Η επίδειξη ισχύος στα κατεχόμενα, τα αντίθετα μηνύματα και η ταυτόχρονη παρουσία Μητσοτάκη-Ερντογάν
06:00 - 20 Ιουλίου 2024
Με ξεκάθαρη πρόθεση να προβούν σε επίδειξη ισχύος, οι Τούρκοι πραγματοποιούν εκτεταμένους εορτασμούς ανήμερα της μεγάλης τραγωδίας της πατρίδας μας. Ο κατοχικός στρατός επιδιώκει να στείλει μηνύματα εντός και εκτός Κύπρου, σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο, ξύνοντας ταυτόχρονα πληγές και θυμίζοντας ότι ο εφιάλτης της εισβολής και της κατοχής παραμένει κεντρικό σημείο της ζωής στο νησί μας.
Εδώ και καιρό προαναγγέλλεται από την Άγκυρα και τους εγκάθετούς της στην Κύπρο η έντονη παρουσία του τουρκικού στρατού στη γιορτή της παρανομίας και της ντροπής στα κατεχόμενα, στην παρουσία του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με το τουρκικό Υπουργείο Άμυνας, στην Κύπρο θα βρίσκεται παράνομα το αεροπλανοφόρο «Ανατολού», ενώ θα γίνει ναυτική παρέλαση με πενήντα πλοία. Από αέρος θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση της ομάδας ακροβατικών αεροσκαφών «τουρκικά αστέρια» και διέλευση μαχητικών αεροσκαφών. Την Πέμπτη κυκλοφόρησε βίντεο στα τ/κ μ ΜΜΕ με την άφιξη δύο drones Akinci στην παράνομη βάση που διατηρούν στο Λευκόνοικο. Υπήρξε, παράλληλα, και μια νύξη ότι ενδέχεται να ανακοινωθεί η κατασκευή αεροπορικής και ναυτικής βάσης στα κατεχόμενα. Και όλα αυτά προστίθενται στις δυνάμεις και τις υποδομές του τουρκικού στρατού που βρίσκονται μόνιμα στο νησί μας, εδραιώνοντας την κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους και εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια για ειρήνη και ομαλότητα.
Εν μέσω αυτού του πολεμοχαρούς κλίματος, ο Ταγίπ Ερντογάν αναμένεται να ακολουθήσει την πεπατημένη του τουρκικού παραλογισμού και να υποστηρίξει πως το 1974 δεν υπήρξε παράνομη εισβολή και ούτε κατοχή εδάφους της Κυριακής Δημοκρατίας έκτοτε, αλλά μια «ειρηνευτική επιχείρηση», η οποία συνεχίζεται. Επί αυτής της βάσης, θα προσπαθήσει για άλλη μια φορά να επιχειρηματολογήσει για την ανάγκη διατήρησης των καταστροφικών εγγυητικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και της εσαεί παρουσίας του στρατού κατοχής στο νησί.
Ο Ερντογάν, όπως και ο Ερσίν Τατάρ, αναμένεται να καλέσουν για άλλη μία φορά τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος. Η Άγκυρα θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία εκλειπούσα, ενώ το τελευταίο διάστημα η διπλωματία της κατοχικής χώρας έχει επικεντρωθεί σε μία προσπάθεια διαβολής της, διασυνδέοντας τη Λευκωσία με τις επιχειρήσεις στον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, με στόχο να πλήξει την αξιοπιστία και τον αναβαθμισμένο ρόλο της στη διεθνή σκηνή και να την θέσει στο στόχαστρο.
Ενδεικτικό της γραμμής για αναγνώριση του ψευδοκράτους ήταν υπόμνημα που ενέκρινε η τουρκική Εθνοσυνέλευση την Πέμπτη, στο οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο η ανεξαρτησία και κυρίαρχη ισότητα της του τουρκοκυπριακού κράτους ως μέλος της διεθνούς κοινότητας», καθώς και η ένταση με την οποία γίνονται δηλώσεις το τελευταίο διάστημα προς αυτή την κατεύθυνση. Η Τουρκία καταβάλλει προσπάθειες μέσω φιλικών προς αυτήν χωρών, όπως το Αζερμπαϊτζάν, για περισσότερες επαφές με το παράνομο μόρφωμα, ενώ επιχειρεί να το βάλει από την πίσω πόρτα στον Οργανισμό Τουρκογενών Κρατών, τον οποίο επί της ουσίας ελέγχει. Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν και κάποιες καθοδηγούμενες δηλώσεις ξένων πολιτικών, οι οποίες αν και δεν έχουν μεγάλη αξία, συμβάλλουν στην καλλιέργεια κλίματος και στη διατήρηση του απαράδεκτου αιτήματος στην επικαιρότητα.
