Μείωση ποινής για θανατηφόρο, κρίθηκε στα δευτερόλεπτα της ορατότητας του κατηγορουμένου
Ντίνα Κλεάνθους 08:30 - 07 Αυγούστου 2024
«Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως καταγράφεται πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως η μοτοσικλέτα ήταν ορατή στον Εφεσείοντα εννέα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση αντί για έξι, που ήταν ο ορθός χρόνος, παράγοντας ο οποίος προφανώς επηρέασε και την κρίση του ως προς το ύψος της ποινής. Ούτε και συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ταχύτητα με την οποία κινείτο η μοτοσικλέτα δεν είχε τη σημασία της, αφού από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτή οδηγείτο με τουλάχιστον 126 χ.α.ω αντί 65 χ.α.ω. που ήταν το όριο ταχύτητας στο σημείο του ατυχήματος. Αποτέλεσε δε θέση του Μ.Κ.4, του οποίου τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, ότι εάν το θύμα οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας το ατύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Από την άλλη, όμως, δεν επρόκειτο για στιγμιαία απροσεξία από μέρους του Εφεσείοντος αλλά για μία πράξη απερίσκεπτη, αλόγιστη και εγωιστική, αφού παραβίασε τη συνεχή άσπρη γραμμή και έστριψε δεξιά αδιαφορώντας για τον υφιστάμενο κίνδυνο και τη βλάβη που μπορούσε να προκαλέσει. Υπό τις περιστάσεις αυτές η επιβολή ποινής φυλακίσεως ήταν αναπόφευκτη».
Τα πιο πάνω ανέφερε στην κατάληξη του το Εφετείο, το οποίο μείωσε κατά έξι μήνες την δεκαεξάμηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο για το θανατηφόρο δυστύχημα που σημειώθηκε 3 Ιουνίου 2021, με θύμα τον 21χρονο μοτοσικλετιστή, Αντρέα Χριστοδούλου, τέως από Πέρα Χωρίο Νήσου.
Το τροχαίο συνέβη στις 14.30 στη Λεωφόρο Λεμεσού στο Δάλι, με κατεύθυνση από Λατσιά προς Πέρα Χωρίο, όταν ο κατηγορούμενος ανέκοψε την πορεία του θύματος που επέβαινε σε μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού. Το όριο ταχύτητας στο σημείο είναι 65 χ.α.ω. και οι δύο κατευθύνσεις χωρίζονται από συνεχή άσπρη γραμμή. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ο κατηγορούμενος ελάττωσε ταχύτητα, χωρίς όμως να σταματήσει, ενώ ακολούθως έστριψε δεξιά προς το κτίριο του ομίλου Παπαέλληνας, παραβιάζοντας τη συνεχή άσπρη γραμμή. Κατά το χρόνο που το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου βρισκόταν εντός της λωρίδας στην οποία κινείτο το θύμα, τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν, με τραγική συνέπεια τον θάνατο του Ανδρέα Χριστοδούλου, τον οποίον δεν είχε αντιληφθεί πριν τη σύγκρουση.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε στο αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, με την υπεράσπιση του να προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης, οι οποίοι μεταξύ άλλων αφορούσαν τον ύψος της ποινής, αλλά και το γεγονός πως αυτή δεν αναστάλθηκε.
Τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον του Εφετείου, οι δικηγόρου του κατηγορούμενου, Ηλίας Στεφάνου και Γιάννης Νεάρχου, δήλωσαν πως ήταν παραδεκτό πως υπήρξε αμέλεια, ωστόσο αυτό που αμφισβητείτο ήταν η έκταση της, εκφράζοντας την θέση πως η συγκεκριμένη περίπτωση εντάσσεται οριακά στην «επικίνδυνη» οδήγηση αλλά σίγουρα δεν συνιστά αλόγιστη ή απερίσκεπτη οδήγηση.
Προς αυτή την κατεύθυνση στράφηκαν οι τρεις λόγοι έφεσης, με εισήγηση ότι υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του όρου «απερίσκεπτη πράξη» και ότι δεν καθορίστηκε πρωτόδικα το ποιον από τους τρεις διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος του Άρθρου 210 απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον κατηγορούμενο, ενώ παράλληλα εκφράστηκε η θέση πως το Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα επί ουσιωδών γεγονότων, τα οποία ήταν αντίθετα με την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία.
