Θέλουν αντιμετώπιση δικαστών Εισαγγελέας και Βοηθός για Πόθεν Έσχες-Η νομική θέση για την αναφορά
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 08 Αυγούστου 2024
Σε αναφορά του νόμου για το Πόθεν Έσχες Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων, επειδή σε αυτά συμπεριλήφθηκαν ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, προχώρησε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο νόμος ψηφίστηκε τον Ιούλιο, μετά από πολύχρονες συζητήσεις, και πέραν της επικαιροποίησης της διαδικασίας, επικαιροποιήθηκε και ο κατάλογος προσώπων που είτε ως Πολιτικά Εκτεθειμένα Πρόσωπα (είναι ξεχωριστή νομοθεσία) είτε ως Δημόσια Εκτεθειμένα Πρόσωπα, υποχρεούνται να υποβάλλουν τα στοιχεία για το Πόθεν Έσχες τους.
Η διαφωνία των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας για την συμπερίληψή τους στον «Ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων και Ορισμένων δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Υποβολή και Έλεγχος Δήλωσης Περιουσιακών Στοιχείων και Καταστάσεων Προσωπικής και Επαγγελματικής Περιουσίας) Νόμο του 2024» ήταν καλά γνωστή από καιρό, καθώς διατυπώθηκε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών. Οι βουλευτές, ωστόσο, προχώρησαν στην συμπερίληψη, καθώς θεωρούν ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται πλήρως η διαφάνεια σε ό,τι αφορά πρόσωπα που συγκεντρώνουν πολλές εξουσίες στα χέρια τους, ενώ σημείωσαν ότι άλλοι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, όπως ο Γενικός Ελεγκτής, δεν έφεραν ένσταση.
Η πλευρά της Εισαγγελίας αντιπρότεινε ένα σύστημα αυτορρύθμισης, παρόμοιο με εκείνον των δικαστών, που θα παρέκαμπτε πλήρως τον μηχανισμό που σχεδίασαν η Βουλή και ο Έφορος Φορολογίας, το οποίο ωστόσο δεν έγινε αποδεκτό από τους βουλευτές. Στην σχετική επιστολή που είχε διαβιβαστεί, αναφερόταν ότι αφουγκράστηκαν την απαίτηση της κοινωνίας για έλεγχο των δημόσιων αξιωματούχων και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και προστασία της αξιοπρέπειας της Νομικής Υπηρεσίας, αποφασίστηκε όπως προωθηθεί διαδικασία αυτορρύθμισης του Πόθεν Έσχες των δύο επικεφαλής της Υπηρεσίας, κατά τον ίδιο τρόπο με τους δικαστές, επειδή υπηρετούν με τους ίδιους όρους με τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ως εκ τούτου, οι Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης πρότειναν να υποβάλλουν δήλωση περιουσιακών στοιχείων των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων παιδιών τους, με τα ίδια ακριβώς στοιχεία που απαιτούνται από τους δικαστές, στον πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, που θα τηρεί ειδικό αρχείο και θα ασκεί έλεγχο κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση και θα μπορεί να ζητά και διευκρινίσεις. Δεν υπήρχε πρόθεση δημοσιοποίησης των στοιχείων, επειδή θεωρούσαν ότι διαφέρον από τα Πολιτικά Εκτεθειμένα Πρόσωπα, επειδή υπηρετούν έναν ανεξάρτητο θεσμό «μακριά από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή». Είχαν εκφράσει, μάλιστα, τη θέση πως κάτι τέτοιο θα τους υποχρέωνε να αντιμετωπίζουν κακόπιστα και αναληθή σχόλια, γεγονός που είχε ενοχλήσει τους βουλευτές, οι οποίοι θεωρούσαν ότι βρίσκονται συνεχώς σε αυτή τη θέση, χωρίς να έχουν όση εξουσία όσο οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας.
Τελικά η Βουλή αποφάσισε να προχωρήσει με την συμπερίληψη, στέλνοντας σαφέστατο πολιτικό μήνυμα, παρόλο που γνώριζε από τις αναφορές εκπροσώπων της Νομικής Υπηρεσίας ότι θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα του νόμου. Αυτό, είναι, επί της ουσίας και το αντικείμενο της αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος ζητά από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος με το Σύνταγμα, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την αρχή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, όπως και την ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.
Στην αναφορά διατυπώνεται η θέση πως άρθρα του νόμου ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα, στην έκταση που αφορούν στον Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με άρθρα του Συντάγματος, την αρχή διάκρισης των εξουσιών, την αρχή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, την ανεξαρτησία του θεσμού του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και τις ευρείες εξουσίες με τις οποίες περιβάλλεται ο θεσμός εν γένει, όπως πηγάζουν από τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος και έχουν παγίως νομολογηθεί.
Εκφράζεται, επίσης, η θέση ότι πλήττεται η πλήρης ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του αξιώματος και/ή του θεσμού, για τους ίδιους λόγους που είχαν εκτεθεί στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2016, όταν κρίθηκε αντισυνταγματικός ο νόμος για το Πόθεν Έσχες των δικαστών. Με εκείνον τον νόμο, παρεχόταν από τη Βουλή η δυνατότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει Δικαστικό Κανονισμό, με τον οποίο να ρυθμίζει την υποβολή δήλωσης περιουσιακών στοιχείων και δήλωση μεταβολής περιουσιακών στοιχείων στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και δημιουργείτο υποχρέωση κάθε δικαστή να υποβάλλει δήλωση περιουσιακών στοιχείων και μεταβολής τους. Ο νόμος κρίθηκε ότι συνιστούσε επέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης εξουσιών.
Επί της ουσίας, αυτή τη στιγμή προβάλλεται το επιχείρημα πως ο Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας θα πρέπει να έχουν παρόμοια αντιμετώπιση με τους δικαστές, οι οποίοι τελικά εισήγαγαν σύστημα Πόθεν Έσχες με αυτορρύθμιση το 2023. Επί τούτου, γίνεται σχετική αναφορά στο άρθρο 112 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει πως ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός «υπηρετούσιν, εφ’ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ’ ους όρους και καθ’ ον τρόπον οι δικασταί ούτοι». Σημειώνεται, επίσης, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία τονίστηκε, όπως αναφέρεται, το ιδιόμορφο του θεσμού του Γενικού και Βοηθού Εισαγγελέα στην Κύπρο και εξομοίωσή του όσον αφορά το καθεστώς και τους όρους με τους οποίους υπηρετεί με τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην αναφορά διατυπώνεται, επίσης, η θέση πως «πλήττεται ο ίδιος ο θεσμός και η αποστολή που επιτελεί, ως καθορίζονται στο Σύνταγμα και ως έχει παγίως νομολγηθεί, με κίνδυνο να πληγεί η διασφαλισμένη ανεξαρτησία τους και συνεπώς πλήττεται η ίδια η συνταγματική δομή που διασφαλίζει την τήρηση των θεσμικών ισορροπιών και εγγυήσεων και παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών». Η αρχή αυτή απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών. Επισημαίνεται ότι η Βουλή δύναται μεν να θεσμοθετεί κανόνες δικαίου, απρόσωπα διαρθρωμένους, αλλά δεν μπορεί να δρα έξω από το πεδίο των συνταγματικών της αρμοδιοτήτων.
Επιπρόσθετα, γίνεται λόγος πως με τον υπό αναφορά Νόμο, «η νομοθετική εξουσία παρεμβαίνει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά τρόπο που θίγει τον ίδιο τον θεσμό και τις εξουσίες που τον περιβάλλουν κατά τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος αλλά και σύμφωνα με πάγια νομολογία».
Επίσης αναφορά γίνεται στο άρθρο 153 του Συντάγματος, που προνοεί όπως η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οποιουδήποτε δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύναται να μεταβληθούν δυσμενώς μετά τον διορισμό τους. Αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο διορισμού του Γενικού και του Βοηθού Εισαγγελέα, δεν υφίσταντο οι υποχρεώσεις που επιβάλλει ο νόμος, οι οποίες μεταβάλλουν δυσμενώς τους όρους υπηρεσίας τους. Προστίθεται ότι «τέτοια μεταβολή δεν αναλήφθηκε κατά τον διορισμό και ενισχύει τη θέση ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων επεμβαίνει στο καθεστώς της υπηρεσίας και επομένως και με κίνδυνο επηρεασμού και του τρόπου άσκησής της».
Η Βουλή αναμένεται να καταθέσει τις επόμενες ημέρες της ένστασή της, μέσω του Χρίστου Κληρίδη, που όρισε ως δικηγόρο της και ακολούθως, στις 4 Σεπτεμβρίου, οι δύο πλευρές θα παρουσιαστούν στο Ανώτατο για να λάβουν οδηγίες.