Η εμπειρία της κυπριακής αποστολής στις φωτιές της Βόρειας Μακεδονίας-«Εκτίμησαν την προσπάθειά μας»
18:55 - 19 Αυγούστου 2024
Την εκτίμηση ότι η κλιματική αλλαγή βρήκε απροετοίμαστη τη Βόρεια Μακεδονία να αντιμετωπίσει την έκρηξη πυρκαγιών εξέφρασε ο Ανδρέας Αντωνίου, ο οποίος συμμετείχε στην κυπριακή αποστολή του Τμήματος Δασών που στάληκε στις 7 Αυγούστου 2024 μέσω του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ, ως βοήθεια για αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών στις περιοχές Chashka και Sveti Nikole.
«Νιώσαμε το συναίσθημα ότι εκτίμησαν την προσπάθεια μας. Χαιρόμαστε που βοηθήσαμε, Χαιρόμαστε που είμασταν χρήσιμοι για τους ανθρώπους», πρόσθεσε ο κ. Αντωνίου, μιλώντας στο ΚΥΠΕ για την εμπειρία που αποκόμισε η κυπριακή αποστολή αεροπυρόσβεσης στη Βόρεια Μακεδονία. Εξέφρασε την ελπίδα η αποστολή και το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε να συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Κύπρου-Βόρειας Μακεδονίας.
Αναφέρθηκε ακόμη στην τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει το Τμήμα Δασών στο πέρασμα των δεκαετιών, τόσο στην επίγεια κατάσβεση δασικών πυρκαγιών όσο και στην αεροπυρόσβεση.
Σημείωσε ότι οι αρχές της Βόρειας Μακεδονίας ήταν πρόθυμες να συμβάλουν στη βελτίωση των διαδικασιών και προσπαθούσαν να υλοποιήσουν πολλές από τις εισηγήσεις της κυπριακής αποστολής.
Η αποστολή στην Βόρεια Μακεδονία, που αποτελείτο από τα δύο Air Tractor AT-802 με τέσσερα άτομα πλήρωμα και πέντε άτομα υποστηρικτικό προσωπικό εδάφους επέστρεψε στην Κύπρο στις 14 Αυγούστου.
Όπως ανέφερε στο ΚΥΠΕ ο κ. Αντωνίου, μετά το μήνυμα που λήφθηκε από τον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ στις 6 Αυγούστου, άρχισε η ετοιμασία της αποστολής που αναχώρησε στις 7 Αυγούστου για τη Βόρεια Μακεδονία.
Διευκρίνισε ότι η αποστολή αναχώρησε σε δύο φάσεις, καθώς αναχώρησαν αρχικά τα δύο Air Tractor με τους πιλότους τους και ένα άτομο πλήρωμα καμπίνας ενώ κατά τη δεύτερη φάση αναχώρησαν τα υπόλοιπα έξι μέλη της αποστολής αεροπορικώς, με εμπορικές αερογραμμές, μέσω Αθηνών, Ζάγκρεμπ και μετά Σκόπια.
Εξήγησε επίσης ότι τα αεροσκάφη είναι επανδρωμένα με πιλότο και πλήρωμα καμπίνας, αλλά κατά τη μετάβαση της αποστολής στη Βόρεια Μακεδονία, λόγω έλλειψης χώρου, μεταφέρθηκε με το ένα αεροσκάφος ο εξοπλισμός υποστήριξης ενώ το άλλο αναχώρησε με τον πιλότο του και ένα άτομο προσωπικό καμπίνας.
Πρόσθεσε ότι η αποστολή έφθασε στα Σκόπια στη 1:00 τα ξημερώματα της 8ης Αυγούστου και παρά το κουραστικό ταξίδι ήταν έτοιμη να επιχειρήσει με το πρώτο φως της ημέρας.
Σε ό,τι αφορά την επιχειρησιακή εμπειρία που αποκόμισε η αποστολή, ο κ. Αντωνίου ανέφερε ότι η διαπίστωση είναι πως στη Βόρεια Μακεδονία οι δυνάμεις πυρόσβεσης δεν έχουν την τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει το Τμήμα Δασών στο πέρασμα των δεκαετιών, τόσο αναφορικά με την επίγεια κατάσβεση δασικών πυρκαγιών όσο και την αεροπυρόσβεση.
Συνεχίζοντας είπε πως η ταχύτητα με την οποία επιχειρούσε η κυπριακή αποστολή ήταν πρωτοφανής για τις δυνάμεις πυρόσβεσης που επιχειρούσαν στην Βόρεια Μακεδονία. Πρόσθεσε ότι η κυπριακή αποστολή βοήθησε ώστε να βελτιωθούν οι χρόνοι που επιχειρούσαν και άλλες ομάδες, μεταξύ των οποίων και τα αεροσκάφη από τη Γερμανία, τόσο στους χρόνους κατάσβεσης, όσο και στους χρόνους ανεφοδιασμού των πτητικών μέσων πυρόσβεσης.
