Κυπριακή Αστυνομία! Άφησαν κρατούμενο να τηλεφωνήσει στο θύμα που τον κατήγγειλε για βία ώστε να αποσύρει
12:00 - 07 Ιανουαρίου 2025
Μια ενδιαφέρουσα - τραγική - πτυχή προκύπτει από τα όσα καταγράφονται σε απόφαση του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο, σε σχέση με την κράτηση κατηγορούμενου ως υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης, για σοβαρή υπόθεση βίας κατά της συμβίας του. Μια πτυχή, που για άλλη μια φορά, αναδεικνύει ζητήματα ανεπάρκειας από πλευράς μελών της Αστυνομίας, που δυστυχώς οι πράξεις τους, αφενός εκθέτουν και πλήττουν ολόκληρο το Σώμα και αφετέρου δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες, ειδικότερα σε ευάλωτα θύματα κακοποιητικών συμπεριφορών, ωστόσο η εν λόγω απόφαση - όπως άλλες τόσες - δεν αξιοποιήθηκε για απόδοση ευθυνών.
Και όμως! Αν και θεωρείτο απόλυτο λογικό, χωρίς κάποιος να χρειάζεται ειδικά πτυχία ή εμπειρογνωμοσύνη, πως ο κατηγορούμενος δεν θα έπρεπε να είχε επικοινωνία με την συμβία του, η Αστυνομία του επέτρεψε να την καλέσει στο τηλέφωνο, από την γραμμή του Αστυνομικού Σταθμού, ζητώντας της να αποσύρει την καταγγελία της. Ένα τηλεφώνημα που έγινε ενόσω ο ύποπτος βρισκόταν υπό κράτηση, που ως γνωστόν, η Αστυνομία και κατ' επέκταση η Εισαγγελία, ζητά την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης ενός υπόπτου, ώστε - μεταξύ άλλων - να διενεργηθούν εξετάσεις, χωρίς να τίθεται κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.
«Η ουσία του πράγματος είναι μια. Από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας και παραπέμπουμε στην δεύτερη κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 22/7/2024 και χωρίς βέβαια να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, ο κατηγορούμενος αν και βρισκόμενος σε αστυνομική κράτηση, αντιλαμβανόμενος βέβαια ότι επρόκειτο να καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του, πήρε τηλέφωνο στην παραπονούμενη και της ζήτησε να αποσύρει τις κατηγορίες. Αυτό το στοιχείο της μαρτυρίας, στην όψη του και μόνο, είναι αρκετό για να δημιουργήσει στο Δικαστήριο την ισχυρή εντύπωση, που απαιτείται από τη νομολογία, ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μητρώο. Υπάρχει μαρτυρία από το φερόμενο θύμα ότι υπήρξε προσπάθεια από τον κατηγορούμενο προς επηρεασμό της για να αποσύρει την καταγγελία και ότι η ισχυριζόμενη προσπάθεια έγινε ενώ ο κατηγορούμενος βρίσκονταν σε αστυνομική κράτηση. Η θέση ότι δεν γνώριζε ότι απαγορευόταν δεν διαφοροποιεί την ουσία».
Το πιο πάνω απόσπασμα καταγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου 2024, ωστόσο το περιστατικό σημειώθηκε κατά τον περασμένο Ιούλιο (σ.σ επί προηγούμενης ηγεσίας της Αστυνομίας), το οποίο εγείρει σωρεία ερωτημάτων, αναφορικά με τους χειρισμούς των μελών. Και αυτό διότι, αφενός δεν θα έπρεπε να του επιτραπεί τηλεφώνημα στην συμβία του για ευνόητους λόγους, κάτι που θεωρείται αυτονόητο, και αφετέρου, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι η άγνοια, αφού οι κλήσεις οποιουδήποτε κρατούμενου, ειδικότερα όταν κάποιος τελεί υπό κράτηση και συνεπώς βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες, είναι συγκεκριμένες και αυτές πρέπει ή τουλάχιστον θα έπρεπε, να ελέγχονται αυστηρά. Συνεπώς, τα μέλη της Αστυνομίας που είχαν την ευθύνη, θα έπρεπε να γνωρίζουν, χωρίς καμία δικαιολογία, για τον ποιον θα καλούσε ο ύποπτος και θα έπρεπε να δημιουργήσουν δικλείδες ασφαλείας, ωστόσο, αντί αυτού, κάλεσε το θύμα και επιδίωκε την απόσυρση της καταγγελίας. Και όλα αυτά, ενόσω βρισκόταν υπό κράτηση, εντός αστυνομικού σταθμού και κάτω από την μύτη μελών της Αστυνομίας, στην οποία κατά τα άλλα αποτάθηκε το θύμα για βοήθεια και... ασφάλεια, που εμπίπτει στην αποστολή της.
