Γεννήθηκε 20 Ιουλίου 1974, λίγες ώρες πριν την εισβολή… «Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μάμμα και παπά»

«Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μάμμα και παπά… Στις σχολικές γιορτές ήμουν μόνη μου και ήταν ένα πολύ άσχημο συναίσθημα για ένα μωρό… Ο παππούς ήταν ο παπάς μου και η γιαγιά η μάμμα μου, ήταν ο κόσμος μου».

Αυτά είναι τα λόγια της Αναστασίας Ευσταθίου Στυλλή, ενός βρέφους που είχε την τύχη να γεννηθεί στις 20 Ιουλίου 1974, λίγες μόνο ώρες πριν την βάρβαρη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Ήταν ένα βρέφος που έζησε την μητρική αγάπη για δεκαπέντε μόνο μέρες και έκτοτε ζει με ένα κενό, που δεν μπορούσε κανένας να γεμίσει. Οι γονείς της και ο ένας εκ των δύο αδελφών της, έξι χρόνων τότε, είχαν αποφασίσει να εκμεταλλευτούν την εύθραυστη εκεχειρία, για να επιστρέψουν στο χωριό τους, τη Βασίλεια της επαρχίας Κερύνειας, για να πάρουν κάποια απαραίτητα πράγματα. Ένα ταξίδι που δεν είχε ποτέ επιστροφή…

Από τότε μέχρι και σήμερα, παραμένουν αγνοούμενοι, με το κενό που άφησαν πίσω να είναι δυσαναπλήρωτο. Η Αναστασία έγινε πλέον μία πενηντάχρονη γυναίκα, με τα δικά της τρία παιδιά. Ο αδελφός της, Παναγιώτης, που τότε ήταν δώδεκα ετών και είχε μείνει μαζί με τον παππού, τη γιαγιά και την μόλις δεκαπέντε ημερών αδελφή του, πλέον έγινε ένας άνδρας που αφιέρωσε τη ζωή του να μάθει για την τύχη των γονιών και του αδελφού του.

Η Αναστασία ήταν ένα από τα πιο αθώα θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Έζησε τις αρνητικές συνέπειες, όταν μεγάλωσε χωρίς την φροντίδα της μητέρας και τη στοργή του πατέρα, όταν ενώ όλα τα παιδιά της ηλικίας της γιόρταζαν τα γενέθλιά τους, εκείνη έβλεπε τη γιαγιά να κλαίει σε μία γωνιά, όταν στις σχολικές γιορτές ήταν πάντα μόνη επειδή ο παππούς και η γιαγιά δεν μπορούσαν να πάνε λόγω ηλικίας, όταν στην τρυφερή ηλικία που θα έμπαινε στην εφηβεία έχασε την μητρική της φιγούρα.

Η κα. Αναστασία Ευσταθίου Στυλλή μίλησε στον REPORTER και περιέγραψε τη δύσκολη παιδική ηλικία, την απουσία στήριξης από την Κυβέρνηση και στέλνει το δικό της μήνυμα σε όλους.

451191664_1779628662440585_2087137667739535578_n

Γεννήθηκε λίγες ώρες πριν την τουρκική εισβολή

«Εμείς είμαστε από τη Βασίλεια. Στις 19 Ιουλίου 1974 έπιασαν την μάμμα μου οι πόνοι και ο πατέρας μου την έφερε στο νοσοκομείο στη Λευκωσία. Όμως, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης με το πραξικόπημα και την έναρξη της εισβολής, ο γιατρός του είπε να την πάρει σε κάποιο άλλο γιατρό, αν ήξερε, για να την ξεγεννήσουν, επειδή στο νοσοκομείο δεν ήταν εφικτό. Η μητέρα μου ήταν δυσκολόγεννη και χρειάστηκε καισαρική και τότε ο πατέρας μου θυμήθηκε ένα γιατρό που πήγαινε συχνά στο χωριό και έκανε παρέα με τους γονείς μου. Την πήρε κοντά του και τους βοήθησε. Την επόμενη ημέρα οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο.

Οι γονείς μου είχαν άλλα δύο παιδιά, τον εξάχρονο Χριστάκη, ο οποίος αγνοείται μέχρι και σήμερα και τον δωδεκάχρονο Παναγιώτη, που έμειναν στο χωριό όταν έφυγαν οι δικοί μου, μαζί με την γιαγιά και τον παππού. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, όπως θυμάται ο αδελφός μου ο Παναγιώτης, τα αεροπλάνα πετούσαν σε πολύ χαμηλό υψόμετρο και ήταν τόση η δύναμή τους, που σχεδόν τους έπαιρνε ο αέρας και αναγκάζονταν να κρύβονται κάτω από τα δέντρα.

Για καλή τους τύχη, είχε επιστρέψει ο πατέρας μου στο χωριό και τους πήρε και κατάφεραν να πάνε στο χωρίο Μάσαρη της επαρχίας Μόρφου. Εκεί είχε πάει και η μητέρα μου και οι θείες μου και μείναμε περίπου δέκα με δώδεκα μέρες, όπως μου είχαν πει ο παππούς, η γιαγιά και ο αδελφός μου. Μείναμε στο σχολείο του χωριού και αναγκαστήκαμε να φύγουμε και να έρθουμε στο χωριό Πλατανιστάσα, επειδή η επέλαση των Τούρκων συνεχιζόταν κανονικά.

Στην Πλατανιστάσα ήταν δύσκολες οι συνθήκες διαβίωσης. Μας βοήθησε ένας κύριος, που μας έδωσε ένα χώρο σαν αποθήκη για να μείνουμε το βράδυ. Μετά από χρόνια μου είχαν πει ότι ο κόσμος ήταν πολύς, που ήρθαν από τα κατεχόμενα. Είχαν περάσει δεκαπέντε ημέρες από τις 20 Ιουλίου, ήταν στην περίοδο της εκεχειρίας και η μητέρα μου ήθελε να επιστρέψει πίσω στο χωριό μας, για να πιάσει ρούχα για τους αδελφούς μου, πράγματα για μένα επειδή ήμουν νεογέννητο. Από το βράδυ που πήγαμε στον Πλατανιστάσα η μητέρα μου είχε αρχίσει τη συζήτηση.

Η γιαγιά μου είχε ένα άσχημο προαίσθημα, που διακατείχε για μέρες και τις έλεγε ότι δεν ήθελε να φύγει η μάμμα μου. Ήταν ένα πλάκωμα, ένα προαίσθημα και έλεγε της μάμμας μου “μην φύγεις τζιαι να αφήσεις τα μωρά”. Η μάμμα μου επέμενε και ήθελε να έρθει στο χωριό και τη διαβεβαίωνε πως μέχρι τη νύχτα θα επέστρεφε. Είχε πλάνο να φύγει το πρωί με την αυγή και να επιστρέψει μέχρι το βράδυ. Η γιαγιά μου της έλεγε “έχεις το βρέφος σου να θηλάζεις, που θα φύεις να πάεις;”, όμως δεν της άλλαξε γνώμη».

449645697_1535966496990645_8725248701725788915_n

*Οι γονείς και οι δύο αδελφοί της κας. Ευσταθίου Στυλλή

Το ταξίδι προς το χωριό που δεν είχε επιστροφή

«Η μητέρα μου ήταν αποφασισμένη και το είχε συζητήσει και με τον πατέρα μου και την επόμενη μέρα το πρωί, έπιασε ένα οικογενειακό τους φίλο και επέστρεψαν πίσω και πήραν μαζί και τον αδελφό μου το μικρό. Από όσα μου εξιστόρησαν, ο αδελφός μου έτρεξε πίσω από το αυτοκίνητο και τους είδε να απομακρύνονται και πίσω η γιαγιά να κλαίει, επειδή είχε προαίσθημα που έλεγε ότι δεν θα τους ξαναδεί. Αυτό έγινε δεκαπέντε μέρες μετά την εισβολή.