Το ζήτημα της αναγνώρισης τίθεται, επί της ουσίας, ως προαπαιτούμενο και για επανέναρξη των συνομιλιών από τον Ερσίν Τατάρ, είτε ευθέως, είτε υπό τον μανδύα της «κυριαρχικής ισότητας» και των τριών άλφα, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικότατο πρόσκομμα, αφού γνωρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν αυτά να γίνουν αποδεκτά. Εν αναμονή των αποφάσεων του ΓΓ του ΟΗΕ για τα επόμενα βήματα στο Κυπριακό και για συνέχιση της αποστολής της Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ, στο πλαίσιο των οποίων φαίνεται να «ψήνεται» μια κοινή συνάντηση, αυτές οι αξιώσεις προβάλλονται όλο και περισσότερο. Μάλιστα ο Τατάρ είχε το θράσος να πει πως δεν απαιτεί απαραίτητα αναγνώριση αλλά θα ήταν ικανοποιημένος με τα… συνώνυμά της.
Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά παραμένει δεσμευμένη στον στόχο της λύσης του Κυπριακού, μηνύματα που αναμένεται να επαναλάβουν από την ελεύθερη πλευρά της μοιρασμένης Λευκωσίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Μάλιστα, ο Νίκος Χριστοδουλίδης, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ, έκανε λόγο για πλήρη και αγαστή συνεργασία με την ελληνική Κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη και πως εργάζονται στη βάση συγκεκριμένου σχεδιασμού, λαμβάνοντας υπόψη το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. «Παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα, τις προκλήσεις, τις απογοητεύσεις, πράττουμε ό,τι είναι δυνατό για να δημιουργηθούν οι συνθήκες επανέναρξης των συνομιλιών και εξεύρεσης λύσης που θα τερματίζει την κατοχή. Η παρούσα κατάσταση πραγμάτων όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελεί το μέλλον της πατρίδας μου αλλά δεν διασφαλίζει ούτε το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού», τόνισε. Από την πλευρά της, η Αθήνα έστελνε τις προηγούμενες ημέρες το μήνυμα πως «το Κυπριακό αποτελεί μείζονα προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», κάνοντας λόγο για παράθυρο ευκαιρίας για την επανεκκίνηση του διαλόγου.
Η παρουσία του κ. Μητσοτάκη στην εκδήλωση μνήμης στο Προεδρικό και τα μηνύματα που θα στείλει υπέρ της λύσης, θα είναι πολύ διαφορετική από τους στρατιωτικούς χαιρετισμούς και τις αντιπαραγωγικές δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν, αφού θα στέλνει μηνύματα υπέρ του διαλόγου με στόχο μια Κύπρο ελεύθερη, χωρίς εγγυήσεις. Η ταυτόχρονη έλευσή τους στην Κύπρο και τα συγκρουόμενα αφηγήματά τους αναμένεται, ωστόσο, να αναλυθούν μέσα από τον φακό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στις οποίες το Κυπριακό εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο αγκάθι.
Υπενθυμίζεται πως μόλις πριν λίγες ημέρες, Μητσοτάκης και Ερντογάν συναντήθηκαν επί αμερικανικού εδάφους, επαναβεβαιώνοντας την ύπαρξη θετικής ατζέντας αλλά και τις διαφορές που τους χωρίζουν, με τους αναλυτές να επισημαίνουν ότι δεν δημιουργήθηκαν οποιαδήποτε νέα δεδομένα. Όμως εκ των πραγμάτων, μόνο διαφορές μπορεί να προκύψουν από την ταυτόχρονη παρουσία τους στην Κύπρο, οι οποίες μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, θα μπορούσαν να αυξήσουν και την ένταση σε μία περίοδο σχετικής ηρεμίας στα ελληνοτουρκικά, αναλόγως του τι ακριβώς θα πει ο Τούρκος Πρόεδρος και ποια θα είναι η αντίδραση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας.