Η ετυμηγορία του Λιάτσου στην «ευπρόσδεκτη κριτική» και οι... άσχετοι επικριτές αναλόγως απόψεως
13:25 - 16 Νοεμβρίου 2024
«Οι αναφορές σε αποφάσεις Δικαστηρίων χωρίς γνώση του αντικειμένου και η αμφισβήτηση της δικαστικής εξουσίας κατ' αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά υποσκάπτουν το κράτος δικαίου. Ποτέ δεν ζητήσαμε να μην υπάρχει κριτική, η οποία δεν είναι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και αναγκαία, αλλά να γίνεται με επιστημονικά κριτήρια, με βάση τα γεγονότα, τον νόμο, και τη γνώση του συγκεκριμένου θέματος. Οι αναφορές, χωρίς μελέτη των αποφάσεων και χωρίς γνώση του αντικειμένου, και όταν υπάρχει αμφισβήτηση της δικαστικής εξουσίας με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά υποσκάπτεται το κράτος δικαίου».
Τα πιο πάνω ανέφερε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΑΣΔ), Αντώνης Λιάτσος, κατά τη συζήτηση στη Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών του προϋπολογισμού της Δικαστικής Υπηρεσίας, ο οποίος στην ουσία αντίστρεψε τους ρόλους και άσκησε κριτική σε όσους ασκούν κριτική στις δικαστικές αποφάσεις.
Αναμφίβολα, ο κ. Λιάτσος έχει κάθε δικαίωμα να εκφράσει την άποψη του, όμως το ίδιο δικαίωμα έχει ο κάθε πολίτης, αφού ως Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, γνώστης του αντικειμένου, θα γνωρίζει πολύ καλά πως το άρθρο 18 του Συντάγματος, που προνοεί πως έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, δεν έχει υποσημειώσεις με εξαιρέσεις. Συνεπώς, ο οποιοσδήποτε πολίτης, ανεξαρτήτως ιδιότητας, είτε είναι νομικός είτε οδηγός σκυβαλοφόρου, είναι ελεύθερος να διατυπώσει την άποψη του και να ασκήσει κριτική, για οποιοδήποτε θέμα, ακόμα και για δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες δεν θα πρέπει να θεωρούνται άβατο ή ιερά τράπεζα.
Αντιθέτως, η Δικαιοσύνη κρίνεται ένας από τους κορυφαίους θεσμούς, που ναι μεν οι πολίτες θα πρέπει να σέβονται, όπως τους Νόμους αυτού του κράτους, έχουν όμως κάθε δικαίωμα είτε να διαφωνήσουν ή να συμφωνούν με τον τρόπο που απονέμεται. Έχουν το δικαίωμα να ασκούν κριτική επί των αποφάσεων, να διαφωνούν ή να συμφωνούν με αυτές, να την εμπιστεύονται ή να μην την εμπιστεύονται και γενικότερα είναι ελεύθεροι, στην βάση των δικών τους κριτηρίων, να εκφράζονται ελεύθερα σε μια στο μεταξύ δημοκρατική χώρα.
Ζητήματα όταν ασκείται κριτική, κανένα ζήτημα όταν απονέμονται τα εύσημα
Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που κρατικοί αξιωματούχοι ή πρόσωπα που κατέχουν θέσεις και πρωταγωνιστούν στην δημόσια σφαίρα, να διαμηνύουν πως δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την άσκηση κριτικής, τονίζοντας μάλιστα πως είναι καλοδεχούμενη, εντούτοις όταν ασκείται σε βάρος τους, εμφανίζονται την ίδια ώρα ενοχλημένοι, επικρίνοντας αυτούς που τους επικρίνουν. Σε αντίθετες περιπτώσεις, όπου απονέμονται τα εύσημα, ουδέποτε αναδείχθηκε θέμα για το υπόβαθρο ενός πολίτη, για τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη του. Για παράδειγμα, όταν καταδικάστηκε ο πρώην Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και το περί δικαίου αίσθημα είχε ικανοποιηθεί, κανένας δικαστής δεν έθεσε το θέμα των γνώσεων των πολιτών, δεν ασχολήθηκε με τα επιστημονικά κριτήρια και πολύ περισσότερο δεν κάλεσε τους πολίτες να διαβάσουν την απόφαση, προτού τους πλέξουν τον εγκώμιο.
Από την τοποθέτηση του Προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, προκύπτει ξεκάθαρα η ενόχληση του στην κριτική που ασκήθηκε με αφορμή την απόφαση για παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Ενδεχομένως η ενόχληση του να είναι δικαιολογημένη, ενδεχομένως και όχι. Το ζητούμενο όμως δεν είναι αυτό, αφού ως γνωστόν, αλλιώς θα διαβαστεί μια δικαστική απόφαση από ένα δικαστή ή δικηγόρο και αλλιώς από ένα πολίτη, με διαφορετική ιδιότητα. Το ζητούμενο που προκύπτει στις δηλώσεις του κ. Λιάτσου, εντοπίζεται στον «νόμο» που καθορίζει, ως προς το πότε κάποιος έχει το δικαίωμα να ασκήσει κριτική και να αμφισβητήσει την δικαστική εξουσία.
Μιλώντας με δικαστικούς όρους, θα έλεγε κανείς πως ο κ. Λιάτσος «παραβίασε το τεκμήριο της αθωότητας». Και αυτό διότι, εξέδωσε «ετυμηγορία», πως οι πολίτες ασκούν κριτική, χωρίς «επιστημονικά κριτήρια, με βάση τα γεγονότα, τον νόμο, και τη γνώση του συγκεκριμένου θέματος» και «χωρίς μελέτη των αποφάσεων και χωρίς γνώση του αντικειμένου».
Δεδομένου πως είναι αδύνατον ο κ. Λιάτσος να γνωρίζει όλους όσους ασκούν ή άσκησαν κριτική, δηλαδή να ακούσει τα γεγονότα από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο, πως ο οποιοσδήποτε προβαίνει σε σχόλια χωρίς να έχει διαβάσει μια απόφαση ή χωρίς να έχει γνώσεις ή να γνωρίζει τα γεγονότα. Το ότι κάποιος δεν είναι δικηγόρος ή δικαστής, δεν συνεπάγεται με τα όσα ανέφερε ο Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, μπορεί η κριτική κάποιου πολίτη, ανεξαρτήτως ότι δεν είναι δικαστής ή δικηγόρος, να ασκείται μετά την ανάγνωση μιας απόφασης ή και να είναι γνώστης των γεγονότων, ωστόσο και πάλι να διαφωνεί. Συνεπώς, η «καταδίκη» όσων προέβησαν ή προβαίνουν σε κριτική, με την οποία ενδέχεται να υπάρχουν διαφωνίες, θα έλεγε κάποιος πως είναι άστοχη, αφού πέραν του ότι χαρακτηρίζονται εμμέσως πλην σαφώς ως «άσχετοι» οι επικριτές που δεν προέρχονται από το σύστημα της Δικαιοσύνης, σε αντίθεση με όσους συμφωνούν με τις αποφάσεις, παραβιάζει και το δικαίωμα τους στο να εκφράσουν ελεύθερα την άποψη τους, όποια και αν είναι αυτή.
Για παράδειγμα, ακόμη και γνώστης νομικών να μην είναι ένας πολίτης και χωρίς να γνωρίζει τα γεγονότα σε μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικου, που εκ των πραγμάτων είναι ανέφικτο να τα γνωρίζει, εντούτοις στο άκουσμα για επιβολής μίας ποινής μερικών μηνών, δεν έχει το δικαίωμα, μόνο από αυτό, να εκφράσει την διαφωνία του ως προς το ύψος της ποινής; Με βάση την τοποθέτηση του κ. Λιάτσου, η απάντηση είναι όχι, εκτός και αν βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια η άποψη του, δηλαδή να έχει σπουδάσει νομική και εκτός αν διαβάσει ολόκληρη την απόφαση, την οποία όμως δεν μπορεί να έχει, αφού δεν είναι νομικός! Με βάση όμως το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως.
Βέβαια, αποτελεί παραδεκτό γεγονός, πως πολλές φορές ασκείται γενικότερα κριτική, στην βάση γεγονότων του «καφενέ», η οποία ενδέχεται να αδικεί πρόσωπα και καταστάσεις, ωστόσο η ισοπέδωση δεν θα πρέπει να γίνεται από καμία πλευρά.
Απόφαση με πολιτικές προεκτάσεις
Από την άλλη, σε σχέση με την απόφαση του Ανωτάτου για την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, επί της οποίας προκλήθηκαν αντιδράσεις, με το 84% των πολιτών - όπως έδειξε δημοσκόπηση - να διαφωνεί με την ετυμηγορία του Συμβουλίου, αυτό που ενδέχεται να μην έγινε αντιληπτό από του δικαστές, δεδομένου και των δηλώσεων του κ. Λιάτσου που έδειξε την ενόχληση του, ήταν πως οι αντιδράσεις ήταν περισσότερο πολιτικές και όχι νομικές. Και αυτό διότι, οι δικαστές έλαβαν μια απόφαση για ένα πολιτικό θέμα, αφού επρόκειτο για ένα κρατικό αξιωματούχου που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση διαφώνησε και τράβηξε διαχωριστική γραμμή από αυτή των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας. Συνεπώς, το περί δικαίου αίσθημα, είναι μια συναισθηματική αντίδραση, η οποία όχι μόνο δεν ορίζεται από τον Νόμο αλλά ούτε το Σύνταγμα καθορίζει με ποιον τρόπο μπορεί να αισθανθεί ο κάθε πολίτης, στον απόηχο μιας απόφασης που αφορά ένα αξιωματούχο.