Βασικό επιχείρημα της υπεράσπισης αποτέλεσε η θέση ότι μπροστά από το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου κινείτο ένα άσπρο βαν, το οποίο σε κάποιο σημείο κινήθηκε δεξιά σε σχέση με την πορεία του, εισήλθε στη λωρίδα στην οποία κινείτο το θύμα και ως αποτέλεσμα απέκοψε την ορατότητα του.
Βαρύνουσας σημασίας στην υπόθεση και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, ήταν τα βίντεο που κατατέθηκαν, τα οποία είχαν ληφθεί από κάμερες στην περιοχή που έγινε το δυστύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την μαρτυρία ότι η μοτοσικλέτα ήταν ορατή για πρώτη φορά στα εξ αντιθέτου της οχήματα, αφού σε εκείνο το χρονικό σημείο η ενέργεια του βαν να στρίψει δεξιά, πράγμα που έφραξε την πορεία της μοτοσικλέτας, είχε ήδη ολοκληρωθεί. Αποτέλεσε, συναφώς, εύρημα του ότι η μοτοσικλέτα ήταν ορατή στον κατηγορούμενο εννέα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, με την υπεράσπιση να εκφράζει την θέση πως η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταρρίπτεται από το περιεχόμενο των βίντεο αφού από αυτά προκύπτει ότι κατ' ελάχιστον ο κατηγορούμενος μπορούσε να έχει οπτική επαφή με το θύμα.
Τα εν λόγω τρία βίντεο, που λήφθηκαν από διαφορετικές κάμερες με οπτική γωνία, αξιολογήθηκαν από το Εφετείο, το οποίο έκρινε πως δύο από αυτές υποστηρίζουν την θέση κατηγορούμενου. Κατ' επέκταση, ήταν η κατάληξη του Εφετείου, πως «το ατύχημα έλαβε χώρα έξι δευτερόλεπτα μετά που η μοτοσικλέτα ήταν ορατή στον Εφεσείοντα και όχι εννέα δευτερόλεπτα όπως ισχυρίστηκε ο Μ.Κ.2 και, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του, εσφαλμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θα πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι η Αστυνομία δεν μέτρησε την απόσταση μεταξύ του σημείου που ευρίσκετο ο Εφεσείων και αυτού της μοτοσικλέτας κατά τον χρόνο που αυτή κατέστη ορατή. Με δεδομένο, όμως, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μοτοσικλέτα οδηγείτο με ταχύτητα 126 χ.α.ω. (ήτοι διένυε 35,13μ. ανά δευτερόλεπτο) σε συνάρτηση με τα 32,30μ. ίχνη τροχοπέδησης του θύματος, εάν αφαιρεθεί και η περίπου διπλάσια απόσταση σκέψης, τότε η απόσταση από την οποία το θύμα ήταν ορατό ήταν τουλάχιστον 145μ».
Από εκεί και πέρα, αυτό που κλήθηκε να εξετάσει το Εφετείο, είναι εάν το πιο πάνω λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταρρίπτει την κατάληξη ως προς το ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να σταματήσει το όχημα του πριν στρίψε και να είχε αντιληφθεί το θύμα. Θέση την οποία εξέφρασε η υπεράσπιση, με το Εφετείο ωστόσο να αναφέρει στην απόφαση του, πως «η εσφαλμένη αναφορά στον χρόνο που η μοτοσικλέτα ήταν ορατή, δεν διαφοροποιεί το γεγονός αυτό», λέγοντας περαιτέρω, πως ο κατηγορούμενος «θα μπορούσε κατά τη στιγμή της εισόδου του στην αντίθετη λωρίδα, να είχε αντιληφθεί την ύπαρξη της μοτοσικλέτας, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι υπήρξε επίσης εύρημα ότι το θύμα επιβράδυνε την ταχύτητα του, αφού βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης μήκους 32,30μ».
Επιπρόσθετα, το Εφετείο συμφώνησε και με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε απερίσκεπτα και αλόγιστα, διαφωνώντας παράλληλα πως επρόκειτο για ένα στιγμιαίο λάθος, λέγοντας ότι η απόφαση του να στρίψει δεξιά, ασφαλώς εμπεριείχε τον κίνδυνο να ανακόψει την πορεία κάποιου εξ αντιθέτου ερχόμενου οχήματος.
