Ο κ. Ανδρέας και η κα. Μηλιά οι μοναδικοί Ελληνοκύπριοι στον Άγιο Ανδρόνικο-«Δαμέ εν ο τόπος μας»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 16 Αυγούστου 2024
Για πενήντα χρόνια ζουν μόνοι τους, μαζί με τους Τούρκους κατακτητές, στον Άγιο Ανδρόνικο. Στο χωριό όπου μεγάλωσαν και έζησαν τα πιο όμορφά τους χρόνια. Αλλά και τα πιο δύσκολα, όταν μετά την εισβολή έπρεπε να ξεχάσουν εκείνα που ήξεραν και να βρουν ένα τρόπο να συμβιώσουν με τους κατακτητές. Πρόκειται για τον 97χρονο Ανδρέα και την 85χρονη Μηλιά Χριστοφή.
Ο κ. Ανδρέας και η κα. Μηλιά είναι οι δύο εναπομείναντες εγκλωβισμένοι κάτοικοι του χωριού της Καρπασίας, Άγιος Ανδρόνικος. Είναι το σήμα κατατεθέν του χωριού, αφού τόσα χρόνια δεν έφυγαν από το σπίτι τους. Πέρασαν την εισβολή, την κατοχή και ακόμη βιώνουν τις συνέπειές της, όταν δύο φορές το μήνα λαμβάνουν τρόφιμα από τα Ηνωμένα Έθνη και όχι από την κόρη τους, όπως όλοι οι ηλικιωμένοι στις ελεύθερες περιοχές.
Οι δύο τους είναι πάντα πρόθυμοι να ανοίξουν το σπίτι τους και να μιλήσουν σε όποιο περάσει. Αυτό έκαναν και σε μας, όταν τους επισκεφθήκαμε, μαζί με την Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων, Άννα Αριστοτέλους.
Μας υποδέχθηκαν με ένα χαμόγελο, με την καλή κουβέντα και με την αγάπη στα μάτια τους. Καθίσαμε να κουβεντιάσουμε και ο κ. Ανδρέας, που είχε το λέγειν περισσότερο, μας εξιστόρησε τη ζωή, όπως αυτή ήταν πριν την εισβολή, πώς βίωσε ο ίδιος την αιχμαλωσία στην Τουρκία και πόσο άλλαξε η ζωή μετά από εκείνο το καλοκαίρι του 1974.
Η ζωή πριν το 1974
Ο κ. Ανδρέας άρχισε να περιγράφει τη ζωή πριν τον πόλεμο του 1974 και το μυαλό του γέμισε με μνήμες, για μία ζωή αλλιώτικη, που δεν θύμιζε με τίποτα τη ζωή μετά την εισβολή. Τότε που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαν ειρηνικά.
«Εγιώ ήμουν παντρεμένος. Η γυναίκα μου έμεινε έγκυος τζιαι στους οχτώ μήνες εγέννησε την κόρη μου, αλλά πάνω στην γέννα επέθανε που αιμορραγία. Τη Μηλιά επαντρεύτηκα την το 1969. Η ζωή μας δαχαμέ, πριν τον πόλεμο, ήταν ήσυχη. Εμείς εθερίζαμε, είχαμε σιτάρκα τζιαι κολοκάσια. Ο Άγιος Ανδρόνικος, ώσπου έβλεπε το μάτι ήταν γεμάτο πράσινα τζιαι ήταν κολοκάσια. Τζιαι εσέβετουν ο ένας τον άλλο. Εμπαίναμε μέσα στον καφενέ τζιαι εσηκώνετουν ο ένας για να δώκει την καρέκλα στον άλλο. Τωρά τζύρης τζιαι παιδί δεν μιλιούνται. Εμείς είχαμε τα χωράφκια μας, επηένναμε τζιαι εσπέρναμε τζιαι εθερίζαμε. Μόνοι μας, με ένα ζευγάρι χτηνά, εν είχαμε τότε μηχανήματα. Τωρά ήρτε το μηχάνημα στο χωρκό. Τότε ήταν με τα σιέρκα μας.
Η ζωή ήταν πολλά διαφορετική τότε, ήμασταν με τους Τουρκοκύπριους τζιαι εζιούσαμε ειρηνικά. Εκαλιούσεν ο ένας τον άλλο στους γάμους. Θυμούμαι ένα περιστατικό, ήμουν δέκα χρονών. Επήρεν μας η μάνα μου με τις αρφάες μου σε ένα μαχαλλά που είχαν γάμο. Την ώρα που επήαμε, οι κορούες εβουρήσαν μέσα, αλλά τη μάνα μου εν την αφήκαν να μπει. Είπε της ένας τζιαμέ “εσού να μπεις αλλά το μωρό άηστο πόξω”. Απαντά του η μάνα μου “να τον αήκω πόξω;” Τζιαι εφώναξε στις αρφάες μου “άτε κόρουες εφήαμε”. Τζιαι λαλούν της “θκειά Γιαλλουρού εν να φύεις;” τζιαι είπε τους η μάνα μου ότι εν την αφήναν να μπει μαζί μου τζιαι τελικά είπαν της να με βαστά πάνω της. Η ζωή τότε ήταν η μέρα με τη νύχτα. Πολλά διαφορετική σε σχέση με σήμερα. Πολλά διαφορετική».
Η εισβολή και η αιχμαλωσία στην Τουρκία
Η εισβολή των Τούρκων το 1974 άλλαξε τη ζωή άρδην για τον κ. Ανδρέα και τη κα. Μηλιά. Στην περιοχή της Καρπασίας δεν έγιναν μάχες, οι στρατιώτες δεν πάλεψαν με τους εισβολείς για να τους ανακόψουν. Αντίθετα, οι Τούρκοι μπήκαν στα χωριά και μάζευαν τους άοπλους πολίτες και όλους τους άνδρες μέχρι 45 ετών. Ο κ. Ανδρέας, που τότε ήταν 45 ετών, ήταν ανάμεσα στα άτομα που πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
«Εγιώ ήμουν έσσω μου όταν έγινε η εισβολή, ούτε έφυα που έσσω μου. Τζιαι εμπήκαν οι Τούρτζιοι τζιαι επιάσαν μας. Επήραν μας τους άντρες στο σχολείο τζιαι μετά εβάλαν μας μέσα σε ένα αυτοκίνητο τζιαι επήραν μας Λευκωσία. Εβάλαν μας μέσα σε μια αποθήκη τζιαι αφήκαν μας λλίες ημέρες τζιημέσα. Ύστερα, εδύσαν μας τα μάθκια μας τζιαι τα σιέρκα μας τζιαι επήραν μας στα πλοία να μας πάρουν στην Τουρκία.
Την ώρα που μας επαίρναν, είπα σε ένα Τούρκο στρατιώτη, που ήταν καλός, ότι επόνε με η κουτάλα μου τζιαι εξίδυσε με. Όταν εμπαίναμε πάνω στο πλοίο, ένας αξιωματικός τζιαμέ είπε μας “εν να σας κόψουμε την κκελλέ σας”. Εγιώ που εκαταλάβαινα τούρτζικα, είπα το στους άλλους τζιαι αγχωθήκαν. Εμπήκαμε μέσα στο πλοίο, εδέρναν μας. Ποτζί επεράσαμε πολλά. Ήμασταν σε ένα στενόμακρο διάδρομο. Εφέρναν μας νερό που εν επίννετουν τζιαι επειδή ήξερα τούρτζικα ερώτουν πόθεν μας το εφέρναν τζιαι εκατάλαβα ότι εν ήταν καλό.
Μιαν ημέρα εφέραν μας μια μαντηλιά. Εγιώ είπα σε ένα φίλο μου να μεν την πιάσει, επειδή ήμασταν καμπόσοι τζιαι ήταν να δερτούμε για τη μαντηλιά τζιαι έτσι εγίνηκε. Ο ένας έπλυνε την τζιαι ο άλλος έπιασε την να σφοτζιστεί τζιαι τελικά επιαστήκαν στα σιέρκα. Εμπήκα μέσα στη μέση τζιαι εσταμάτησα τους. Τούτο ήταν. Τη νύχτα ήρτε ο ένας τζιαι είπε μου να κάτσει στο κρεβάτι μου τζιαι που έκατσε, είπε μου “ευχαριστώ κουμπάρε Ανδρέα που με εσταμάτησες τζιαι έμαθα ήταν καρδιακός τζιαι αν τον έδερνα ήταν να μπερτέψω” τζιαι είπα του “εν τζιαι μόνο εσού που ήταν να μπερτέψεις, εν ούλλοι μας”.
Στις ανακρίσεις ήταν όπως το Δικαστήριο. Ήταν οι Τούρτζιοι και ένας που εμίλαν ελληνικά. Ερωτούσαν μας πόθεν ήμασταν, αν είχε Τούρκους τζιαμέ τζιαι πώς ήταν η ζωή. Είπα του ότι ήμασταν καλά τζιαι μετά ερώτησε με αν ηξέρω τούρτζικα. Είπα του λλία τζιαι έβαλε με να μιλήσω. Εγέλαν. Μετά είπε μου εν να μας στρέψουν στο χωρκό μας, επειδή εν ήμασταν στρατιώτες».
Η επιστροφή στο χωριό
«Τον Οκτώβρη του 1974 εφέραν μας Λευκωσία. Όταν εκατεβήκαμε ερωτήσαμε αν έχουμε εγγύηση αν δεν θα μας πειράξουν που ήταν να πάμε στο χωρκό μας. Είπαν μας “έτσι εγγύηση εν μπορούμε να σας δώκουμε”. Είχα το μωρό μου δακάτω τζιαι τη γενέκα μου τζιαι είπα εν να πάω τζιαι ας με σκοτώσουν.
Θκυο-τρεις φορές την ημέρα έπρεπε να πηέννουμε να μας γράφουν. Εμείναμε δαμέ εμείς. Όταν εκάτσαν σε συνομιλίες, εμείς εσαστήκαμε να φύουμε. Όμως, εμείναν τα πράματα μέσα στις κάσιες. Εμείναμε δαμέ, μέχρι σήμερα. Επηένναμε τζιαι ερκούμασταν. Εκάμαμε την αίτηση για να πάμε τζιαι εν εφύαμε. Δαμέ ήταν το χωρκό μας, εμείναμε στον τόπο μας.
Η ζωή δαμέ στον Άγιο Ανδρόνικο ήταν διαφορετική. Μία νύχτα ήρταν να μου πιαν τα άλετρα του τράκτου τζιαι επιάστηκα στα σιέρκα με τρεις νοματούς. Εφκήκα νύχτα έξω τυχαία τζιαι είδα τους. Είδαν με τζιαι αφήκαν τα τζιαι εφύαν. Έπιασα ένα μασιαίρι τζιαι εφκήκα πόξω. Ήρταν πάνω μου τζιαι έπιασε με ένας που το λαιμό τζιαι μετά έπιασα τον εγώ που το λαιμό τζιαι λαλώ τους “παρά να με πνίξει τζείνος, να τον πνίξω εγιώ”.
Η ευχή για τα πενήντα χρόνια
«Θέλουμε να βρεθεί ένα έλεος, να γυρίσουν στο σπίτι τους τζείνοι που εν οι νόμιμοι κάτοικοι τζιαι να ζήσει χαρές τούτο το χωρκό».