Επεσήμανε ότι η κυπριακή αποστολή προσπάθησε να βρει αφρό πυρόσβεσης και επιβραδυντικό που θα αύξανε την επιχειρησιακή επάρκεια και αποτελεσματικότητα της πυρόσβεσης, αλλά η προσπάθεια δεν απέδωσε.
Αναφορικά με τις πυρκαγιές που έκαιγαν τη Βόρεια Μακεδονία, είπε ότι «την πρώτη ημέρα μας ενημέρωσαν ότι υπήρχαν σε εξέλιξη 38 πυρκαγιές, σε μια χώρα που έχει δυόμισι φορές την έκταση της Κύπρου».
Είπε επίσης πως οι πυρκαγιές προκάλεσαν τεράστια οικολογική καταστροφή, αλλά ταυτόχρονα είχαν άμεση επίδραση στις ζωές των ανθρώπων.
«Είδαμε περιουσίες να έχουν γίνει στάχτη», συνέχισε προσθέτοντας ότι η κυπριακή αποστολή την πρώτη ημέρα επιχείρησε στην περιοχή που υπάρχει ένα μοναστήρι το οποίο, όπως είπε, προστάτευσε.
«Ακολούθως επιχειρήσαμε σε περιοχή που κινδύνευε μια κοινότητα και γενικά επιχειρούσαμε σε τοποθεσίες που κινδύνευαν περιουσίες και ανθρώπινες ζωές», συνέχισε
Ανέφερε ακόμα ότι «την προτελευταία ημέρα επιχειρήσαμε σε ένα πάρκο στο οποίο η φωτιά μαινόταν για 23 ημέρες».
Την τελευταία ημέρα επιχειρήσαμε σε δύο νέα μέτωπα, ένα ανατολικά των Σκοπίων κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία και το άλλο κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, είπε προσθέτοντας ότι και τα δύο μέτωπα ήταν κοντά σε οικισμούς και υπήρχε αυξημένος κίνδυνος η φωτιά να επεκταθεί και να κάψει τους οικισμούς θέτοντας σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Απαντώντας σε ερώτηση, εξήγησε ότι «σε αρκετά από τα μέτωπα στα οποία επιχειρήσαμε, μετά την παρέμβαση μας οι πυρκαγιές τέθηκαν υπό έλεγχο».
Διευκρίνισε περαιτέρω ότι επειδή η χώρα είχε πολλά μέτωπα πυρκαγιών σε εξέλιξη «σε όλες τις πυρκαγιές στις οποίες επιχειρήσαμε δεν υπήρχαν επίγειες δυνάμεις πυρόσβεσης». Είναι μια γενικότερη παρατήρηση που κάναμε, ότι υπήρχε αδυναμία παρέμβασης από το έδαφος και μηχανημάτων εδάφους και η μόνη ελπίδα που είχαν ήταν η πυρόσβεση με πτητικά μέσα, πρόσθεσε.
Ανέφερε επίσης ότι η κυπριακή αποστολή επιχείρησε σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από αυτό της Κύπρου. «Ήταν τεράστιες εκτάσεις, απάτητες, παρθένες στις οποίες πολύ δύσκολα μπορούν να επιχειρήσουν επίγειες δυνάμεις και έτσι η μόνη λύση που μπορούσε να προσφερθεί ήταν από τον αέρα και για αυτό ζητήσαμε επιβραδυντικό το οποίο θα έκανε τη διαφορά», πρόσθεσε.
Για να σκιαγραφήσει τη κατάσταση στη Βόρεια Μακεδονία αναφέρθηκε σε εκτάσεις ανάλογες με την απόσταση μεταξύ Πλατρών και Κακοπετριάς «χωρίς κανένα δρόμο». «Περνούσαμε από χωριά που το οδικό δίκτυο ήταν χωματόδρομοι, δεν υπήρχε ασφαλτόστρωση στις κοινότητες, οι οποίες ήταν μέσα στο δάσος και συνεπώς κάθε ενεργό μέτωπο φωτιάς κατευθυνόταν στις κοινότητες και έκαιγε τις οικίες» είπε.
Ο κ. Αντωνίου, αφού επεσήμανε ότι οι δασικές πυρκαγιές στη Βόρεια Μακεδονία είναι αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, που βρήκε τη χώρα απροετοίμαστη, πρόσθεσε ότι είχαν κάποια υποδομή, η οποία ήταν ικανοποιητική μέχρι πριν λίγα χρόνια. Σημείωσε πως με την κλιματική αλλαγή, αλλάζουν ραγδαία τα δεδομένα και αναμένεται ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί περισσότερο.
Αναφορικά με τα συναισθήματα που προκαλεί η θέα της καταστροφής δασών από δρύες και οξιές, είπε πως «είναι κρίμα να βλέπουμε τα δάση να χάνονται και να καταστρέφεται η φύση, λόγω της δικής μας αμέλειας, αβλεψίας ή/και πρόθεσης», προσθέτοντας πως «πρέπει όλοι να αντιληφθούμε πως προστατεύοντας το περιβάλλον στο οποίο ζούμε, προστατεύουμε την ίδια τη ζωή μας».
Συνεχίζοντας ανέφερε πως προκάλεσε ικανοποίηση και ενεθάρρυνε την κυπριακή αποστολή το γεγονός ότι «συναντήσαμε ανθρώπους που εκτίμησαν αφάνταστα τη συνεισφορά μας».
Παρέθεσε ως παράδειγμα έναν ταξιτζή που μετέφερε μέλη της αποστολής, ο οποίος όταν ενημερώθηκε ότι βρίσκονταν στη Βόρεια Μακεδονία για να κατασβήσουν πυρκαγιές αρνήθηκε να πληρωθεί το κόμιστρο.
«Νιώσαμε το συναίσθημα ότι εκτίμησαν την προσπάθεια μας. Χαιρόμαστε που βοηθήσαμε, Χαιρόμαστε που είμασταν χρήσιμοι για τους ανθρώπους», πρόσθεσε εκφράζοντας την ελπίδα η αποστολή και το θετικό κλίμα που δημιουργήθηκε να συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Κύπρο-Βόρειας Μακεδονίας.
Στην παρατήρηση ότι η συνεισφορά της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κατάσβεση των πυρκαγιών προβλήθηκε εκτενώς από τα ΜΜΕ της Βόρειας Μακεδονίας, ο κ. Αντωνίου ανέφερε ότι κατά το μέσο της περιόδου που επιχειρούσε η κυπριακή αποστολή, δέχθηκε επίσκεψη από τον Υπουργό Εσωτερικών της χώρας, ενώ μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων ο Διευθυντής του Κέντρου Διαχείρισης Κρίσεων της Βόρειας Μακεδονίας Stojanche Angelov, συνάντησε την κυπριακή αποστολή και απένειμε τιμητικά διπλώματα στα μέλη της για τη συνεισφορά τους στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης πυρκαγιών.
Ανέφερε ότι «αναχωρήσαμε από την Βόρεια Μακεδονία με θετικά συναισθήματα» κάνοντας επίσης λόγο για άρτια συνεργασία.
Ο κ. Αντωνίου είπε ότι το Τμήμα Δασών έχει περισσότερο από ένα αιώνα εμπειρία και γνώση στην κατάσβεση πυρκαγιών, με την μονάδα πτητικών μέσων του Τμήματος Δασών να έχει βάλει το δικό της λιθαράκι την τελευταία εικοσαετία στην προσπάθεια αντιμετώπισης των πυρκαγιών.
Ανέφερε περαιτέρω πως σε ό,τι αφορά την αεροπυρόσβεση η μονάδα πτητικών μέσων του Τμήματος Δασών μπορεί να είναι ανάμεσα στις «καλύτερες μονάδες αεροπυρόσβεσης που υπάρχουν στην υφήλιο». Εξήγησε ότι η αναφορά του εδράζεται στην εμπειρία των πιλότων, από όλο τον κόσμο που συμβάλλονται με το Τμήμα και πιλοτάρουν τα αεροσκάφη του Τμήματος.
«Μας λένε ότι πρώτη φορά βλέπουμε τέτοιες υποδομές και τέτοια οργάνωση στην αεροπυρόσβεση», πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι οι δύο πιλότοι που συμμετείχαν στην αποστολή είναι από την Αυστραλία και ο μηχανικός από τη Νέα Ζηλανδία.
Στην αποστολή συμμετείχαν οι Ανδρέας Αντωνίου – Επικεφαλής Αποστολής, Συντονιστής, Adriano Dos Santos Lopez – Πιλότος, Αρχηγός Αποστολής, Riley Thomas Payne – Πιλότος, Colin James Lichtwark – Μηχανικός πτητικών μέσων, Κώστας Λέφος – Πλήρωμα Εδάφους, Κυριάκος Κίκας – Πλήρωμα Εδάφους, Αθανάσης Αθανασίου – Πλήρωμα Εδάφους, Μιχάλης Σαρρής – Παρατηρητής και Μιχάλης Πισκόπου – Παρατηρητής.