«Στις 26 Ιουλίου 1974 μάθαμε ότι ο Ανδρέας ήταν νεκρός… Οι γονείς έφυγαν με τον καημό να τον δουν»
Φοινιώ Σάββα 06:36 - 27 Οκτωβρίου 2024
«Όταν έγινε το πραξικόπημα, ο Ανδρέας ήταν με άδεια ασθενείας από το στρατό, αλλά ήθελε να επιστρέψει στο Μπέλαπαϊς. Δεν ήθελε να τον βγάλουν λιποτάκτη. Από εκεί και πέρα δεν είχαμε νέα του. Μάθαμε ότι είχε εντολή να πάει με την 33η Μοίρα Καταδρομέων για να καταλάβουν τον Άγιο Ιλαρίωνα. Στις 26 Ιουλίου μάθαμε ότι ήταν σκοτωμένος. Τον μνημονεύαμε, όμως δεν είχαμε ένα πτώμα να θάψουμε. Τον Απρίλιο του 2024 αναγνωρίστηκε, τον Σεπτέμβριο τον κηδέψαμε».
Αυτά είναι τα λόγια του κ. Χρήστου Κκολού, του αδελφού του ήρωα της τουρκικής εισβολής, Ανδρέα Κκολού, που μέχρι και πριν έξι μήνες ήταν αγνοούμενος. Ένας ήρωας που τάφηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, 50 χρόνια μετά την ημέρα που σκοτώθηκε, υπερασπιζόμενος την πατρίδα και την ελευθερία.
Ο Ανδρέας Κκολός, που αν και το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 1974 ήταν με άδεια ασθενείας από τον στρατό, λόγω εγχείρησης που έκανε στο γόνατο, όταν οι πραξικοπηματίες επιτέθηκαν στο Προεδρικό, πρώτο του μέλημα ήταν να επιστρέψει στο στρατόπεδό του, για να μην τον βγάλουν λιποτάκτη. Εκείνη ήταν και η τελευταία φορά που η οικογένειά του είχε νέα του.
Ωστόσο, έξι ημέρες μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή, η οικογένειά του έμαθε ότι είχε σκοτωθεί. Και τότε ξεκίνησε το δράμα. Ενώ ήξεραν ότι ο δικός τους άνθρωπος ήταν νεκρός, λόγω των εχθροπραξιών και στη συνέχεια της κατοχής, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τον Άγιο Ιλαρίωνα, όπου έμαθαν ότι είχε σκοτωθεί, για να συλλέξουν το πτώμα του. Οι γονείς του έφυγαν με αυτό τον καημό. Ότι δεν έμαθαν ποτέ νέα για το παιδί τους.
Τα νέα ήρθαν πενήντα χρόνια μετά. Τον Απρίλιο του 2024, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του αδελφού του και τον ενημέρωσαν ότι τα οστά του αδελφού του ταυτοποιήθηκαν. Ένα μεγάλο κεφάλαιο πόνου έκλεισε. Πενήντα χρόνια μετά το μαύρο εκείνο καλοκαίρι, γράφτηκε ο τραγικός επίλογος, με την ταφή των οστών του στο Λιοπέτρι, τον τόπο καταγωγής τους.
Με αφορμή την Ημέρα Αγνοουμένων, που έχει αποφασιστεί να τιμάται στις 29 Οκτωβρίου, ο κ. Χρήστος Κκολός μίλησε στον REPORTER για το τραγικό εκείνο καλοκαίρι, την τελευταία φορά που είδε ζωντανό τον αδελφό του, αλλά και όταν τον είδε στον ύπνο του και κατάλαβε ότι ήταν νεκρός.
Ήταν ένας στρατιώτης 17 ετών
«Ο Ανδρέας ήταν στρατιώτης το 1974, ήταν 17 ετών, είχε καταταγεί τον Ιανουάριο. Το Πάσχα του 1974, που ήταν στρατιώτης, εμείς πήγαμε στο Μπέλαπαϊς, για να τον δούμε, όπως έκαναν κάθε Πάσχα στα στρατόπεδα που καλούσαν τις οικογένειες. Εμείς τον επισκεφτήκαμε και είδαμε ότι ήταν καλά. Ήταν τεσσάρων ετών στρατιώτης. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Εγώ είχα φύγει στις 13 Ιουλίου του 1974 και πήγα στην Αγγλία και η οικογένειά μου είχε μείνει στο Βαρώσι, όπου μέναμε.
