Η ανάγκη απόσυρσης του νομοσχεδίου για fake news, τα μαθηματικά και το πολιτικό κόστος
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 30 Ιουλίου 2024
Ευρεία σύσκεψη θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη υπό τον Υπουργό Δικαιοσύνης, αναφορικά με το ζήτημα της νομοθεσίας για τα fake news, η οποία άναψε σοβαρές πολιτικές φωτιές για τον Μάριο Χαρτσιώτη, εξαιτίας των προνοιών που αντίκεινται στην Ελευθερία του Τύπου και του λόγου, ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται να αφορά τη δυσφήμιση, η οποία είναι αστικό αδίκημα και επιδιώκεται ποινικοποίησή του, όπως επισημαίνεται από πλευράς Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Στη συνεδρία αναμένεται να λάβουν μέρος οι εμπλεκόμενοι φορείς, συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης Συντακτών, η οποία δεν καλείτο επί δέκα συνεδρίες στη Βουλή, καθώς θεωρούσαν ότι το ζήτημα δεν αφορά τους δημοσιογράφους, παρόλο που ερμηνευόταν ότι αφορούσε τα fake news και αναφερόταν στην καθομιλουμένη ως «ο νόμος των fake news». Οι ειδήσεις είναι καθαρά δημοσιογραφικό περιεχόμενο και δεν παράγονται από τους πολίτες, άρα αναφορές σε οποιασδήποτε μορφής «news» θα έπρεπε να σήμαναν συναγερμό ως προς το γεγονός πως δύναται να επηρεαστούν οι δημοσιογράφοι. Ο δε κίνδυνος οποιαδήποτε δημοσιογραφική κριτική να εκλαμβάνεται ως «προσβλητική» ή «ψευδής» και να διώκονται οι δημοσιογράφοι είναι πέραν για πέραν ορατός σε όλους, εκτός από εκείνους που επέλεγαν να κρατούν τους δημοσιογράφους εκτός της διαβούλευσης για το μεγαλύτερο μέρος της πορείας του νομοσχεδίου.
Σημειώνεται ότι ο Μάριος Χαρτσιώτης κληρονόμησε τον «Ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3)» νόμο, καθώς κατατέθηκε το 2021, όταν Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν η Έμιλυ Γιολίτη, ενώ είχε παρουσιαστεί στη Βουλή από την προκάτοχό του, Άννα Προκοπίου, η οποία είχε γίνει αποδέκτης των αντιδράσεων και είχε υποσχεθεί ότι θα μελετηθούν. Ωστόσο ο Υπουργός θα πρέπει να διαχειριστεί την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τώρα που κατέστησαν σαφείς οι κίνδυνοι και να εισπράξει και το πολιτικό κόστος, σε περίπτωση που επιλέξει να επιμείνει σε πρόνοιες που ελλοχεύουν κινδύνους για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία στον τόπο μας, με την «τάτσα» να μένει στην Κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, η οποία υποτίθεται πως θέτει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία ως προμετωπίδα. Και φυσικά γνωρίζει πολύ καλά πως χωρίς ελεύθερο Τύπο, που μπορεί να λειτουργεί χωρίς να φοβάται πως το δημοσιογραφικό έργο θα διώκεται ποινικά, η διαφάνεια και η λογοδοσία περιορίζονται σημαντικά.
Υπενθυμίζεται ότι υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις, όχι μόνο από τους λειτουργούς του Τύπου στην Κύπρο και τις συναφείς οργανώσεις, αλλά και από θεσμικούς φορείς του εξωτερικού για τις προθέσεις της κυπριακής Κυβέρνησης, όπως είναι η Διεθνής και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, που τάσσονται στο πλευρό της Ένωσης Συντακτών Κύπρου. Πλέον αναμένεται και νομική άποψη από γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΑΣΕ, κατόπιν σχετικής καταγγελίας της βουλεύτριας του ΑΚΕΛ Ειρήνης Χαραλαμπίδου, καταδεικνύοντας τις διαστάσεις που έχει προσλάβει το ζήτημα.
Οι υποστηρικτές του νομοσχεδίου, οι οποίοι δεν είναι πολλοί, καθώς δημοσίως περιορίζονται κατά κύριο λόγο στον ΔΗΣΥ και την Νομική Υπηρεσία, βρίσκονται πλέον υπό ασφυκτική πίεση, όχι μόνο από τον δημοσιογραφικό κόσμο αλλά και από την κοινή γνώμη, η οποία αδυνατεί να αντιληφθεί πώς η λιγότερη Ελευθερία του λόγου και της άποψης είναι προς το δημόσιο συμφέρον, κάτι που κάθε νομοθεσία οφείλει να εξυπηρετεί.
Δικαιολογώντας τη θέση του κόμματός του, ο πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών της Βουλής και Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΔΗΣΥ, Νίκος Τορναρίτης, δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα πως «αν εγώ προσωπικά σας εξυβρίσω ή σας απειλήσω μέσω αποστολής μηνύματος στο τηλέφωνό σας ή μέσω του διαδικτύου, δεν υπάρχει κανένα νομικό περίβλημα για να υπερασπιστεί ο πολίτης ο οποίος δέχεται την επίθεση ή την εξύβριση, τον εαυτό του». Και στην πραγματικότητα ουδείς φαίνεται διαφωνεί με την ανάγκη προστασίας των πολιτών από τέτοια φαινόμενα.
Αυτό με το οποίο υπάρχει διαφωνία είναι με τη βεβαιότητά του ότι «θα οδηγήσουμε στην Ολομέλεια ένα πλήρες κείμενο το οποίο θα υπερασπίζεται την Ελευθερία του λόγου, την Ελευθερία της άποψης, το δημοσιογραφικό λειτούργημα και το δημοσιογραφικό απόρρητο». Από το σύνολο των δημοσιογραφικών, νομικών και πολιτικών αντιδράσεων προκύπτει πως δεν διασφαλίζονται αυτές οι προϋποθέσεις, καθώς ο νόμος συνεχίζει να αγγίζει και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι μάλιστα ήδη ρυθμίζονται και είναι υπόλογοι σε νομοθεσίες και στη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Όπως εξήγησε στον REPORTER ο πρόεδρος της ΕΣΚ, «αυτό που προωθείται αντίκειται στην ευρωπαϊκή τάξη για την προστασία των δημοσιογράφων και των δημοσιογραφικών πηγών, που εγκρίθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο και την Κομισιόν πριν λίγους μήνες. Αντίκειται στην ευρωπαϊκή οδηγία για τις προειδοποιητικές στρατηγικές αγωγές και γενικά αντίκειται σε όλο το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα περί δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στην Ευρώπη. Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει άλλη οδός από την απόσυρση του επίμαχου νομοσχεδίου και ότι συνιστά πισωγύρισμα δεκαετιών η επαναφορά ενός αστικού αδικήματος σε ποινικό αδίκημα. Δεν είναι εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας είναι οπισθοδρόμηση».
Είναι ξεκάθαρο από τις πολλές αντιδράσεις που υπήρξαν πως είναι σχεδόν αδύνατον να περάσει αυτό το νομοσχέδιο ακόμη και αν η Κυβέρνηση επιμείνει στην προώθησή του, καθώς οι μοναδικές (θεωρητικά) σίγουρες ψήφοι είναι οι 17 προερχόμενες από τον ΔΗΣΥ. Το ΑΚΕΛ και οι 15 βουλευτές του ήταν από την αρχή εναντίον, ενώ τις τελευταίες ημέρες τάχθηκε εναντίον και ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Νικόλας Παπαδόπουλος. Παρόλο που το ΔΗΚΟ δεν φημίζεται για την κομματική του πειθαρχία και ίσως να υπάρξουν διαφορετικές απόψεις, ακόμη και πιθανά «αντάρτικα» δεν μπορούν να δώσουν στο νομοσχέδιο την απαραίτητη πλειοψηφία, καθώς εναντίον τάσσονται ΕΛΑΜ, ΔΗΠΑ και Οικολόγοι. Συνεπώς, τα μαθηματικά δεν φαίνεται να βγαίνουν για τους υπερασπιστές του.
Αναμένεται σύντομα να ξεκαθαρίσει ποια στάση θα τηρήσει η Κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι αντί το κείμενο του νομοσχεδίου να προσφέρει περισσότερη προστασία στους πολίτες, μειώνει την προστασία στον Τύπο και κατ’ επέκταση στη Δημοκρατία μας, αφού εκτιμάται πως θα έχει ως έμμεσο αποτέλεσμα την ποινικοποίηση της κριτικής, τον περιορισμό της διερευνητικής δημοσιογραφίας και τη διάρρηξη της σχέσης δημοσιογράφων και πηγών.
Η λογική λέει πως το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα αποσύρει το νομοσχέδιο, τώρα που επισημάνθηκαν τόσο ευκρινώς τα προβλήματα και έγινε ένας δημόσιος διάλογος. Αν και αναφέρεται η ανάγκη εξαίρεσης των δημοσιογράφων ακόμα και από τον ΔΗΣΥ, αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς θεωρείται νομικά περίπλοκο να εξαιρεθεί μία ομάδα πολιτών από ένα νόμο του κράτους. Ως εκ τούτου, ενδεχομένως η λύση να είναι να ξαναγραφτεί από την αρχή, με τρόπο τέτοιο που να μην αγγίζει άμεσα ή έμμεσα οποιαδήποτε πτυχή του δημοσιογραφικού έργου. Δεν είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, ποιες άλλες επιλογές έχει η Κυβέρνηση, δεδομένου ότι στην υφιστάμενη του μορφή δεν περνά από τη Βουλή και πιθανή επιμονή σε αυτό ενδεχομένως να τη βάλει σε μεγαλύτερους μπελάδες, δεδομένων των ευρωπαϊκών και διεθνών αντιδράσεων.