Τα τρία singles απέναντι στην «κυριαρχική ισότητα» και το έγγραφο της τουρκικής πλευράς για «δύο κράτη»
Μικαέλλα Λοΐζου 07:05 - 19 Οκτωβρίου 2024
Όσο πλησίαζε η ημερομηνία διεξαγωγής της τριμερούς συνάντησης στη Νέα Υόρκη, τόσο πύκνωναν οι αναφορές του Ερσίν Τατάρ στην «εθνική πολιτική» του. «Ας λένε ό,τι θέλουν στην νότια Κύπρο. Εμείς εφαρμόζουμε μια εθνική πολιτική με την Τουρκία», είπε, λίγες μόλις ώρες πριν το άτυπο δείπνο. Και η πρώτη του κουβέντα, αμέσως μετά το τέλος του, ήταν να τονίσει πως «εάν δεν επιβεβαιωθεί η κυριαρχική ισότητα και το ίσο διεθνές καθεστώς μας δεν θα καθίσουμε να συνεχίσουμε τις επίσημες διαπραγματεύσεις».
Επί της ουσίας, η «εθνική πολιτική» στην οποία αναφέρεται ο εγκάθετος της κατοχής είναι η αναγνώριση του ψευδοκράτους, μέσω της «κυριαρχικής ισότητας» και των «τριών άλφα», δηλαδή των απευθείας πτήσεων, του απευθείας εμπορίου και των απευθείας διεθνών σχέσεων. Και έχει δίκαιο πως αυτή η πολιτική αναπτύχθηκε σε συνεργασία με την Άγκυρα, καθώς τον περασμένο Ιούλιο η Τουρκική Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε ψήφισμα, στο οποίο αναφερόταν πως «δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο η ανεξαρτησία και κυρίαρχη ισότητα του τουρκοκυπριακού κράτους ως μέλος της διεθνούς κοινότητας».
Τα αιτήματα αυτά έθιξε και κατά τη διάρκεια της κοινής συνάντησης, δικαιολογώντας τη θέση του στον ΓΓ με το επιχείρημα ότι ο Νίκος Χριστοδουλίδης έφθασε στη Νέα Υόρκη από το Λονδίνο και ακολούθως θα πήγαινε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, ενώ του ίδιου βασικά δεν του μιλά κανένας, αγνοώντας τη μικρή λεπτομέρεια πως ηγείται ενός παράνομο μορφώματος που δεν αναγνωρίζεται από κανέναν πλην της Τουρκίας και ως εκ τούτου δεν διαθέτει θεσμικούς συνομιλητές. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο λόγος που ο Τατάρ απέρριπτε την επέκταση της αποστολής της Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ ήταν επειδή θεωρούσε πως θα τον βοηθήσει να επιτύχει τα «τρία άλφα» και δεν το έπραξε, παρόλο που είναι σαφές πως και να ήθελε, δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο ως προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ.
Φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες της κορύφωσης αυτής της προσέγγισης των Τούρκων, οι οποίοι, μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά, σταδιακά απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την βάση της διζωνικής (η οποία υπενθυμίζεται πως ήταν συμβιβασμός για την ελληνική και όχι για την τουρκική πλευρά) και αποκρυσταλλώνεται όλο και περισσότερο ο στόχος τους για «συνεργασία δύο κρατών». Μάλιστα, την τελευταία φορά που πραγματοποιήθηκε άτυπη διάσκεψη 5+1 για το Κυπριακό (όπως αυτή που βρίσκεται ξανά στα σκαριά τώρα), τον Απρίλιο του 2021, η τουρκική πλευρά κατέθεσε τη θέση της και γραπτώς.
Στο τουρκικό έγγραφο αναφερόταν ότι «η ουσία της τ/κ πρότασης είναι η αναγνώριση της εγγενούς κυριαρχικής ισότητας και του ίσου διεθνούς καθεστώτος του κράτους του τ/κ λαού, μέσω της οποίας μπορεί να δημιουργηθεί μια σχέση συνεργασίας μεταξύ των δύο υφιστάμενων κρατών στο νησί». Σε αυτό το πλαίσιο, πρότειναν όπως, κατόπιν πρωτοβουλίας του ΓΓ του ΟΗΕ (που δεν αναλήφθηκε ποτέ) το ΣΑ υιοθετήσει ένα νέο ψήφισμα, που να διασφαλίζει «το ίσο διεθνές καθεστώς και την κυριαρχική ισότητα των δύο πλευρών», ώστε να αποτελέσει τη βάση της «σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο υφιστάμενων κρατών» και επί τούτου να ακολουθήσει διαπραγμάτευση υπό τα ΗΕ.
Η διαπραγμάτευση μεταξύ των «δύο κρατών» που επεδίωκαν οι Τούρκοι θα αφορούσε την μελλοντική σχέση τους και τα ζητήματα του περιουσιακού, της ασφάλειας και της «προσαρμογής των συνόρων», όπως επίσης και τις σχέσεις με την ΕΕ. Εισηγούνταν ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα «δύο κράτη» θα αναγνώριζαν το ένα το άλλο, με την υποστήριξη των εγγυητριών δυνάμεων, και το αποτέλεσμα θα επικυρωνόταν από χωριστά, ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.
Προφανώς και ουδέποτε λήφθηκε σοβαρά η τουρκική πρόταση, καθώς δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ένα «κράτος» που ήταν αποτέλεσμα εισβολής και κατοχής, ούτε από την Κυπριακή Δημοκρατία, που είναι το θύμα αυτής της κατάστασης, αλλά ούτε και από τη διεθνή κοινότητα που είναι δεσμευμένη από το διεθνές δίκαιο, όπως επίσης δεν γίνεται αποδεκτή η αλλαγή της διαπραγματευτικής βάσης, που είναι «κλειδωμένη» μέσα από τα ψηφίσματα του ΣΑ των ΗΕ.
Το έγγραφο αυτό, ωστόσο, είναι ενδεικτικό της πορείας που έλαβε η τουρκική πλευρά, στην οποία παραμένει σταθερός και ο Ερσίν Τατάρ, αλλά και ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος για δεύτερη φορά φέτος ζήτησε, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης, η διεθνής κοινότητα να άρει την «απομόνωση» των Τ/κ και «να αναγνωρίσει την ‘τουρκική δημοκρατία της βόρειας Κύπρου’». «Το μοντέλο της ομοσπονδίας έχει χάσει εντελώς την ισχύ του. Υπάρχουν πλέον δύο ξεχωριστά κράτη και δύο ξεχωριστοί λαοί στο νησί», υποστήριξε προκλητικά ο Τούρκος Πρόεδρος, πλήρως συμβατός με τα όσα εκφράζει και ο εγκάθετός του στα κατεχόμενα.
Η αλλαγή που διακρίνεται το τελευταίο διάστημα στην τουρκική στάση είναι, συνεπώς, επί της διαδικασίας και όχι επί της ουσίας, καθώς, με κάθε ευκαιρία, οι εκπρόσωποι της Τουρκίας και του ψευδοκράτους επιστρέφουν στη «εθνική πολιτική» και στις πλήρως αντιπαραγωγικές τους αξιώσεις. Όπως εκτιμάται, η Άγκυρα ευνοεί το σενάριο ύπαρξης κινητικότητας στο Κυπριακό, ώστε να διευκολυνθεί στις διεκδικήσεις της από την ΕΕ, γι’ αυτό και συνηγορεί σε μία σειρά από άτυπες ενέργειες, που δημιουργούν αυτή την εικόνα, χωρίς απαραίτητα να οδηγούν στο ουσιαστικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η Κυβέρνηση. Σε ό,τι αφορά τα ίδια τα ζητήματα του Κυπριακού, εμφανίζονται αμετακίνητοι, παρουσιάζοντας την έμμεση ή άμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους ως τη μοναδική αποδεκτή, από πλευράς τους, βάση διαπραγμάτευσης.
Είναι αυτή η στάση που καθιστά επιτακτική την επανάληψη, από πλευράς Κυβέρνησης, της ανάγκης διασφάλισης των τριών singles στο πλαίσιο της λύσης, κάτι που έγινε και από τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη κατά τη διάρκεια της τριμερούς. Πρόκειται για το κλασικό τρίπτυχο που αποτελεί την «ουρά» του διακηρυγμένου στόχου λύσης του Κυπριακού, δηλαδή την μία ενιαία κυριαρχία, την μία ενιαία προσωπικότητα και την μία ενιαία ιθαγένεια. Η λογική της «κυριαρχικής ισότητας» (που δεν είναι δόκιμος όρος νομικά) και των «τριών άλφα» αποσκοπεί ακριβώς στην απάλειψη των προϋποθέσεων αυτών.
Ο λόγος που τα τρία singles είναι τόσο σημαντικά, είναι επειδή στην πραγματικότητα καθορίζουν την φιλοσοφία του ομοσπονδιακού κράτους. Οι αναφορές σε μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα διασφαλίζουν ότι στην Κύπρο υπάρχει μόνο ένας λαός (με δικαίωμα αυτοδιάθεσης) και όχι δύο όπως διατείνεται η τουρκική πλευρά και διεθνώς αναγνωρίζεται μόνο μία Κυβέρνηση ως εκπρόσωπος του κράτους, όσες δυνατότητες αυτοδιοίκησης και να έχουν οι συνιστώσες πολιτείες.
Η ενιαία κυριαρχία είναι άμεσα συνυφασμένη με την ισχύ και τις εξουσίες του κεντρικού κράτους, αφού ερμηνεύεται ως η πηγή της κυριαρχίας, η οποία ακολούθως εκχωρεί μέρος των εξουσιών της στα κρατίδια, ενώ με βάση την τουρκική ανάγνωση, πηγή κυριαρχίας είναι τα κρατίδια, επειδή θεωρεί πως υπάρχουν δύο «λαοί» από τους οποίους εκπηγάζει, και αυτή διοχετεύεται προς το κεντρικό κράτος.
Μάλιστα αυτή η προσέγγιση υπήρχε από τουρκικής πλευράς και την περίοδο που συζητούσαν τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, εξού και χρησιμοποιείτο ο όρος «kurucu devlet», που στα Τουρκικά σημαίνει «ιδρυτικό κράτος», για τις συνιστώσες πολιτείες (constituent states), γεγονός που ανέκαθεν συζητείτο σε ακαδημαϊκό, νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Και αυτή η απόκλιση στην ερμηνεία διαχρονικά δεν ήταν πρόβλημα μόνο μεταξύ των δύο πλευρών αλλά και στην ευρύτερη αντίληψη της λύσης του Κυπριακού στο πολιτικό μας σύστημα.