«Την υπαρκτή αυτή πιθανότητα δεν την αναλογίστηκε ο Εφεσείων και συνέχισε την υλοποίηση της απόφασης του. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι η συμπεριφορά αυτή υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά διαστήματα. Το στιγμιαίο αφορά μια απρόσεκτη κίνηση ή ενέργεια ή παράλειψη της στιγμής και όχι μια συνειδητή επιλογή υπέρβασης της συνεχούς γραμμή και στροφής δεξιά. Τα πιο πάνω καθίστανται ακόμα πιο σαφή, εάν προστεθεί ότι καθόλη τη διάρκεια αυτής της συμπεριφοράς, δηλαδή της λήψης της απόφασης και της υλοποίησης της, το θύμα ήταν ορατό για περίοδο έξι δευτερολέπτων. Τα οποία έξι δευτερόλεπτα ασφαλώς και δεν είναι μια στιγμή χρόνου. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως ήταν εμφανής και σοβαρός ο κίνδυνος ανακοπής της πορείας του. Το θύμα είδε τον Εφεσείοντα και παρά την ταχύτητα του έλαβε κάποια μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης. Ο Εφεσείων όμως, έχοντας ήδη πάρει την απόφαση στροφής δεξιά, παρέλειψε να λάβει καν υπ΄ όψιν του την ύπαρξη μιας τέτοιας πιθανότητας, ήτοι ανακοπής πορείας άλλου και πρόκλησης βλάβης σε κάποιον τρίτο χρήστη του δρόμου εξ αντιθέτου. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η παράλειψη αυτή και η ακολουθήσασα είσοδος στην αντίθετη λωρίδα υπό τις αναφερθείσες περιστάσεις ουδόλως συνιστούν λελογισμένη συμπεριφορά ενός οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος σε δημόσιο δρόμο».
Με δεδομένη την κατάληξη αυτή, το Εφετείο έκρινε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταδικάσει τον κατηγορούμενο δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ωστόσο διαπίστωσε πως υπήρξε σφάλμα σε σχέση με τον χρόνο (έξι αντί εννέα δευτερόλεπτα) που η μοτοσικλέτα ήταν ορατή, παράγοντας ο οποίος επηρέασε και την κρίση του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της ποινής. Πέραν τούτου όμως, το Εφετείο θεώρησε πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ταχύτητα της μοτοσικλέτας, δεδομένου πως αποδέχθηκε μαρτυρία ότι εάν το θύμα οδηγούσε εντός του ορίου, το ατύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Με βάση τα πιο πάνω, το Εφετείο μείωσε την ποινή στον κατηγορούμενο, από 16 μήνες σε 12, ενώ σε σχέση με το ζήτημα της αναστολής της ποινής, συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως σε μια τέτοια περίπτωση θα αποστέλνονταν λανθασμένα μηνύματα, θα υπονόμευε τον σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε τέτοιας φύσεως αδικήματα.
«Κατά τα άλλα η επιβληθείσα ποινή παραμένει η ίδια ως προς την επιβολή οκτώ βαθμών ποινής και στέρηση του δικαιώματος οδήγησης για περίοδο δύο μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του Εφεσείοντος. Δεν διστάζουμε δε να πούμε πως βρίσκουμε τον χρόνο στέρησης του δικαιώματος άδειας οδήγησης, επιεική».
Τον κατηγορούμενο εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Ηλίας Στεφάνου και Γιάννης Νεάρχου, ενώ την Κατηγορούσα Αρχή η δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας, Φρόσω Κακούρη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Ζητήθηκε ποινικός ανακριτής για ισχυρισμούς μάρτυρα για «Δημητρούι»-Κατήγγειλε και παρενόχληση από αστυνομικό
- Δήλωσε αδυναμία η μητέρα, έφυγε για να ψάξει δουλειά-Ξανά στο Δικαστήριο για ανανέωση κράτησης ο πατέρας
- Ανανεώθηκε η κράτηση των τεσσάρων για την βόμβα σε δεσμοφύλακα-Δόθηκαν νέες πληροφορίες στην Αστυνομία