Ο Ανδρέας είχε κάνει εγχείρηση το γόνατό του και του είχαν δώσει άδεια ασθενείας για να επισκεφτεί τους γονείς του. Κατεβαίνοντας από το Μπέλαπαϊς, σταμάτησε στο σπίτι μου που ήταν στο Βαρώσι, εκεί ήταν ο γιος μου και τον πήρε μαζί του και τον μετέφερε στο Λιοπέτρι, στο πατρικό μου. Τη Δευτέρα 15 Ιουλίου έγινε το πραξικόπημα και ενώ ο Ανδρέας ήταν με άδεια ασθενείας από τον στρατό, ήθελε να επιστρέψει στο Μπέλαπαϊς και στο στρατόπεδο. Έλεγε ότι ήθελε να επιστρέψει μπας και τον βγάλουν λιποτάκτη.
Από εκεί και πέρα δεν είχαμε νέα του. Μετά είχαμε μάθει πως η εντολή ήταν να πάνε να καταλάβουν τον Άγιο Ιλαρίωνα και κάποιο έπρεπε να είναι εμπροσθοφυλακή και άλλοι οπισθοφυλακή. Ο Ανδρέας ήταν στην οπισθοφυλακή και φαίνεται ότι στις 21 Ιουλίου έπεσαν οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές και όσους βρήκαν μπροστά τους, τους εκτέλεσαν. Μαζί ήταν και ο διοικητής τους ο Γιώργος Κατσάνης, που βρέθηκε σε ένα καμίνι με άλλους στρατιώτες. Ο Ανδρέας βρέθηκε έξω από το καμίνι, σε ένα ρυάκι, απόστασης 20-25 μέτρων από το καμίνι και μαζί του ήταν ένας ακόμη στρατιώτης και άλλοι δύο του πεζικού.
Η αποστολή τους ήταν η πιο δύσκολη, επειδή ο Άγιος Ιλαρίωνας είναι ψηλά και οι δικοί μας ήταν κάτω στους πρόποδες του βουνού και δεν έβλεπαν ψηλά, σε αντίθεση με εκείνους που ήταν πάνω. Οι καταδρομείς δρούσαν το βράδυ και έπρεπε να τους αντικαταστήσει το πεζικό όταν ξημέρωνε, για να μην ξεχωρίζουν.
Οι γονείς μου πήγαιναν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και σε στρατόπεδα για να μάθουν νέα. Στο Μπέλαπαϊς δεν μπορούσαν να πάνε επειδή ήταν οι μάχες. Άρα δεν μπορούσαν να έχουν νέα για το γιο τους. Στις 26 Ιουλίου μάθαμε ότι ήταν σκοτωμένος. Από εκεί και πέρα, εμείς τον μνημονεύαμε κάθε χρόνο την ημέρα της εισβολής. Ξέραμε ότι ήταν νεκρός, όμως δεν είχαμε ένα πτώμα για να θάψουμε. Όταν έμαθαν ότι ήταν νεκρός, σταμάτησαν να πηγαίνουν σε στρατόπεδα και νοσοκομεία.
Όλοι οι αγνοούμενοι της 33ης Μοίρας Καταδρομέων έμειναν γύρω από τον Άγιο Ιλαρίωνα και προς τον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας, εκεί που έγινε η εισβολή. Όσοι σκοτώθηκαν εκεί, έμειναν, επειδή λόγω των κατακτητών δεν μπορούσαν να μπουν οι δικοί μας για να τους πιάσουν».