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά έντεκα κατηγορίες, οι οποίες αφορούν πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στη συμβία του, επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, απειλή βιαιοπραγίας, απαίτηση πιστωτικής κάρτας με απειλές, κλοπή ποσού €1.300 δια χρήσης της πιστωτικής κάρτας της παραπονούμενης, απειλή διάδοσης βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου, πρόκληση τρόμου δια απειλής διενέργειας παράνομης πράξης και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία δια τηλεφωνικής προτροπής προς απόσυρση καταγγελίας.
Η παραπονούμενη στην πρώτη της κατάθεση, τον Ιούλιο του 2024, είχε καταγγείλει πως ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε υπό την απειλή κουζινομάχαιρου, φέροντας της κτυπήματα στο πρόσωπο και στις πλευρές της, με αποτέλεσμα την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, ενώ ισχυρίστηκε πως την απειλούσε, κατά την προσπάθεια της να του πει πως ήθελε να χωρίσουν. Επίσης, κατήγγειλε πως ο κατηγορούμενος την απειλούσε να δημοσιεύσει στα μέσα κοινωνικές δικαίωσης βίντεο ερωτικού περιεχομένου που είχε εξασφαλίσει, χωρίς την συγκατάθεση της, ενώ ισχυρίστηκε πως της έκλεψε από την πιστωτική της κάρτας το ποσό των 1300 ευρώ.
Μετά την σύλληψη του κατηγορούμενου και ενώ αυτός βρισκόταν υπό κράτηση, σύμφωνα με νέα κατάθεση της παραπονούμενης, αυτός την κάλεσε από τον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου, λέγοντας της - σε ήρεμο τόνο - πως την αγαπούσε και πως μετάνιωσε για τις πράξεις του, καλώντας την παράλληλα να αποσύρει την καταγγελία της, διαβεβαιώνοντας την πως δεν θα την ενοχλήσει ξανά. Στην κατάθεση της η παραπονούμενη ανέφερε πως δεν ήταν απειλητικός, ωστόσο αντιλήφθηκε πως προσπαθούσε να γίνει χειριστικός, ώστε να την πείσει να αποσύρει την σε βάρος του καταγγελία.
Η Κατηγορούσα Αρχή, που εκπροσωπείτο από την δικηγόρο της Δημοκρατίας Στάλω Παπουή, ζήτησε την κράτηση του κατηγορούμενου μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης, με το Κακουργιοδικείο να ανάβει το πράσινο φως, αφού έκρινε πως υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτυρίας, δεδομένου του τηλεφωνήματος που έγινε προς την παραπονούμενη, ενόσω βρισκόταν σε αστυνομικά κρατητήρια. Απέρριψε δε τον κίνδυνο φυγοδικίας, με βάση τις προσωπικές του συνθήκες, όπως επίσης και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Επί τούτου, η Κατηγορούσα Αρχή παρέπεμψε το Κακουργιοδικείο στην προηγούμενη καταδίκη του κατηγορούμενου, στον οποίο επιβλήθηκε εξαετής ποινή φυλάκισης για τον βιασμό της εν διαστάσει πρώην συζύγου του. Το Κακουργιοδικείο όμως, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε περιορίσει τον κίνδυνο σε σχέση μόνο με την παραπονούμενη και αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να εκλάβει ως αποδεδειγμένα τα όσα η παραπονούμενη αναφέρει στην κατάθεσή της, κατέληξε, σύμφωνα με τα όσα καταγράφει η απόφαση, Κότι ούτε αυτός ο λόγος κράτησης μπορούσε να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, διέταξε την κράτηση του κατηγορούμενου στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας, αφού δεδομένου των όσων ανέφερε η παραπονούμενη στην δεύτερη της κατάθεση, σε σχέση με το τηλεφώνημα που δέχθηκε, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και πως οι φόβοι και οι ανησυχίες της Αστυνομίας είναι δικαιολογημένοι.
Η απόφαση του Κακουργιοδικείου αμφισβητήθηκε μέσω έφεσης που καταχώρησε η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, που εκπροσωπείται από τον Μ. Κιτρομηλίδη, ωστόσο το Εφετείο δεν εντόπισε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: