμούς και στο πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων αυτών. Στο επίκεντρο όμως του λόγου έφεσης είναι η αξιολόγηση των μαρτύρων που προαναφέραμε, αλλά και της μαρτυρίας γενικά. Όπως υποδείξαμε ανωτέρω, στο κεφάλαιο «αξιολόγηση» για σκοπούς του άρθρου 137, έχει δοθεί από τη Νομολογία ευρεία έννοια, ώστε να περιλαμβάνει και κάθε συναφές θέμα, αλλά και τα συνακόλουθα ευρήματα που προκύπτουν από αυτή. Για οτιδήποτε αφορά άμεσα ή έμμεσα αυτά τα ζητήματα, δεν επιτρέπεται έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα.
Ο τρίτος λόγος έφεσης, όπως υπέδειξε το Εφετείο, ήταν ο ίδιος, με την Εισαγγελία να υποστηρίζει πως το Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, σε σχέση με τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της απόσπασης αγαθώς με ψευδείς παραστάσεις, ενώ εξέφρασε την θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο με μικροσκοπική, αντί σφαιρική προσέγγιση, κατέληξε αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι η πλειάδα των πράξεων και παραλείψεων που καταδείχθηκε από την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν συνιστούν παρανομίες και δεν υπάρχει δόλος και πρόθεση καταδολίευσης.
Στην αιτιολογία, ο εφεσείων δεν διαφώνησε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση οποιουδήποτε συγκεκριμένου μάρτυρα, ωστόσο όπως σημείωσε το Εφετείο, καυτηριάζει την εν γένει προσέγγιση του, παραπέμποντας σε νόμους, θεσμούς, εγκυκλίους, αλλά και σε αποδεχθείσα μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο - κατά τη θέση του - παραγνώρισε. Μάλιστα, εξέφρασε τη θέση πως παραβιάστηκαν νόμοι, θεσμοί και εγκύκλιοι με αποτέλεσμα οι δανεισμοί να ήταν παράνομοι, στοιχείο που αναγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως να μπει στη βάσανο να συνυπολογίσει το ουσιαστικό αυτό ζήτημα, στη διαπίστωση πρόθεσης καταδολίευσης.
Ωστόσο, αντίθετη ήταν η θέση του Εφετείου, το οποίο στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, έκρινε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα.
Με κάθε εκτίμηση προς τον εφεσείοντα και στις θέσεις που αναπτύσσει και τη μαρτυρία που παραθέτει στο διάγραμμα αγόρευσης του, δεν θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω κατάληξη του, με βάση πάντα τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, αλλά και το αυξημένο βάρος απόδειξης ενός εκάστου των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, στην προκειμένη περίπτωση της πρόθεσης καταδολίευσης. Επί τούτου να σημειώσουμε ότι η μη καταγραφή ή/και αναφορά σε πτυχή δοθείσας μαρτυρίας σε μια δικαστική απόφαση, ακόμα και σημαντική, δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο την αγνόησε. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε και/ή που παραλείφθηκε να προσκομιστεί, δικαιολογείτο η κατάληξη του Δικαστηρίου, και τούτο παρά την ύπαρξη έντονης ή και δικαιολογημένης υποψίας περί της τέλεσης κάποιας ατασθαλίας.
Ο τέταρτος λόγος, όπως υπέδειξε το Εφετείο, ήταν στο ίδιο μοτίβο, με την Εισαγγελία και πάλι να αναφέρει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, σε σχέση με τις κατηγορίες απόσπασης αγαθών δια ψευδών παραστάσεων, υποστηρίζοντας πως οι τρείς επίτροποι υπέγραψαν τις αιτήσεις δανείων εκτός συνεδρίας της Επιτροπής, άρα δεν ήταν νομότυπη η έγκριση, αφού δεν έγινε από την Επιτροπή, κάτι που αν γνώριζαν οι λειτουργοί της ΣΠΕ δεν θα προχωρούσαν στη συνέχεια στην εκταμίευση των χρημάτων.