Ανεξαρτήτως εάν ήταν ορθή ή όχι η απόφαση, που ακόμα και οι απόψεις δικηγόρων ή δικαστών διίστανται, οι πολίτες στην ουσία, βλέποντας την μεγάλη εικόνα, αυτό που αμφισβήτησαν και επέκριναν, δεν ήταν το νομικό πλαίσιο, αλλά το ηθικό και το δίκαιο. Και αυτό διότι, επρόκειτο για ένα κρατικό αξιωματούχο, ο οποίος, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν απολύθηκε γιατί έκανε λάθος την δουλειά του, αλλά λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία κρίθηκε ανάρμοστη.
Πέραν όπως των πιο πάνω, τα Δικαστήρια δεν αιωρούνται στο διάστημα. Αντιθέτως, αποτελούν μέρος ενός περίπλοκου κοινωνικού συστήματος. Αποτελούν το τελευταίο και μεγαλύτερο γρανάζι στον τρόπο απονομής Δικαιοσύνης και δεδομένου πως σε ορισμένες περιπτώσεις λαμβάνουν αποφάσεις με πολιτικές προεκτάσεις, τα Δικαστήρια και κατ' επέκταση οι δικαστές, δεν εξαιρούνται της κριτικής και ούτε πρέπει να καθορίζονται «νόμοι», ως προς τον τρόπο και από ποιους θα ασκηθεί, δεδομένου πως αυτές εμπίπτουν στα πλαίσια του πολιτισμού.
Περί αμφισβήτησης της Δικαιοσύνης
Πέραν όμως των πιο πάνω, η αναφορά του κ. Λιάτσου πως «όταν υπάρχει αμφισβήτηση της δικαστικής εξουσίας με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά υποσκάπτεται το κράτος δικαίου», ανοίγει μια άλλη συζήτηση. Και αυτό διότι, πέραν του ότι και πάλι ο κάθε ένας έχει το δικαίωμα να εμπιστεύεται ή όχι την δικαστική εξουσία, η οποία δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ο απόλυτος άρχοντας τον οποίο ουδείς μπορεί να αμφισβητεί, οι λόγοι πίσω από την ενδεχόμενη αμφισβήτηση είναι πολλοί και αυτοί συσσωρεύτηκαν με την πάροδο των χρόνων. Κάτι που καταδεικνύεται και στις εκθέσεις του EU Justice Scoreboard, όπου στην τελευταία καταγράφεται πως ποσοστό της τάξεως του 51%, δεν πιστεύει στην ανεξαρτησία των Δικαιοσύνης, με το ποσοστό μάλιστα, όπως σημειώνεται, να έχει επιδεινωθεί σε σχέση με προηγούμενες χρονιές.
Τα τελευταία χρόνια, υπήρχαν ουκ ολίγες περιπτώσεις, όπου η Δικαιοσύνη τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Είτε λόγω αποφάσεων που λήφθηκαν ή… δεν λήφθηκαν, είτε λόγω χειρισμών που έγιναν σε πολύκροτες υποθέσεις, είτε από καταγγελίες περί κουμπαροκρατίας. Δυστυχώς, υπήρχαν πάρα πολλά επεισόδια που το κάθε ένα έβαζε το λιθαράκι του στην αμφισβήτηση τόσο της Δικαιοσύνης, όσο και του κράτους δικαίου.
Είναι εξάλλου για όλα αυτά που οι πολίτες πλέον, όπως καταδεικνύουν και τα στοιχεία, αμφισβητούν γενικότερα τη Δικαιοσύνη, στην οποία ασκούν κριτική. Γιατί υπάρχουν και εκείνες οι περιπτώσεις, που δεν χρειάζεται κάποιος να έχει νομικό υπόβαθρο για να εξάγει τα συμπεράσματα του και να εκφράσει την άποψη του.
Υ.Γ Οι δικαστές πρέπει να έχουν σαν οδηγό τα έθιμα, τα κείμενα και προπαντός τον ορθό λόγο.
Αδαμάντιος Κοραής, Έλληνας λόγιος και δάσκαλος του Γένους (1748-1833)