«Όχι» Δικαστηρίου στο αίτημα Γιαννάκη για αναστολή της δίκης του με παραπομπή στην υπόθεση Ρίκκου
Ντίνα Κλεάνθους, Στέλιος Χαραλάμπους 10:15 - 19 Ιουλίου 2024
Απορρίφθηκε το αίτημα της πλευράς του τέως Επιτρόπου Εθελοντισμού, Γιαννάκη Γιαννάκη, για αναστολή της δίκης, λόγω του ότι, όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος υπεράσπισης του, παραβιάστηκε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, λόγω δημόσιων δηλώσεων από αξιωματούχος, αλλά και την αντιμετώπιση που έτυχε από τα ΜΜΕ.
Κατά την αγόρευση του ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Γιάννης Πολυχρόνης, κατέθεσε ενώπιον Δικαστηρίου δυο ενδιάμεσες αποφάσεις του ΕΔΑΔ για παρόμοιας φύσης υποθέσεις, στις οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, παραβιαζόταν το τεκμήριο της αθωότητας. Κατά την αγόρευσή του, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου υπέδειξε πως «εφαρμόζοντας όλες τις αρχές (που καταγράφονται στις αποφάσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο), στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι η ανώτατη πολιτική ηγεσία του τόπου βεβήλωσε το τεκμήριο της αθωότητας και προεξόφλησαν την ενοχή του κατηγορουμένου».
Ο κ. Πολυχρόνης επιπρόσθετα είχε επισημάνει πως «αυτή την στιγμή δεν υπάρχει πολίτης που να μην έχει την εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος», ενώ αναφέρθηκε σε δηλώσεις του Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος, όπως επεσήμανε ο συνήγορος υπεράσπισης, «κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Πρόεδρος του κυβερνών κόμματος και παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας. Σε δημόσιες δηλώσεις του είπε ''και να μην παραιτείτο, ο Πρόεδρος έπρεπε να τον καρατομήσει, είπα είναι ντροπή να κυκλοφορά στην κοινωνία μας, ο Αναστασιάδης πως μπορεί να ξέρει ότι ένας πολίτης πλαστογράφησε''. Αυτή ήταν μια δημόσια δήλωση για την υπόθεση».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Υποδείξεις Δικαστηρίου για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης Γιαννάκη-Καταγγελία κατά Χριστοφίδη
Μεταξύ άλλων ο δικηγόρος του κατηγορουμένου, στην πολυσέλιδη αγόρευσή του, σημείωσε πως η Δημοκρατία έχει υποχρέωση να διασφαλίσει το τεκμήριο αθωότητας και τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ενώ υπέδειξε ότι «η παρούσα διαδικασία είναι το κατάλληλο ένδικο μέσο για να λυθεί προδικαστικά το θέμα». Μάλιστα, όπως επεσήμανε ο κ. Πολυχρόνης, «η απαλλαγή του κατηγορουμένου είναι αποτελεσματική θεραπεία. Και η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι πρέπει να γίνει δίκη για να αποδειχθεί, αυτή δεν είναι σωστή. Όλη η νομολογία στην οποία αναφέρεται η συνάδελφος είναι άσχετη, παραπλανητική και προγενέστερη από την ευρωπαϊκή οδηγία. Στο συγκεκριμένο υπάρχει καμπάνια παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας». Πρόσθεσε πως στην παρούσα υπόθεση προσβάλλεται το αίσθημα δικαίου του Δικαστηρίου, σημειώνοντας ότι «η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας είναι τέτοιου μεγέθους που δεν μπορεί ο κατηγορούμενος να έχει δίκαιη δίκη».
Στην αντίπερα όχθη, η εκπρόσωπος της Εισαγγελίας, Θεοδώρα Παπακυριακού, κατά την δική της αγόρευση, είχε αναφέρει ότι «δεν υπάρχει δικονομικό υπόβαθρο για αυτή τη διαδικασία. Έχουμε σωρεία κατ’ ισχυρισμών δηλώσεων από πρόσωπα, αλλά δεν υπάρχει παραπομπή σε νόμο, το Δικαστήριο στη βάση ποιας μαρτυρίας θα αποφασίσει;». Υπέδειξε πως το θέμα είναι οι διαστάσεις που πήραν οι δηλώσεις από τα ΜΜΕ, ενώ πρόσθεσε ότι «η δίκη δεν καταλύεται επειδή έγιναν δηλώσεις. Δεν είναι δυνατό να έρχεται να επικαλείται γενικά και αόριστα ότι δεν τυγχάνει δίκαιης δίκης, σε ποια γεγονότα αναφέρεται ο συνάδελφος;».
Συνεχίζοντας την αγόρευση της, η κα. Παπακυριακού εξήγησε πως «οι δηλώσεις για να παραβιάζουν πρέπει να γίνουν από δημόσιους αξιωματούχους, δεν είναι απλά δηλώσεις από πολιτικά πρόσωπα». Και πρόσθεσε ότι δεν αρκεί να γίνεται απλά μια δήλωση αλλά, όπως είπε, «μέσα από αυτήν να φαίνεται και ο επηρεασμός».
Ακολούθως, η εκπρόσωπος της Εισαγγελίας, αναφερόμενη στο ζήτημα που έθεσε ο δικηγόρος του κατηγορουμένου για διακοπή της διαδικασίας λόγω κατάχρησης, επεσήμανε πως «η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια για διακοπή. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί στο τέλος και όχι εκ προοιμίου». Καταλήγοντας η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εξέφρασε την θέση ότι η αίτηση της υπεράσπισης θα πρέπει να απορριφθεί.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο κατέληξε πως το τεκμήριο αθωότητας ενισχύθηκε με τον Νόμο του 2018, ο οποίος διασφαλίζει την δίκαιη δίκη για ένα κατηγορούμενο.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, λέγοντας πως «το τεκμήριο της αθωότητας μπορεί να παραβιαστεί, όχι μόνο από δικαστικές αρχές αλλά και από άλλες αρχές. Αν κάποιες δηλώσεις επηρεάζουν, θα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο που έγινε η δήλωση». Ωστόσο, υπέδειξε πως το ΕΔΑΔ αναφέρει πως «σημασία έχει το πραγματικό νόημα των δηλώσεων και όχι η δραματική αναπαραγωγή».
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ανέφερε στην απόφαση του το Δικαστήριο, «το περιεχόμενο των ένορκων δηλώσεων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη», ενώ σημείωσε πως το ζήτημα από πλευράς υπεράσπισης, «έχει τεθεί πρόωρα από τον κ. Πολυχρόνη».
Περαιτέρω ανέφερε πως «τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, δεν είναι παράγοντες στη δίκη», με το Δικαστήριο να παραπέμπει στην υπόθεση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, λέγοντας πως «στην Ερωτοκρίτου κατά της Δημοκρατίας, αναφέρθηκε ότι η δίκη δεν καθίσταται μη δίκαιη η δίκη μόνο με τα δημοσιεύματα».
«Όλα τα πιο πάνω καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε αυτό το στάδιο, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει αν υπάρχει δυσμενής επηρεασμός του κατηγορούμενου», κατέληξε το Δικαστήριο, λέγοντας περαιτέρω πως «δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι περιστάσεις είναι τέτοιες που να καθίσταται η διαδικασία καταχρηστική. Δεν τεκμηριώνεται ότι λείπουν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης. Δεν καθίσταται αναγκαία η διακοπή της παρούσας διαδικασίας».
Συνεπώς, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της πλευράς του Γιαννάκη, ορίζοντας νέα ημερομηνία για συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας.
Υπενθυμίζεται πως ο τέως Επίτροπος κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αντιμέτωπος με τα αδικήματα πλαστογραφίας σε σχέση με το απολυτήριο λυκείου του, αλλά και το πτυχίο του από πανεπιστήμιο των ΗΠΑ. Η υπόθεση πλαστογραφίας αποκαλύφθηκε στις 26 Μαΐου 2021 από τον Γενικό Ελεγκτή, ωστόσο καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο ένα χρόνο μετά, αφού ολοκληρώθηκαν οι έρευνες της Αστυνομίας. Αρχικά, ο κ. Γιαννάκη αντιμετώπιζε δεκαοκτώ κατηγορίες, ωστόσο από το κατηγορητήριο η Νομική Υπηρεσία αποφάσισε να αφαιρέσει τις κατηγορίες που αφορούσαν τα χρήματα που λάμβανε από στον Οργανισμό Νεολαίας, αφού κρίθηκε πως επρόκειτο για δεδουλευμένα του κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, στις 9 Ιουνίου 2022 του απαγγέλθηκαν οκτώ κατηγορίες, τέσσερις για πλαστογραφία και άλλες τέσσερις για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, στις οποίες ο κατηγορούμενος απάντησε μη παραδοχή.
Η πρώτη αντίδραση του βουλευτή του ΑΚΕΛ, Χρίστου Χριστοφίδη
Εξάλλου, σε πρώτη του αντίδραση, ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Χρίστος Χριστοφίδης, σε γραπτή του δήλωση, ανέφερε πως «η σημερινή ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην περιβόητη υπόθεση Γιαννάκη Γιαννάκη και η απόρριψη των ισχυρισμών της υπεράσπισης ότι δήθεν η μετουσίωση του θεσμικού ρόλου ενός βουλευτή να ασκεί έλεγχο, ή ο θεσμικός ρόλος των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ να ενημερώνουν και να ασκούν έλεγχο, είναι παρέμβαση στο ρόλο της δικαιοσύνης ή εκ των προτέρων καταδικάζουν τον οποιονδήποτε, εκτός από τις πρόδηλες νομικές της διαστάσεις, ενέχει ξεχωριστή σημασία για την πολιτειακή, θεσμική, κοινωνική ζωή και δράση του τόπου μας».
Συνεχίζοντας, ο κ. Χριστοφίδης επεσήμανε πως «ιδιαίτερα σε μια χώρα που δικάζουν καταρτισμένοι δικαστές και όχι σώμα ενόρκων. Η προσπάθεια να επιβληθεί «σιωπή του νεκροταφείου» αλλά και να καταργηθεί ο θεσμικός ρόλος του κοινοβουλευτικού ελέγχου, δεν θα περάσει, όποιος και εάν είναι ο ιθύνων νους, όποιες σκοπιμότητες συγκάλυψης και εάν θέλει να εξυπηρετήσει».
Καταλήγοντας, ο βουλευτής του ΑΚΕΛ σημείωσε ότι «συνεχίζουμε, με γνώμονα πάντοτε τη διαφάνεια, την απόδοση δικαιοσύνης και ακύρωση των προσπαθειών συγκάλυψης, σεβόμενοι πάντα τις ανεξάρτητες διαδικασίες της δικαιοσύνης και το τεκμήριο της αθωότητας».