Επί του προκειμένου, οι εκπρόσωποι του Εισαγγελέα υποστήριξαν ότι η μη κλήση των επιτρόπων για να καταθέσουν στο Δικαστήριο (οι δύο φαίνεται να είχαν αποβιώσει πριν την έναρξη της διαδικασίας), δεν άφησε κενό στη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης, αφού το συστατικό στοιχείο της «απόσπασης» που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η εξασφάλιση του δανείου και του αντίστοιχου χρηματικού ποσού, επιτυγχάνεται την ώρα της εκταμίευσης των χρημάτων και όχι την ώρα που εγκρίνεται το δάνειο, ως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Θέση η οποία επίσης απορρίφθηκε, με το Εφετείο να σημειώνει μεταξύ άλλων, πως ο πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε με ευστοχία τη νομική πτυχή του αδικήματος.
Προκύπτει ότι καθοριστική για την τελική παραχώρηση των δανείων ήταν η υπογραφή των σχετικών αιτήσεων από τους τρεις επιτρόπους. Υπό αυτή την ουσιαστική έννοια η «εξασφάλιση», έγινε όντως κατά τη διαδικασία υπογραφής από τους τρεις επιτρόπους. Απ’ εκεί και πέρα η διαδικασία που ακολουθούσαν οι λειτουργοί της ΣΠΕ ήταν διαδικαστική/ διεκπεραιωτική. Δεν υπήρχε πλέον ευχέρεια να ασκήσουν οι ίδιοι την όποια κρίση στη λήψη ή μη των χρημάτων. Η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Η «εξασφάλιση» είχε ήδη επιτευχθεί και απέμενε το κατ’ ουσία τυπικό κομμάτι, της εκταμίευσης ή διάθεσης των χρημάτων. Συνακόλουθα, απολύτως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η κρίση που ενδιέφερε για στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, ήταν αυτή των καθ’ ύλην αρμοδίων επιτρόπων και ελλείψει επί τούτου σχετικής μαρτυρίας, οι κατηγορίες ήταν έκθετες σε απόρριψη. Το ότι τη διαδικαστική/διεκπεραιωτική πράξη, με την οποία θα τελεσφορούσε «η απόκτηση των αγαθών», την ανάλαβαν οι λειτουργοί της ΣΠΕ, ουδόλως καθιστούσε τη δική τους νοητική κρίση ως την καίρια για στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, για τον προφανή λόγο ότι δεν είχαν ουσιαστικό δικαίωμα κρίσης επί του θέματος.
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες συνομωσίας προς καταδολίευση, το παράπονο του Γενικού Εισαγγελέα, όπως καταγράφεται στην απόφαση, ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας σε νομική πλάνη (αφού δεν έλαβε υπόψη τις σχετικές πρόνοιες των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων 1985- 2012, τις οδηγίες που εξέδιδε ο Έφορος ΥΕΑΣΕ και τα διάφορα εγχειρίδια της ΣΠΕ Στροβόλου και του Τμήματος Συνεργατικής Ανάπτυξης) και παραγκωνίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία, αναιτιολόγητα, αθώωσε τους κατηγορούμενους στις αντίστοιχες κατηγορίες συνωμοσίας.
Ωστόσο, το Εφετείο υπέδειξε πως το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα, σημειώνοντας παράλληλα πως το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν τον σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. Ως εκ τούτου, η Κατηγορούσα Αρχή, όπως υπέδειξε, θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια είτε με άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ’ ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό.
Με κάθε εκτίμηση, δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε σε νομική πλάνη, προχωρώντας στα πιο πάνω ευρήματα, ούτε ότι παραγκώνισε τη δοθείσα μαρτυρία, αθωώνοντας συνακόλουθα τους κατηγορούμενους. Ομοίως δεν δεχόμαστε ότι «ο συλλογισμός του δικαστηρίου πέραν από αντινομικός είναι και το λιγότερο προκλητικός» ως αναφέρεται στη σελ.92 του διαγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντος. Τα πιο πάνω ευρήματα (με εξαίρεση ίσως την προτελευταία παράγραφο) ως επίσης και η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένα, δεδομένου του τρόπου διατύπωσης των κατηγοριών, της υπόθεσης ως προωθήθηκε στο Δικαστήριο, των αναφορών που έγιναν από την Κατηγορούσα Αρχή, αλλά και της μαρτυρίας που προσκομίστηκε.