Η απουσία του στην Αγγλία
«Εγώ έβλεπα τα ζωντανά που έδειχναν οι Άγγλοι και είχαν μία φιλοτουρκική στάση. Όπου κέρδιζε έδαφος ο κατακτητής, ο δημοσιογράφος στεκόταν δίπλα από την τουρκική σημαία για να κάνει ανταπόκριση. Όταν έχαναν, δεν έδειχναν τίποτε.
Εγώ δεν το έμαθα ότι ήταν νεκρός, αλλά το αισθάνθηκα. Στις 22 Ιουλίου τον είδα μπροστά μου. Ήταν μεσημέρι, πήγα να ξεκουραστώ και μόλις έκλεισα τα μάτια μου, τον είδα μπροστά μου. Σηκώθηκα, κατέβηκα στο καφενείο και λέω της κουνιάδας μου ότι σκοτώθηκε ο αδελφός μου. Μετά διαδόθηκε ότι ένας από τους γιους της οικογένειας σκοτώθηκε.
Με την πρώτη ευκαιρία ήθελα να επιστρέψω πίσω, επειδή είχα αφήσει τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου στο Βαρώσι και δεν ήξερα τι γινόταν. Είχα μάθει ότι είχε πάει ο πατέρας μου και τους έφερε στο Λιοπέτρι από το Βαρώσι. Έστειλα ένα τηλεγράφημα, όμως δεν μπορούσα να ξέρω νέα.
Δεν είχαμε ούτε αεροδρόμια, ούτε λιμάνια ανοιχτά, για να μπορώ να επιστρέψω. Στις 29 Αυγούστου ήρθα με αεροπλάνο στην Αθήνα και από εκεί πήρα πλοίο για να επιστρέψω στην Κύπρο. Ήμασταν 36 ώρες πάνω στο καράβι, επειδή έπλεε ανοιχτά προς την Αίγυπτο. Δεν μπορούσε να πάει ευθεία όπως έκανε συνήθως και να φτάσει στην Κύπρο, επειδή φοβόταν ο καπετάνιος να μην χτυπηθούμε από τα αεροπλάνα των Τούρκων.
Φτάσαμε μεσάνυχτα στη Λεμεσό. Ήρθαν οι γονείς μου και οι γυναίκα μου για να με παραλάβουν και μαζί τους ήταν και ένας που τους συνόδευε, επειδή έπρεπε να κυκλοφορούν με άδεια. Μείναμε νύχτα στη Λεμεσό, σε ένα κουμπάρο του πατέρα μου και μετά ήρθαμε στο Λιοπέτρι.
Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Μείναμε τρεις ημέρες και μετά ακούσαμε ότι έρχονται οι Τούρκοι από το Βαρώσι προς τα κάτω. Ο πατέρας μου μας είπε να ανεβούμε στο τρακτέρ και να φύγουμε. Φύγαμε για δύο-τρεις μέρες και μετά επιστρέψαμε. Αυτό ήταν, δεν χρειάστηκε να ξαναφύγουμε».
Η ζωή στο τσιατίρι
«Εμείς είμαστε μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν έντεκα αδέλφια, μαζί με τον Ανδρέα. Μετά την εισβολή, ήρθαμε στο Λιοπέτρι πέντε άτομα, με την γυναίκα μου και τα δύο μου παιδιά. Το πατρικό μου ήταν με δύο κάμαρες. Άρα, πώς να χωρέσει 16-17 άτομα; Και όπως είχα μάθει, όσοι γνωστοί του πατέρα μου έφυγαν από το Βαρώσι, πήγαιναν στο πατρικό μου, μέχρι να καταφέρουν άλλοι να πάνε στη Λάρνακα και άλλοι στη Λεμεσό. Ήταν μία μεγάλη ταλαιπωρία για όλους.
Εγώ αποφάσισα να πιάσω την οικογένειά μου και να έρθουμε στο συνοικισμό, σε ένα τσιατίρι, επειδή ήμασταν πολλά άτομα μέσα σε ένα μικρό σπίτι. Μείναμε ένα χρόνο εκεί, μετά μας βοήθησαν για να κάνουμε παράγκα και μετά όταν ήταν η αυτοστέγαση, κάναμε αίτηση και μας ενέκριναν.
Δούλευα στην Κυβέρνηση τότε, ήμουν εργάτης. Δεν είχα ούτε αυτοκίνητο για να πάω στη δουλειά μου, είχε μείνει στο Βαρώσι. Αναγκαστικά πήρα ένα ποδήλατο και πήγαινα. Μετά με μετάθεσαν στη Λάρνακα και πήγαινα με το λεωφορείο. Μετά είχα μετατεθεί στο αεροδρόμιο και το 1978 κατάφερα να αγοράσω ένα αυτοκίνητο μικρό για να μπορώ να πηγαίνω και να έρχομαι. Ο μισθός ήταν 50 λίρες το μήνα και δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικός για μία οικογένεια με δύο μωρά.
Οι γονείς μου έπαιρναν ένα μικρό τσεκούδι από την Κυβέρνηση, ότι είχαν ένα παιδί αγνοούμενο. Όταν πέθαναν, εκείνο αποκόπηκε και δεν το έστελναν σε κανένα. Ούτε εμείς επιδιώξαμε να το λαμβάνουμε, ούτε κάτι άλλο ζητήσαμε από την Κυβέρνηση. Εμείς θέλαμε απλά να βρεθεί ο δικός μας, όπως θέλει κάθε οικογένεια. Είναι το μεγαλύτερο δράμα αυτό. Όσες οικογένειες κατάφεραν να βρουν το δικό τους, να πάρουν τα οστά του και να τον κηδέψουν, έκλεισαν ένα μεγάλο κεφάλαιο. Εμείς δεν ξέραμε που ήταν. Αυτό ήταν ένα βάσανο για όλες τις οικογένειες των αγνοούμενων».
Οι γονείς έφυγαν με τον καημό για το γιο τους
Τα μάτια του είχαν γεμίσει με δάκρυα και έκρυβαν μέσα τον πόνο. Τον πόνο που ένιωθαν οι γονείς του, που για χρόνια ολόκληρα ζούσαν μέσα στην αγωνία κι έφυγαν με ένα και μόνο καημό. Ότι δεν έμαθαν νέα για τον γιο τους.
«Οι γονείς μου περίμεναν. Ο πατέρας μου έφυγε το 2000 και η μητέρα μου το 2001, δέκα μήνες μετά. Έφυγαν με τον καημό ότι θα τον δουν, έστω και νεκρό. Δυστυχώς, ο καιρός πέρασε και χρειάστηκαν άλλα 24 χρόνια για να έρθει το μαντάτο. Για τους γονείς ήταν ένα βάσανο».
Ο εντοπισμός του
«Εκεί που σκοτώθηκαν ο Ανδρέας και οι άλλοι τέσσερις, πρέπει να έμειναν άταφοι, επειδή όπως λένε εκείνοι που τους ανακάλυψαν το 1995 που έγινε η μεγάλη πυρκαγιά του Πενταδακτύλου, ήταν στην περιοχή που ήταν οι δικοί μας. Όταν οι Τούρκοι πήγαν για αναδάσωση, έπρεπε να σκάψουν με τα μηχανήματά τους και όπως ήταν άταφοι, τα οστά καταστράφηκαν. Όταν φύτεψαν το δάσος, τα περισσότερα δέντρα ήταν ακακίες. Ένας βοσκός πήγαινε στην περιοχή και είδε μία μέρα ένα κρανίο. Το πήρε και το έδωσε στην Διερευνητική Ομάδα των Τουρκοκυπρίων και τους είπε ότι δεν θυμόταν που το βρήκε. Τους πήρε στο σημείο. Οι Τουρκοκύπριοι το έφεραν στη ΔΕΑ της Κυπριακής Δημοκρατίας για να γίνει αναγνώριση. Μετά έπρεπε να ληφθεί άδεια για να κάνουν ανασκαφές και αυτό έγινε το 2020. Τότε βρέθηκε ο διοικητής τους και ήλπιζα ότι θα βρεθεί και ο δικός μας. Τελικά, χρειάστηκε περισσότερος καιρός και εντοπίστηκε τέσσερα χρόνια μετά.
