Για πρώτη φορά στα δικαστικά δρόμενα έγινε αποδεκτή μαρτυρία ανήλικου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης
06:00 - 05 Σεπτεμβρίου 2024
Ιστορική χαρακτηρίζεται στα δικαστικά δρόμενα η αποδοχή μαρτυρίας ανηλίκου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης για υπόθεση γονικής μέριμνας, αφού είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που γίνεται αποδεκτή η κατάθεση μάρτυρα εξ αποστάσεως, απόφαση η οποία επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έλαβε υπόψη πως επρόκειτο για μια ιδιάζουσα περίπτωση.
Η μαρτυρία μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε παραχωρηθεί από 16χρονο παιδί των διαδίκων και αφορούσε την επιμέλεια του παιδιού, το οποίο διαμένει στο εξωτερικό. Ο πατέρας, προχώρησε με καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο ζητούσε την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, λόγω της λήψης μαρτυρίας του ανήλικου παιδιού του, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης.
Στην αίτησή του, επικαλέστηκε το άρθρο 36Α του περί Αποδείξεως Νόμου, ο οποίος αφορά σε μάρτυρα και διαδικασία λήψη μαρτυρίας και επομένως, όπως υποστήριξε, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση συνέντευξης ανήλικου τέκνου. Ισχυρίστηκε εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προδικάζει την όλη διαδικασία, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο ανήλικος δεν επιθυμεί να παρουσιαστεί στην Κύπρο για τη συνέντευξη του. Ο αιτητής θεώρησε επίσης πως με την εν λόγω απόφαση εγείρεται και ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας του Δικαστή που εξέδωσε την απόφαση και επεφύλαξε τα δικαιώματα του επί τούτου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αίτηση, ανέφερε πως «η αίτηση για τη λήψη μαρτυρίας και τη διεξαγωγή συνέντευξης του ανήλικου στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 36Α του Κεφ. 9. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι τέτοια αίτηση ήταν καινοφανής και δεν απασχόλησε ξανά τα Κυπριακά Δικαστήρια. Τόνισε εξαρχής ότι, με βάση τη νομολογία, η λήψη μαρτυρίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Επισημαίνοντας την υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακούσει τη γνώμη του ανήλικου, πριν αποφασίσει για τη γονική του μέριμνα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την υπό κρίση περίπτωση συνέντευξης ανήλικου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης από την περίπτωση λήψης μαρτυρίας από μάρτυρα σε μια πολιτική ή ποινική διαδικασία, εξού και θεώρησε ότι μπορούν να εφαρμοστούν πιο ελαστικά κριτήρια, με γνώμονα την αναγκαιότητα εξασφάλισης της γνώμης του παιδιού».
Όπως υπογραμμίζει εξάλλου το Ανώτατο, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η συνέντευξη αποτελεί κάποιο είδος μαρτυρίας του παιδιού, η οποία θα πρέπει να τύχει αξιολόγησης από το Δικαστήριο, ενώ έκρινε επίσης ότι σημασία έχει η αποτελεσματική λήψη της μαρτυρίας του ανήλικου τέκνου, ανεπηρέαστα και χωρίς παρεμβάσεις και εξέτασε άλλους παράγοντες, όπως η καθυστέρηση στην εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης, ο κίνδυνος επηρεασμού του ανήλικου από την αιτήτρια μητέρα του, η ηλικία του ανήλικου -16 ετών-, η αντικειμενική αδυναμία του παιδιού να μεταβεί στο Δικαστήριο για τη δια ζώσης συνέντευξη του, καθώς επίσης η ταλαιπωρία και η αναστάτωση που θα προκαλείτο εάν ταξίδευε στην Κύπρο.
Περαιτέρω, υποδεικνύεται πως «έλαβε υπόψη την επιβεβλημένη ανάγκη να ληφθεί η γνώμη του παιδιού και πως η φύση της διαδικασίας της συνέντευξης αποσκοπεί στη διατήρηση της ισότητας των όπλων και στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης, καταλήγοντας ότι η έγκριση της αίτησης εξυπηρετεί το συμφέρον της Δικαιοσύνης και ότι είναι δυνατή η επιβολή τέτοιων όρων προς εξασφάλιση του αξιόπιστου και της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας χωρίς επηρεασμό». Εξού, όπως αναφέρεται, εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα για την προσαγωγή μαρτυρίας και τη διεξαγωγή συνέντευξης του ανήλικου τέκνου μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης.
Πέραν των πιο πάνω, το Ανώτατο, αφού παρέπεμψε σε συγκεκριμένες υποθέσεις και όρισε τις έννοιες της «εικονοτηλεδιάσκεψης» και των «προσώπων που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου», κατέληξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλες τις παραμέτρους, ενώ έθεσε το όλο ζήτημα με σαφήνεια, διακρίνοντας την περίπτωση λήψης μαρτυρίας ενός μάρτυρα με αντεξέταση από την υπό κρίση περίπτωση συνέντευξης από το Δικαστήριο ανήλικου τέκνου.
Εξού και θεώρησε ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πιο ελαστικά κριτήρια, καθότι προέχει και υπερτερεί η αναγκαιότητα εξασφάλισης της γνώμης του παιδιού, παρά η αυστηρή ή τυπολατρική διασφάλιση κανόνων ελέγχου ακροαματικής διαδικασίας.
Αυτή η προσέγγιση, καταγράφει το Ανώτατο, «είναι η λογική απόρροια της θέσπισης του άρθρου 36Α. Από τη στιγμή που ο Νομοθέτης επέτρεψε τη λήψη μαρτυρίας μάρτυρα σε πολιτική ή ποινική δίκη, πόσω μάλλον δύναται να λεχθεί ότι επέτρεψε και τη λήψη συνέντευξης από το ίδιο το Δικαστήριο (χωρίς την άμεση εμπλοκή των διαδίκων και ή των δικηγόρων τους στο πλαίσιο της συνέντευξης) ενός παιδιού, κάτι το οποίο κρίνεται απαραίτητο για το συμφέρον τόσο του ιδίου του ανήλικου όσο και γενικότερα της Δικαιοσύνης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα ανέφερε ότι στην υπό κρίση περίπτωση εφαρμόζονται πιο ελαστικά κριτήρια, εννοώντας προφανώς ότι η διασφάλιση της ορθότητας της διαδικασίας καθίσταται ευκολότερη ενόψει ακριβώς της φύσης της διαδικασίας».
Καταληκτικά, το Ανώτατο κατέληξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας, ενώ υπέδειξε πως δεδομένου ότι ο ανήλικος δεν επιθυμούσε να προσέλθει στην Κύπρο μόνος του για τη συνέντευξη του, αποτέλεσε ένα στοιχείο το οποίο συνεκτιμήθηκε στο σύνολο των περιστάσεων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: