Σημαία η καταδίκη Ρίκκου στην ένσταση Βουλής για Πόθεν Έσχες Σαββίδη-Αγγελίδη, παραπομπή σε Θανάση και Κατσουνωτό
06:00 - 21 Αυγούστου 2024
Με σημαία την απόφαση Ρίκκου Ερωτοκρίτου η Βουλή των Αντιπροσώπων κατέθεσε ένσταση επί της αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον «ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων και Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Υποβολή και Έλεγχος Δήλωσης Περιουσιακών Στοιχείων και Καταστάσεων Προσωπικής και Επαγγελματικής Περιουσίας) Νόμο του 2024». Υπενθυμίζεται ότι η αναφορά εδράζεται στο γεγονός πως ο νόμος περιλαμβάνει υποχρέωση του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να υποβάλλουν Πόθεν Έσχες όπως και τα υπόλοιπα Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα.
Ο δικηγόρος της Βουλής, Χρίστος Κληρίδης, διατύπωσε τη θέση ότι οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας δεν εμπίπτουν στη δικαστική εξουσία και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση με τους δικαστές. Αντιθέτως, επεσήμανε, είναι Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο, και προΐστανται μίας Υπηρεσίας με ανέλεγκτες εξουσίες, στην οποία πρόσφατα υπήρξε καταδίκη για διαφθορά. Μάλιστα, πέραν της καταδίκης Ρίκκου Ερωτοκρίτου, γίνονται ενδεικτικές αναφορές σε πολύκροτες υποθέσεις, που η Νομική Υπηρεσία βρέθηκε στο στόχαστρο για τις αποφάσεις και τους χειρισμούς της, ως απόδειξη της θέσης ότι, σε αντίθεση με τους Δικαστές, οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας είναι δημόσια πρόσωπα, που εκτίθενται στη δημόσια σφαίρα και ασκούν δημόσια επιρροή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Θέλουν αντιμετώπιση δικαστών Εισαγγελέας και Βοηθός για Πόθεν Έσχες-Η νομική θέση για την αναφορά
Σημειώνεται πως στην ένσταση επισυνάπτονται δεκάδες δημοσιεύματα από ΜΜΕ, τα οποία αναφέρονται σε επικρίσεις κατά της ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας σε σχέση με αποφάσεις της για τις αναστολές διώξεων στον Μιχάλη Κατσουνωτό αλλά και το μπλόκο την ιδιωτικής ποινικής σε βάρος του που καταχωρήθηκε από την πρώην Διευθύντρια των Φυλακών. Επίσης γίνονται παραπομπές σε δημοσιεύματα που αφορούν την πολύκροτη υπόθεση του Θανάση Νικολάου και το δριμύ κατηγορώ της οικογένειας του κατά του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αναφορικά με τη στάση τους στην εξέταση της προσφυγής του Πανίκου Σταυριανού. Περαιτέρω, επισυνάπτονται δημοσιεύματα που αφορούν την καταδίκη του 82χρονου παππού Χρύσανθου, στην οποία ο Πρόεδρος ζήτησε όπως του δοθεί χάρη, προκειμένου να ανασταλεί η φυλάκιση του, κάτι που δεν έπραξε και διαφώνησε ο Γενικός Εισαγγελέας.
Επίσης, ο κ. Κληρίδης παραπέμπει το Ανώτατο σε δημοσιεύματα αναφορικά με τον διαχωρισμό εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και στις εκθέσεις της Αρχής κατά της Διαφθοράς για τις καταγγελίες σε βάρος του Σάββα Αγγελίδη και Μιχάλη Κατσουνωτού, για αναστολή δίωξης πελάτη του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.
Διαφορετικός ρόλος από τους δικαστές
Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν υπάγονται στη Δικαστική Υπηρεσία ή στο Δικαστικό Σώμα, ούτε συνιστούν μία εκ των πολιτειακών και συνταγματικών εξουσιών αλλά ανήκουν σε μία ανεξάρτητη Υπηρεσία, που δεν υπάγεται σε κανένα Υπουργείο.
Θέση της Βουλής είναι ότι διαφοροποιούνται επαρκώς από τους δικαστές, καθώς ο Γενικός Εισαγγελέας κατέχει και άλλες ιδιότητες και αρμοδιότητες οι οποίες δεν συνάδουν με αυτές των δικαστικών λειτουργών. Είναι δικηγόρος, ο ηγέτης του δικηγορικού σώματος, Επίτιμος πρόεδρος του συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (Π.Δ.Σ.) ex officio μέλος του συμβουλίου, Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, μέχρι πρόσφατα πρόεδρος του Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων και Πρόεδρος Νομικού Συμβουλίου για Δικηγόρους.
Σημειώνεται ότι η προσπάθεια εξίσωσης του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού του με τους δικαστές απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κυπρίζογλου, καθώς το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως «το γεγονός ότι το Σύνταγμα κατατάσσει τον Γενικό Εισαγγελέα ως προς τους όρους υπηρεσίας, στην ίδια θέση με τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν διαφοροποιεί τον ξεχωριστό ρόλο και τη φύση του καθήκοντος του Γενικού Εισαγγελέα, ούτε παρέχει οποιαδήποτε περιθώρια επιρροής επί του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Όπως ήδη λέχθηκε είναι απολύτως διακριτός ο ρόλος Γενικού Εισαγγελέα από τη Δικαστική Εξουσία».
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η κρίση του για χειρισμούς για διάφορες υποθέσεις αστικών, ποινικών και διοικητικού δικαίου τελεί διαχρονικά υπό τη κρίση της δικαστικής εξουσίας πρωτόδικα, κατ' έφεση και στο τελικό στάδιο από το Ανώτατο Δικαστήριο, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ή από ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστικά σώματα.
Διατυπώνεται, ακόμη, η θέση πως με το Νόμο συμπεριλήφθησαν στη νομοθεσία του Πόθεν Έσχες μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος και Μέλη της ΕΔΥ. «Το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε ότι τούτο ήταν επιτρεπτό και συνταγματικό. Δεν θεώρησε ότι το όλο θέμα αφορούσε τους όρους υπηρεσίας του Προέδρου και μελών της ΕΔΥ. Έκρινε ότι οι εξουσίες και αρμοδιότητες τους αφορούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και/ή ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή. Η διαφάνεια και η λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή τονίζονται στην απόφαση. Το σχετικό προοίμιο σε σχέση με τα πιο πάνω καλύπτει την ανάγκη διερεύνησης και συμβαδίζει με την αρχή της αναλογικότητας», σημειώνεται.
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι όσον αφορά τον Πρόεδρο και Μέλη της ΕΔΥ παρατηρείται ότι πράγματι θεσμοθετούνται από το Σύνταγμα με αντιμισθία που δεν δύναται να μεταβληθεί δυσμενώς δια το μέλος μετά το διορισμό του και δεν μπορεί να απολυθεί "είμη υφ' ούς όρους και καθ 'ον τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Άρθρα 124.4 και 124.5 του Συντάγματος). «Όμως η ΕΔΥ δεν αποτελεί μια εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, διακρινόμενων σε Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική εξουσία ώστε και να ισχύουν κατ' αναλογίαν τα όσα αποφασίστηκαν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2017) 3ΑΑΔ422. Η ΕΔΥ συνεπώς είναι μεν ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όργανο της οποίας όμως ο Πρόεδρος, και τα μέλη ασκούν αρμοδιότητες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή. Πόσον μάλλον ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας».
Η Βουλή ξεκαθαρίζει τη διαφωνία της με μια ρύθμιση του Πόθεν Έσχες των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας αντίστοιχη με εκείνη των δικαστών, δηλαδή να υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου η δήλωση. «Τι προτείνει ο Γενικός Εισαγγελέας; Μια άτυπη και νομικά ανίσχυρη δήλωση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ότι αυτοβούλως θα υποβάλλουν τις δηλώσεις Πόθεν Έσχες στον Πρόεδρο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου», αναφέρεται. «Ακόμη και αν ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει ενημερωθεί και αποδέχεται αυτή την διαδικασία κάτι τέτοιο δεν θα είχε, κανένα έννομο αποτέλεσμα και δεν θα δημιουργούσε καμία νομική υποχρέωση είτε στους εμπλεκόμενους αξιωματούχους, είτε στον Πρόεδρο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου χωρίς αναγκαία νομοθετική ή νόμιμα γενόμενη κανονιστική ρύθμιση. Μια τέτοια ρύθμιση θα ενέπλεκε με όλο το σέβας τον Πρόεδρο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου σε απρόβλεπτες περιπέτειες και συγκρούσεις ενδεχόμενα και δημόσια κριτική».
«Που καταλήγουμε λοιπόν; Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας που ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα τύχουν τελικά ευνοϊκότερης μεταχείρισης από αυτούς, αφού θα είναι οι μόνοι αξιωματούχοι στην Δημοκρατία που δεν θα υποβάλλουν πουθενά κατά δεσμευτικό τρόπο δήλωση Πόθεν Έσχες. Είναι άλλωστε κατανοητό ότι χωρίς νομοθετική ρύθμιση, ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου μόνο άτυπα θα μπορούσε να παραλαμβάνει δήλωση Πόθεν Έσχες που αυτοβούλως θα του υπέβαλλε ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Και τι θα γίνει εάν ο επόμενος Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αποφασίσουν να μην υποβάλουν τέτοια δήλωση;», διερωτάται η Βουλή.
Αντίθετα, τα περί αυτορρύθμισης συνιστούν μια καινοφανή ενέργεια, κατά τη θέση της. «Ουσιαστικά, οι δύο αξιωματούχοι θα είναι οι μόνοι που χωρίς να δεσμεύονται από νομική υποχρέωση, αυτοβούλως και αν το αποφασίσουν, οι ίδιοι και τα πρόσωπα που θα τους διαδεχθούν στο μέλλον, θα υποβάλλουν στον Πρόεδρο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου τις δηλώσεις Πόθεν Έσχες και αυτός, ατύπως και χωρίς εξουσία λήψης μέτρων ή κυρώσεων αν δεν υπάρξει συμμόρφωση, θα τις παραλαμβάνει και θα τις αρχειοθετεί. Και τι θα συμβεί εάν, αμφότεροι ή ένας εξ αυτών, αναιρέσει την αυτοδέσμευση ή δεν την εφαρμόζει; Τι συνεπάγεται αυτό; Τα περί ανάρμοστης συμπεριφοράς πρόδηλα δεν μπορεί να είναι η απάντηση γιατί πρόκειται για αυτοδέσμευση, αλλά ιδίως σε σχέση με τη δήλωση που θα αναμένεται να υποβληθεί μετά την αφυπηρέτηση του αξιωματούχου», τονίζεται.
Διατυπώνεται η θέση πως «είναι οξύτατη η διάκριση της δικαστικής αυτορρύθμισης από το ευχολόγιο Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Αυτή η αδυναμία της αυτορρύθμισης Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι φυσικά απότοκη του ότι η προσπάθεια εξομοίωσης των Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με τους δικαστές είναι τελείως πεπλανημένη και αδικαιολόγητη».
Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα
Το δεύτερο σημείο που προβάλλεται έντονα είναι πως οι δύο αξιωματούχοι, σε αντίθεση με τους δικαστές, είναι Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα, όπως τους προσδιορίζει και ο νόμος, και μάλιστα συχνά βρίσκονται στο επίκεντρο της ειδησεογραφίας και οι αποφάσεις τους σχολιάζονται από την κοινή γνώμη. Γίνεται, μάλιστα, αναφορά σε πολύκροτες υποθέσεις, όπως αυτή του Θανάση Νικολάου, και εκείνη του παππού Χρύσανθου, για τις οποίες υπήρξαν έντονες επικρίσεις και διαμαρτυρίες για τους χειρισμούς της Νομικής Υπηρεσίας.
«Ιδιαίτερα ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είναι Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα και λόγω της ευθύνης τους για χειρισμό ή συμμετοχή τους σε χιλιάδες υποθέσεις αγωγών, διαιτησιών και προσφυγών στις οποίες εγείρονται ποικιλία θεμάτων πολιτικών αποφάσεων και έχουν ως αντικείμενο οικονομικές απαιτήσεις για τεράστια ποσά και οι αποφάσεις τους οι οποίες είναι καθ' όλα ανέλεγκτες και ανεξέλεγκτες, από νομικής πλευράς αλλά πολύ συχνά βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα όσον αφορά δημόσιες συζητήσεις, και κριτικές πχ. η στάση του Γ.Ε. και ΒΓΕ ιδιαίτερα στον χειρισμό συγκεκριμένων υποθέσεων όπως οι χειρισμοί της πολύκροτης υπόθεσης Θανάση Νικολάου», αναφέρεται στην ένσταση της Βουλής.
Επίσης, προστίθεται, σχετική είναι και η δριμεία κριτική την οποία δέχθηκε πρόσφατα ο Γενικός Εισαγγελέας σε υπόθεση 82χρονου για συναίνεση στην απόδοση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία μάλιστα τον έφερε και σε σύγκρουση με απόφαση του Εφετείου αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Στην ένσταση αναφέρεται ακόμη πως «ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας έγιναν πρόσφατα αλλά και διαχρονικά δέκτες κριτικής για θέματα που αφορούν αποφάσεις για την μη προώθηση ποινικών διώξεων αντίθετες με την σύσταση ποινικών ανακριτών, και ή της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς. Κριτική ασκήθηκε και σε εκθέσεις για το Κράτος Δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κύπρο όπως π.χ. στη πρόσφατη έκθεση του Ιουλίου του 2024. Κριτική ασκείται συχνάκις και από μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, από πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους. Στο επίκεντρο της δημοσιότητας βρίσκεται και η αντιπαράθεση του Γενικού Εισαγγελέα με άλλους θεσμούς όπως με το Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και του Γενικού Ελεγκτή».
Τονίζεται, παράλληλα, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αδιαμφισβήτητα ασκούν αρμοδιότητες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή! Άρα κατ' αναλογίαν μπορούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο αξιωματούχων στους οποίους ισχύει το «πόθεν έσχες».
Σημειώνεται, ακόμη, πως στην αιτιολογική έκθεση του Κανονισμού αναφέρεται ότι «οι δικαστές δεν έχουν αυξημένη έκθεση σε δημοσιότητα, ενώ η άσκηση της εξουσίας τους, ακόμα και η επιβολή της μικρότερης χρηματικής ποινής, αιτιολογείται δημοσίως και πλήρως κατά συνταγματική επιταγή και υπόκειται σε έλεγχο από ανώτερο δικαστικό όργανο. Είναι εντελώς διαφορετική η φύση και η ζωή του δικαστή η οποία επιβάλλει, ακριβώς, να μην βρίσκεται σε «αυξημένη έκθεση σε δημοσιότητα». Εντελώς διαφορετικός είναι και ο δικαιοδοτικός του ρόλος, που υπόκειται, εκ του Συντάγματος, σε πλήρη διαφάνεια, δημοσιότητα και έλεγχο».
Τίποτα από τα πιο πάνω δεν ισχύουν για τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, υποστηρίζει η Βουλή. «Υπάρχει αδιαφάνεια στις αποφάσεις τους και καμία αιτιολόγηση δεν δίνεται για αυτές. Επίσης, η ζωή του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι συνεχώς εκτεθειμένη σε δημοσιότητα».
Υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου
Το τρίτο σημείο αποσκοπεί στην ανάδειξη της σημασίας του ελέγχου στην Νομική Υπηρεσία, λόγω της διαφθοράς που παρουσιάστηκε στο παρελθόν. Όπως αναφέρεται στην ένσταση, υπήρξαν κρούσματα διαφθοράς «όπως π.χ. με τη πολύκροτη υπόθεση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και άλλες καταγγελίες που εκκρεμούν ενώπιον της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς σε σχέση με αναστολές ποινικών διώξεων και οι οποίες, ανεξάρτητα από την κατάληξη τους, δεικνύουν την πολύ διαφορετική φύση των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τους λοιπούς δικαστές».
Συνεπώς, η Βουλή διατυπώνει τη θέση πως ήταν αναμενόμενο και επιβαλλόμενο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας θα συμπεριλαμβάνονταν στο νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο το οποίο έκδηλα δεν αφορά τους όρους υπηρεσίας αλλά αποτελεί δικλείδα διαφάνειας και ελέγχου για τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τις εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα του οι αξιωματούχοι και άλλοι κρατικοί υπάλληλοι.
Στην ένταση γίνονται πολλές αναφορές στην υπόθεση του πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Επισημαίνεται για το θέμα της δημοσιοποίησης των δηλώσεων των δικαστών ότι «οι δικαστές δεν έχουν αυξημένη έκθεση σε δημοσιότητα.... Είναι εντελώς διαφορετική η φύση και ζωή του δικαστή η οποία επιβάλλει, ακριβώς, να μην βρίσκεται σε «αυξημένη έκθεση σε δημοσιότητα».
Η θέση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στην πολιτεία και την Κοινωνία είναι εντελώς διαφορετική όπως η ζωή στην πράξη έχει δείξει και όπως το Σύνταγμα προνοεί.
Σημασία όμως έχει ότι δεν ετέθη και δεν τίθεται θέμα από τη δικαστική εξουσία ότι το θέμα αγγίζει και σχετίζεται με τους όρους υπηρεσίας».
Προστίθεται ότι αν ακόμα οι πρόνοιες του νέου θεσμικού πλαισίου για το πόθεν έσχες και αντίθετα μετά όσα αποφασίστηκαν ανωτέρω ήθελαν θεωρηθεί σαν όροι υπηρεσίας, είναι λογικό αλλά και δικαιολογείται από την νομολογία να υπάρξουν κατά την αρχήν της αναλογικότητας κάποιες ανάλογες προσαρμογές σε σχέση με τους όρους υπηρεσίας του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα που απορρέουν από το ρόλο και την φύση της εργασίας τους σε αντιδιαστολή με τους όρους υπηρεσίας των Δικαστών
Στην ΓΕ ν. Ερωτοκρίτου λέχθηκαν τα εξής: «Σημειώνουμε εδώ ότι οι αρχές του Bangalore αφορούν κατ' εξοχήν δικαστές...... ο ΓΕ και ο ΒΓΕ έχουν εξουσία να χειρίζονται οποιανδήποτε ποινική δίωξη..... υπό την ιδιότητα αυτή διέπονται........ από ανάλογη δεοντολογία.....». Και: «Είναι προφανές ότι τα καθήκοντα των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εκείνα του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι διαφορετικά..... ο όρος ανάρμοστη συμπεριφορά δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά.... λαμβανομένης βέβαια υπόψιν της διαφορετικής φύσης των καθηκόντων τους.»
Συνεπώς, επισημαίνεται ότι, η νομολογία επιτρέπει μεν την κατ' αναλογίαν ερμηνεία των όρων υπηρεσίας αρμόζουσα προς τα καθήκοντα και αρμοδιότητες αλλά και έκθεση στο δημόσιο διάλογο και κριτική κατά του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, σε αντίθεση με τα καθήκοντα, αρμοδιότητες και περιορισμούς στην ιδιωτική ζωή ως η μη έκθεση σε δημόσιο διάλογο των δικαστών.
Ακόμη, επισημαίνεται πως το γεγονός ότι ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους και Γενικός Εισαγγελέας σε ποινικές υποθέσεις δυνάμει του Συντάγματος και του Περί Δικηγόρων Νόμου έχει διευρυμένα καθήκοντα, προνόμια και εξουσίες σαν λειτουργός της δικαιοσύνης δεν συνεπάγεται ότι εφόσον δεν ανήκει σε δικαστική εξουσία, εξαιρέσεις από νομοθεσίες που αφορούν τη διαφθορά και ή το Πόθεν Έσχες
«Ιδιαίτερα μετά την υπόθεση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος καταδικάστηκε για τέτοιου είδους αδικήματα. Η έκθεση των Γενικού Εισαγγελέα και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε δημόσιο διάλογο για θέματα των αρμοδιοτήτων του και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος τον καθιστούν υπόλογο δυνάμει των αρχών της διαφάνειας, λογοδοσίας, στο πλαίσιο καταπολέμησης της διαφθοράς σε ένταξη του στο θεσμικό πλαίσιο του Πόθεν Έσχες», αναφέρεται.
Τονίζεται, επίσης, ότι «στη Νομική Υπηρεσία, το 2015, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας παύθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για ανάρμοστη συμπεριφορά και στην συνέχεια καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε ποινή φυλάκισης μαζί με άλλους συνεργάτες του για αδικήματα που σχετίζονται με τη διαφθορά. Εκκρεμούν διάφορες υποθέσεις που τους αφορούν ενώπιον της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς γεγονός που ουδόλως υποδηλοί ενοχή τους αλλά καταδεικνύει ότι οι αποφάσεις τους είναι τόσο ευρείες, ανέλεγκτες και αναιτιολόγητες ώστε να είναι πολύ πιο υψηλού κινδύνου για θέματα διαφθοράς σε σχέση με τους δικαστές».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Σεπτέμβριος με τη θεσμική κρίση στο επίκεντρο-Πρώτα αποφασίζει το Δικαστήριο, μετά ο Πρόεδρος