Εμείς είχαμε πληροφορίες που έλεγαν δύο διαφορετικές εκδοχές. Η μία ότι ήταν με τον διοικητή του και η άλλη ότι ήταν με ένα στρατιώτη από το Λιοπέτρι. Όταν εντοπίστηκαν καταλάβαμε ότι είμαστε κοντά στο να βρούμε το δικό μας.
Πήγαν στο σημείο, αλλά δεν έβρισκαν κάτι. Έσκαβαν σε μία περιοχή 25Χ100 και άρχισαν και εντοπίζουν οστά ανθρώπων και ζώων. Έπρεπε να τα ξεχωρίσουν και εντοπίστηκαν οι τέσσερις. Ο ένας αναγνωρίστηκε και τάφηκε πριν δύο χρόνια. Ο δικός μας αναγνωρίστηκε τον Απρίλιο του 2024, επειδή τα οστά στάλθηκαν στην Αμερική, για να γίνουν οι εξετάσεις μέσω του DNA. Τέλος Αυγούστου χτύπησε το τηλέφωνο να πάμε στο ανθρωπολογικό εργαστήρι της ΔΕΑ για να μας τα επιβεβαιώσουν. Πήγαμε και τα είδαμε. Μετά ορίσαμε την κηδεία τέλη Σεπτεμβρίου και πλέον κείτεται στο Λιοπέτρι.
Πέρασαν πενήντα χρόνια και ήταν αλλοιωμένα τα οστά και δεν ήταν ολόκληρος ο σκελετός. Για άλλους βρέθηκε ένα δόντι, για άλλους ένα δάκτυλο. Για τον Ανδρέα βρέθηκε μόνο ο βραχίονας (σ.σ. το σημείο του χεριού, από τον αγκώνα και κάτω). Πήραμε μόνο λίγα οστά. Αυτό που ζητήσαμε από τη ΔΕΑ είναι ότι θέλουμε να λάβουμε όσα οστά εντοπιστούν, για να τα θάψουμε στον ίδιο τάφο».
Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων
«Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, πήγα δύο φορές στο σπίτι μου και δεν θέλω να ξαναπάω, επειδή κατοικείται. Όταν πήγα την πρώτη φορά, ήμουν μαζί με τη σύζυγό μου. Πήγαμε έξω από το σπίτι, η γυναίκα μου κατέβηκε κι εγώ έμεινα μέσα στο αυτοκίνητο και έκλαιγα. Δεν είχα την δύναμη να πάω να αντικρίσω το σπίτι μου και μέσα να βρίσκεται ένας ξένος. Ήταν συγκινητική η πρώτη φορά που πήγαμε.
Μέσα έμεναν ένας Τούρκος και η σύζυγός του από τη Λευκωσία, αλλά δεν μιλούσε ελληνικά. Όταν πήγαμε, επειδή είχαν και την εντολή να μας καλοκρατούν, μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα. Ο άνδρας με αγκάλιασε και από μέσα μου είπα “ήξερες με τζιαι που παλιά;” και μετά μου είπε να πάμε άλλη μέρα και να ψήσουν και οφτό να φάμε. Και είπα “με τη μίλλα μου να τηανίσεις το βλαντζί μου;” και με ρώτησε τι είπα. Του απάντησα να το αφήσει».
Το άνοιγμα της περίκλειστης το 2020
«Ένιωσα μία απογοήτευση. Δεν ήθελα να πάω ούτε στη θάλασσα μας. Φαίνονται τα ξενοδοχεία εγκαταλελειμμένα. Έμειναν όπως ήταν. Όπως και τα σπίτια. Από τη μία είναι η σκέψη ότι δεν τα κατοίκησαν. Αλλά από την άλλη, τα σπίτια έμειναν έρημα, έτοιμα να κατεδαφιστούν, αν δεν έχουν ήδη κατεδαφιστεί. Είναι δύσκολο. Πλέον ζούμε με τον πόθο της επιστροφής».