Περαιτέρω, καταλογίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, ότι εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, αφού αυτό έγινε με την ανεπαρκή αιτιολόγηση - κατά τη θέση του - ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές και αποκλίσεις ως προς τα ευρήματα τους για την αξία των επιδίκων ακινήτων. Όπως ήταν η θέση του, η μαρτυρία έπρεπε να κριθεί αυτοτελώς και χωρίς συσχετισμό της μιας προς την άλλη, όπως επιβαλλόταν, με τον Εφετείο να υποδεικνύει μεταξύ άλλων, πως η μαρτυρία ουδόλως αγνοήθηκε, αντίθετα, αξιολογήθηκε μαζί με άλλη μαρτυρία.
Επίσης, αποδόθηκε στο Δικαστήριο - «και πάλι», όπως σημειώνεται στην απόφαση - ότι εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, σε σχέση με το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, διότι «δεν καταδείχθηκε ότι η παράκαμψη της διαδικασίας από πλευράς κατηγορουμένου, επηρέασε την απόφαση του για έγκριση της υποθήκης, ούτε αποδείχθηκε οποιαδήποτε βλάβη στη ΣΠΕ Στροβόλου, ενώ δεν είναι μόνο η αυθαίρετη εγγραφή της υποθήκης ακινήτου που άνηκε στην εταιρεία της συζύγου του που του καταλογιζόταν. Του καταλογιζόταν ότι ως θεματοφύλακας του Συνεργατισμού, καταχρώμενος την εξουσία του και με σκοπό το προσωπικό κέρδος, ενέκρινε την εγγραφή της υποθήκης, ώστε να εξασφαλιστεί το δάνειο των £80.000 στο όνομα προσώπου που ενεργούσε ως αχυράνθρωπος».
Ωστόσο και πάλι το Εφετείο δεν εντόπισε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου, λέγοντας μεταξύ άλλων, πως οι παραβιάσεις/παρακάμψεις της νομοθεσίας, των κανονισμών και των θεσμών που λάμβαναν χώρα, ήταν δεδομένες και πολλές και αναγνωρίστηκαν, εντούτοις δεν ήτνα αυτό το ζητούμενο της συγκεκριμένης κατηγορίας.
Το κεντρικό θέμα ήταν η στοιχειοθέτηση, με αποκλειστικό γνώμονα τις επιλεγείσες και εκτεθείσες στο κατηγορητήριο, λεπτομέρειες αδικήματος. Δηλαδή, αν η κατ’ ισχυρισμό κατάχρηση εξουσίας από πλευράς εφεσίβλητου, οδήγησε στην από μέρους του έγκριση της εγγραφής της υπό αναφορά υποθήκης [επιβαρυντικά - για δικό του όφελος] και όχι, αν γενικά, προκάλεσε ή πέτυχε την έγκριση του δανείου προς τον ΜΚ10, για δικό του όφελος, ζήτημα στο οποίο δίδεται μεγάλη έμφαση στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος. Το δάνειο ως αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν όντως προς όφελος του εφεσίβλητου. Η υποθήκη όμως, ιδωθείσα ως στοιχείο εξασφάλισης, ήταν προς όφελος της ΣΠΕ Στροβόλου. Επιπρόσθετα στοιχείο της κατηγορίας ήταν ότι η κατ’ ισχυρισμό κατάχρηση εξουσίας, παράβλαψε τα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου. Κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία αποδείχθηκαν
Όλοι οι λόγοι έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα απορρίφθηκαν, αφού δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα στην τεκμηρίωση της απόφασης και ως εκ τούτου όλοι οι κατηγορούμενοι είναι τελεσίδικα αθώοι.
Οι εφεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τους: Γιώργο Παπαϊωάννου για Γ. Α. Παπαϊωάννου Δ.Ε.Π.Ε., Πέτρο Σταύρου για Π. Σταύρου Δ.Ε.Π.Ε., Άντρο Πελεκάνου με Χάρη Γεωργίου για Πελεκάνος και Πελεκάνος Δ.Ε.Π.Ε. και Ηλία Στεφάνου με Αγγελική Αριστοδήμου για Η. Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε.
