Κούνησε το δάκτυλο στο Συμβούλιο Αποφυλακίσεως το Δικαστήριο, ακύρωσε απόφαση επιστροφής κατάδικου
Ντίνα Κλεάνθους 06:00 - 01 Νοεμβρίου 2024
«Έχοντας εξετάσει προσεκτικά τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, είναι φανερό πως το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο, δεν προέβη στην αναγκαία στάθμιση των ενώπιον του γεγονότων, προκειμένου να ασκήσει ορθά τη διακριτική του εξουσία, αλλά αντιθέτως, διαπιστώνω πως άσκησε τη δυνατότητα που του παρέχει η νομοθεσία, κατά δέσμιο τρόπο. {...} Δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση να έχει αναζητηθεί η εύλογη σχέση του μέτρου, που εν τέλει λήφθηκε, με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεν εξετάστηκαν οι δυσμενείς για τον ίδιο συνέπειες της ανάκλησης της απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία, με την απόφαση επιστροφής του στη φυλακή, ενώ δεν εξετάστηκε ούτε κι η ενδεχόμενη λήψη άλλων εναλλακτικών μέτρων ή και τυχόν επιβολή πρόσθετων όρων, που το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να λάβει».
Τα πιο πάνω καταγράφονται μεταξύ άλλων στην κατάληξη του Διοικητικού Δικαστηρίου (Γαβριήλ ΔΔΔ), ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου, το οποίο ανέτρεψε απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλακίσεως που διέταξε την επιστροφή κατάδικου στις Κεντρικές Φυλακές, που είχε αποφυλακιστεί υπό όρους, κάποιους εκ των οποίων η Αστυνομία υπέδειξε πως είχαν παραβιαστεί. Εξού και το Συμβούλιο, χωρίς να τηρήσει τις αρχές της αναλογικότητας, όπως τονίζεται στην απόφαση, διέταξε την επιστροφή του κρατούμενου στη φυλακή, παρά το γεγονός πως ο παραβιάστηκαν δύο από τους όρους.
Σημειώνεται, πως πριν την συγκεκριμένη απόφαση, ο δικηγόρος του κρατούμενου, Αλέξανδρος Κληρίδης (σ.σ Πρόεδρος του Συνδέσμου Φυλακισμένων), είχε προσφύγει στο Δικαστήριο κερδίζοντας διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται η απόφαση, μέχρι να εξεταστεί η αίτηση του, ωστόσο ο κρατούμενος είχε λάβει νέα ειδοποίηση από τον τότε αναπληρωτή Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών, Χάρη Φιλιππίδη, ώστε να επιστρέψει στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα εντός 24 ωρών. Ο κ. Κληρίδης, αποτάθηκε εκ νέου στο Δικαστήριο, κάνοντας λόγο για περιφρόνηση του δικαστικού διατάγματος και καταπάτηση των δικαιωμάτων του πελάτη του, εξού και εκδόθηκε νέα απόφαση στην οποία αναφαίρετο πως, «κρίνεται απαράδεχτη οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών κατά παράβαση του δικαστικού διατάγματος», καλώντας τον να αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες ή διαδικασίες μέχρι την έκδοση της απόφασης.
Σήμα από ΤΑΕ Αμμοχώστου
Σε ό,τι αφορά την ουσία της αίτησης, αυτή στρεφόταν προς την απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλακίσεως Κρατουμένων Επ’ Αδεία να ανακαλέσει την αποφυλάκιση του κρατούμενου με όρους, μετά από σχετικές επιστολές που λήφθηκαν από τον υπεύθυνο του ΤΑΕ Αμμοχώστου, ο οποίος ενημέρωνε πως ο εν λόγω κρατούμενος είχε συλληφθεί και προφυλακιστεί για άλλη υπόθεση και πως σε βάρος του καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, ο εν λόγω κρατούμενος αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2023, με 16 όρους, οι οποίοι στην συνέχεια τροποιήθηκαν σε δεκατέσσερις. Ωστόσο, τον Ιούνιο και Ιούλιο του 2024, ο υπεύθυνος του ΤΑΕ Αμμοχώστου απέστειλε προς το Συμβούλιο Αποφυλακίσεως τρεις επιστολές, με τις οποίες το ενημέρωνε για τη συμπεριφορά του κρατούμενου, όπως και για την σύλληψή του για διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης άλλου ποινικού αδικήματος, εισηγούμενος πως υπήρξε παράβαση συγκεκριμένων όρων της απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία.
Προς ακύρωση της απόφασης, ο δικηγόρος του κρατούμενου, κ. Κληρίδης, ανέφερε μεταξύ άλλων ενώπιον Δικαστηρίου, πως το Συμβούλιο δεν εξάσκησε την διακριτική του ευχέρεια, ώστε να προβεί σε δέουσα έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα αληθινά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, παρά μόνον αρκέστηκε στα όσα παρουσίασε ο υπεύθυνος του ΤΑΕ Αμμοχώστου. Υποστήριξε δε, πως υπήρξε απόκρυψη ουσιαστικής μαρτυρίας, αφού κατά την επιθεώρηση των εγγράφων, δεν του δόθηκε ο διοικητικός φάκελος, παρά μόνον συγκεκριμένα έγγραφα, ενώ υπέβαλε πως έπρεπε να παρουσιαστεί η ηχογράφηση των πρακτικών, για σκοπούς αντιπαραβολής των πρακτικών για κάθε διαδικασία, έγγραφο που να δείχνει πότε και με ποιο τρόπο ενημερώθηκαν οι Κεντρικές Φυλακές για την απόφαση του Συμβουλίου και ποιες ήταν οι οδηγίες που δόθηκαν.
Περαιτέρω, υποστήριξε πως η μη αποκάλυψη, στέρησε από τον πελάτη του το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, προκειμένου να μπορεί να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας και να αντιπαραβάλει ουσιαστική μαρτυρία, ενώ δεν του δόθηκε το δικαίωμα να παρουσιάσει και ο ίδιος μαρτυρία προς αντίκρουση της μαρτυρίας του αστυνομικού. Αντιθέτως, η διαδικασία που ακολούθησε το Συμβούλιο, συνιστά παράβαση τύπου, υπήρξε μεμπτή και παράνομη, αφού, όπως υποστηρίζει, στη σχετική νομοθεσία δεν δίδεται το δικαίωμα στο Συμβούλιο να καλέσει μάρτυρα ή να παρουσιάσει μαρτυρία, παρά μόνον, τέτοιο δικαίωμα παρέχεται στον αιτητή, με αποτέλεσμα, η διαδικασία που ακολουθήθηκε να έχει χαρακτήρα αντιδικίας, παρά συνάντησης για συνέντευξη.
Πρόσθετος ισχυρισμός που προωθήθηκε, αφορούσε τη θέση πως δεν κλήθηκε ο κρατούμενος να παρουσιαστεί για την έκδοση της απόφασης, με αποτέλεσμα να μην του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί για την κατ’ ισχυρισμόν παράβαση των όρων αποφυλάκισης, ενώ δεν του επιδόθηκε ούτε και η απόφαση του Συμβουλίου, παρά μόνον μετά την επίδοση της προσφυγής και επιπρόσθετα, δεν του παρασχέθηκε οποιαδήποτε ενημέρωση ως προς τα μέσα θεραπείας που είχε στη διάθεσή του.
Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Κληρίδης υποστήριξε επίσης πως η απόφαση του Συμβουλίου, με την οποία ανακλήθηκε απόφαση αποφυλάκισης του υπό όρους, ελήφθη κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας.
«Τούτο, λόγω του ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός πως ο αιτητής ήταν εκτός της φυλακής για δώδεκα μήνες και δεν είχε παραβιάσει κανένα από τους δεκαέξι όρους που του είχαν επιβληθεί, ενώ υπήρχαν οκτώ θετικές εκθέσεις του Επιτηρητή του» ανέφερε ο κ. Κληρίδη, ενώ υπέδειξε πως οι κατ΄ ισχυρισμόν παραβιάσεις, δεν έδειχναν μεταβολή της επικινδυνότητας του σε αναλογικά, με την συμπεριφορά του, στοιχεία, που έπρεπε το Συμβούλιο να προσμετρήσει αναλογικά και εξασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να τροποποιήσει τους όρους που του είχαν τεθεί. «Αντί τούτου, το Συμβούλιο ενήργησε ωσάν να είχε δέσμια αρμοδιότητα και χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση και αιτιολογία, αποφάσισε αυτόματα την έσχατη λύση, ήτοι την ανάκληση της προηγούμενης του απόφασης και επιστροφή του στην φυλακή».
Κατσάδιασε το Συμβούλιο το Δικαστήριο
Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα όσα τέθηκαν τόσο από τον κ. Κληρίδη όσο και από τον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, δικηγόρο της Δημοκρατίας Θάσο Χατζηλούκα, κατέληξε μεταξύ άλλων, πως υλικό που τέθηκε υπόψη του Συμβουλίου, δια μέσω των τριών επιστολών που απέστειλε η Αστυνομία, συνιστούσε γραπτό πληροφοριακό υλικό, το οποίο, κρίθηκε πως ορθά λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο, προς έναρξη της διαδικασίας εξέτασης τυχόν ανάκλησης προηγούμενης του απόφασης για αποφυλάκιση του κρατούμενου Επ’ Αδεία.
«Αφ΄ ης στιγμής υπέπεσε στην αντίληψη της Αστυνομίας, οποιαδήποτε συμπεριφορά εκ μέρους προσώπου που τελούσε υπό καθεστώς αποφυλάκισης, υπό συγκεκριμένους κι αυστηρούς ρητούς όρους, θεωρώ πως το εν λόγω πρόσωπο, καθηκόντως όφειλε να ενημερώσει προς τούτο, το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Δεν εντοπίζω να υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του Συμβουλίου που να μην συνάδει με τις εξουσίες που του παρέχονται εκ της σχετικής νομοθεσίας».
Αναφορικά με τη θέση της υπεράσπισης πως ο κρατούμενος θα έπρεπε και ο ίδιος να κληθεί για να παρουσιάσει την δική του εκδοχή, το Δικαστήριο στην απόφαση του υπέδειξε πως τέτοιο δικαίωμα δεν παρέχεται εκ της σχετικής νομοθεσίας, ενώ περαιτέρω ανέφερε πω το Συμβούλιο έχει διακριτική εξουσία, οποτεδήποτε, να ανακαλέσει προηγούμενη απόφαση του για υπό όρους αποφυλάκιση καταδίκου Επ’ Αδεία, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, αφού ακολουθηθεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14ΣΤ.
Σε σχέση με τον εν λόγω κρατούμενο, ανέφερε πως το Συμβούλιο, αφού κατέληξε πως παραβίασε όρους, έδρασε ωσάν είχε προς τούτο, δέσμια και μόνον αρμοδιότητα ανάκλησης της προηγουμένως εκδοθείσας απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία, με το Δικαστήριο να υποδεικνύει πως «ο ίδιος ο νομοθέτης, εναπόθεσε διακριτική ευχέρεια στο Συμβούλιο, να εξετάζει την δυνατότητα ανάκλησης προηγούμενης του απόφασης για αποφυλάκιση Επ’ Αδεία, όπως επίσης του εναπόθεσε και διακριτική ευχέρεια τροποποίησης όρων και περιορισμών που το ίδιο έθεσε σε προηγούμενη του απόφαση. Κατά τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 44 του Ν. 158(Ι)/99, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το διοικητικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το νόμο, έχει τη νομική υποχρέωση να την ασκήσει και μάλιστα, τηρουμένων των αρχών της αναλογικότητας, κανόνας που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 52 του Ν. 158(Ι)/99».
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο τόνισε πως «είναι φανερό», ότι το Συμβούλιο Αποφυλακίσεως «δεν προέβη στην αναγκαία στάθμιση των ενώπιον του γεγονότων, προκειμένου να ασκήσει ορθά τη διακριτική του εξουσία, αλλά αντιθέτως, διαπιστώνω πως άσκησε τη δυνατότητα που του παρέχει η νομοθεσία, κατά δέσμιο τρόπο», ενώ υπέδειξε πως δεν τηρήθηκε εκ μέρους του Συμβουλίου στάθμιση όλων των άμεσα αναμεμιγμένων στην υπόθεση συμφερόντων, τηρουμένων των αρχών της αναλογικότητας.
«Δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση να έχει αναζητηθεί η εύλογη σχέση του μέτρου, που εν τέλει λήφθηκε, με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεν εξετάστηκαν οι δυσμενείς για τον ίδιο συνέπειες της ανάκλησης της απόφασης αποφυλάκισης Επ’ Αδεία, με την απόφαση επιστροφής του στη φυλακή, ενώ δεν εξετάστηκε ούτε κι η ενδεχόμενη λήψη άλλων εναλλακτικών μέτρων ή και τυχόν επιβολή πρόσθετων όρων, που το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να λάβει. Κατά την κρίση μου, η άμεση απόφαση ανάκλησης της απόφασης αποφυλάκισης του αιτητή Επ’ Αδεία, λόγω της παραβίασης δύο από τους δεκαέξι όρους που του είχαν επιβληθεί, συνιστά την επαχθέστερη επιλογή που είχε εις χείρας το Συμβούλιο, απόφαση άκρως δυσμενή, την οποία έλαβε χωρίς να εξετάσει, όπως προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, την δυνατότητα που είχε για τροποποίηση των όρων, ή προσθήκη κι άλλων όρων ή περιορισμών. Ούτε, τουλάχιστον, φαίνεται να απασχόλησε το Συμβούλιο αυτή η πτυχή. Για τους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή του αιτητή, θα πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη».
Με βάση τα πιο πάνω, το Διοικητικό Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλακίσεως, που διατάσσει την επιστροφή του συγκεκριμένου κρατούμενου στις Κεντρικές Φυλακές, ο οποίος στο μεταξύ αποφυλακίζεται αρχές Δεκεμβρίου.