Από εκείνη την ημέρα, η γιαγιά, ο παππούς και ο αδελφός μου το μόνο που έκαναν ήταν να περιμένουν πότε θα επιστρέψουν πίσω. Στο μεταξύ, συνεχίζαμε να διαμένουμε στην αποθήκη στην Πλατανιστάσα και οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν καθόλου καλές, ειδικά για ένα βρέφος λίγων ημερών και πρόωρο. Περί τα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου τελικά έφυγαν από την αποθήκη στην Πλατανιστάσα και βρήκαν καταφύγιο σε ένα χώρο που χρησιμοποιείτο για στέγαση ζώων. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν χειρότερες εκεί, όπως μου είπαν, επειδή η ζέστη ήταν ανυπόφορη, δεν υπήρχε καθαρό νερό για να πιούν.

Τελικά, η νύφη του παππού μου, μέσω κάποιων γνωστών, τους έστειλε μήνυμα και τους είπε να πάνε στο σπίτι της στη Λεμεσό, όπου διέμενε και πριν την εισβολή. Ο παππούς και η γιαγιά μας πήραν με τον αδελφό μου εκεί και μέναμε σε ένα μικρό σπίτι με άλλα εννέα άτομα. Το σπίτι είχε δύο δωμάτια, μια μικρή κουζίνα και ένα σαλονάκι, που έβαλαν κρεβάτια, για να ξαπλώνουν τα πλάσματα. Και σε εκείνο το σπίτι ήταν κακές οι συνθήκες διαβίωσης.

Ο παππούς και η γιαγιά πέρασαν πολύ δύσκολα μετά την εισβολή, επειδή πέραν του ξεριζωμού, έπρεπε να αναθρέψουν και δύο παιδιά. Εγώ ήμουν βρέφος και δεν σταματούσα να κλαίω και όπως μου είχε πει ο αδελφός μου, αν και 75 ετών, η γιαγιά αναγκαζόταν να με βάλει στο στήθος της, για να νιώσω την αίσθηση του θηλασμού, για να με ησυχάσει. Για μένα, εκείνοι οι δύο άνθρωποι ήταν οι ήρωες μου».

450450161_2786460071507901_6361976151485715862_n

*Ο αγνοούμενος Χριστάκης, που ήταν μόλις έξι ετών όταν χάθηκε το 1974

Η ζωή μετά την εισβολή

«Μετά από λίγο καιρό μας έδωσαν ένα προσφυγικό σπίτι στον Άγιο Αθανάσιο, που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Όμως, ήταν δύο ηλικιωμένοι με δύο μωρά. Έπρεπε να μας μεγαλώσουν. Δεν ήταν εύκολη η διαβίωση. Εγώ ήμουν συχνά άρρωστη και η γιαγιά έτρεχε συνέχεια για να με πάρει στους γιατρούς.

Την ίδια ώρα, έψαχναν τους γονείς και τον αδελφό μας που δεν επέστρεψαν ποτέ. Λάμβαναν πληροφορίες, από δεξιά και αριστερά και όποιος τους έλεγε ότι είχαν πληροφορία, μας έβαζαν στο αυτοκίνητο και τρέχαμε να πάμε να δούμε αν αληθεύει αυτό. Τα χρόνια εκείνα ήταν αρκετά θλιβερά. Όσα χρόνια θυμάμαι, η γιαγιά και ο παππούς δεν γέλασαν ποτέ. Μόνο χαμογελούσαν και αυτό ήταν πικραμένο. Ήταν μεγάλη η απώλεια.

Να σημειώσω ότι ήταν η γιαγιά και ο παππούς από την πλευρά του πατέρα μου. Η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας μου, έφυγε από τη ζωή τρία ή τέσσερα χρόνια μετά, δεν άντεξε από τον καημό της. Είχαμε επαφές και με εκείνη την πλευρά, όμως δεν άντεχαν να μας μεγαλώσουν και το έκαναν οι άλλοι παππούδες.

Η ζωή μας ήταν δύσκολη. Ο παππούς και η γιαγιά έκαναν τα πάντα για να μας μεγαλώσουν, όμως είχαν να αντιμετωπίσουν κι άλλες δυσκολίες. Για παράδειγμα, τους κυνηγούσε το Γραφείο Ευημερίας για να μας πιάσουν. Επίσης, δεν είχαν καμία βοήθεια από το κράτος, με αποτέλεσμα ο καημένος ο παππούς να αναγκάζεται να πάει στα χωράφια να δουλέψει, για να έχει λεφτά για να μας μεγαλώσουν και να καταφέρουν να μας σπουδάσουν.

Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, όταν έβλεπα τους συμμαθητές μου με τους γονείς τους και εγώ δεν είχα κανένα. Στις παιδικές γιορτές ήμουν μόνη μου. Αν μπορούσε να έρθει ο αδελφός μου ερχόταν, αλλιώς ήμουν μόνη μου. Ο παππούς και η γιαγιά μου δεν μπορούσαν να έρθουν στις παιδικές και σχολικές γιορτές. Πάντα ήμουν μόνη μου και ήταν ένα πολύ άσχημο συναίσθημα για ένα μωρό.

Πρόσφατα, μέσα από μία δημόσια κουβέντα, έμαθα ότι και ο αδελφός μου είχε περάσει δύσκολα, ειδικά τα πρώτα δύο χρόνια μετά που χάθηκαν οι γονείς μας, επειδή του έλειπαν πάρα πολύ και είχε ψυχολογικά τραύματα. Έκλεγε πάρα πολύ, δεν μπορούσε να αποδεχτεί το χαμό τους. Μετά, όμως, πείσμωσε, τα κατάφερε και σπούδασε δάσκαλος».

451459024_466204252714512_203136838183298027_n

*Η μικρή Αναστασία

Ο χαμός της μητρικής φιγούρας

«Το χειρότερο που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος είναι να χάσει τη μητέρα ή τη μητρική φιγούρα που έχει στη ζωή του. Όταν έφυγε η γιαγιά μου, ήταν η πιο σκληρή απώλεια που μπορούσα να περάσω. Ήταν η μάμμα μου, ο άνθρωπός μου. Όλα περιστρέφονταν γύρω της. Έφυγε όταν ήμουν έντεκα χρόνων, σε μία τρυφερή ηλικία που θα άρχιζαν οι αλλαγές στη ζωή μου, θα έμπαινα στην εφηβεία και είχα ανάγκη τη δική της αγκαλιά και συμβουλή.

Έμεινα μόνη με τον παππού και τον αδελφό μου, όμως ο αδελφός μου σπούδαζε και προσπαθούσε ταυτόχρονα να παίζει και το ρόλο του μπαμπά, που πολλές φορές αυτό δεν ήταν πετυχημένο. Ταυτόχρονα, μου έλειπαν οι γονείς μου. Μπορεί να μου έλεγαν ότι δεν τους έζησα για να μου λείπουν και ότι δεν έζησα την εισβολή, όμως εγώ έζησα τα κατάλοιπα της εισβολής και αυτά είναι χειρότερα. Το να ζήσεις την απουσία των γονιών σου είναι πολύ δύσκολο.

Μπορώ να πω ότι ο παππούς και η γιαγιά προσπάθησαν να μας περάσουν την απώλεια, δίνοντάς μας αγάπη και πίστη στο Θεό. Μας έλεγαν πάντα “να έχετε πίστη στο Θεό, να αγαπάτε τους συνανθρώπους σας, να προσπαθείτε να δίνετε ό,τι μπορείτε” και αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε. Είχαμε πίστη στο Θεό, δίναμε αγάπη στο συνάνθρωπο και πορευτήκαμε.

Στη γειτονιά που μέναμε είχαμε στήριξη από τους κατοίκους. Θυμάμαι τη θεία Ρίτα (σ.σ. Χαρίτα Μάντολες), τη θεία Μάρω, τη θεία Γιαννούλα που πάντα ήταν δίπλα μας και μέχρι και σήμερα έχουν ανοικτές τις αγκάλες τους όταν πάμε στη Λεμεσό. Θέλω να τις ευχαριστήσω και θέλω να ευχαριστήσω και εκείνους που δεν ήταν δίπλα μας. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που νόμιζα θα με στήριζαν αλλά δεν το έκαναν».

450145232_472436838980733_8586206051546040463_n

*Η μητέρα της κας. Αναστασίας

Η απουσία στήριξης από την Κυβέρνηση

«Ο παππούς μας μέχρι και την τελευταία στιγμή δούλευε για να μας στηρίξει. Μετά έπρεπε εμείς μόνοι μας να στήσουμε τη δική μας οικογένεια και αυτό είναι ένα δριμύ κατηγορώ για όλους τους κυβερνώντες, επειδή κανένας δεν μας στήριξε. Γι’ αυτό και μιλώντας με άλλα παιδιά αγνοουμένων, είδαμε ότι κανένας δεν έλαβε στήριξη και αποφασίσουμε να ιδρύσουμε την Ομάδα Πρωτοβουλίας Παιδιών Αγνοουμένων, για να προβάλλουμε προς τα έξω τα προβλήματά μας και ότι δεν λάβαμε τίποτε από το κράτος.

Για παράδειγμα, το σπίτι που μένω μας το παρείχε η πεθερά μου, επειδή όποια πόρτα και να χτύπησα στην Κυβέρνηση ήταν κλειστή. Δεν μας έδωσαν καμία βοήθεια σε ένα νέο ζευγάρι που άνοιγε τα φτερά του. Χτυπούσαμε πόρτες και μας τις έκλειναν. Όσον αφορά στο οικονομικό κομμάτι, ούτε εμείς, ούτε κανένα άλλο παιδί αγνοουμένων έλαβε βοήθεια και το ξέρω επειδή μεγάλωσα σε μία γειτονιά με άλλα παιδιά αγνοουμένων, που έχασαν μόνο τον πατέρα τους. Εγώ έζησα την απώλεια και του πατέρα και της μητέρας και του αδελφού. Δεν είναι εύκολο να ξέρεις ότι χάθηκε ένα μωρό έξι ετών. Εμείς κουβαλούσαμε το βάρος, την απώλεια.

Πολλοί από τις Κυβερνήσεις μας έλεγαν “εσείς τα παιδιά των αγνοουμένων τα έχετε όλα”, ενώ εμείς ήμασταν εκείνοι που πλήρωσαν το τίμημα της εισβολής. Δεν είχαμε τα βασικά, όχι να τα έχουμε όλα. Περάσαμε πολλά δύσκολα χρόνια. Καμία Κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε για μας και αν δεν εργαζόταν ο παππούς μου μέχρι την τελευταία στιγμή, θα ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Μετά την απώλεια της γιαγιάς, ήμουν 15 ετών και κοιμόμουν αγκαλιά με τον παππού μου και τον κρατούσα σφιχτά, επειδή πίστευα ότι θα τον χάσω αν δεν τον κρατώ. Ήμουν πολύ συνδεδεμένη μαζί του.

Σίγουρα δεν ήταν ο παπάς μου, ούτε η γιαγιά η μάμμα μου, δεν ξέρω πώς είναι να έχεις τη μάμμα και τον παπά σου. Το ζω μέσα από τα δικά μου τα μωρά, το πώς είναι να έχεις ανάγκη τη μάμμα σου, να την αγκαλιάσουν, να την φιλήσουν, να της μιλήσουν. Είμαι περήφανη μάνα για τα παιδιά μου και εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι τους έδωσα όση αγάπη πήρα κι εγώ από το δικό μου τον παππού, τον δικό μου τον παπά. Εκείνος ήταν ο παπάς μου και η γιαγιά η μάμμα μου, ήταν ο κόσμος μου».

450291826_7812606895524594_5809299547232911552_n

Παραμένουν αγνοούμενοι

«Ακόμη δεν τους έχουμε βρει. Παραμένουν αγνοούμενοι και οι τρεις, όμως έχουμε κάποιες πληροφορίες. Ήταν ένας αγώνας δρόμου του αδελφού μου και του Μιχάλη Γιάγκου, που είχε κάνει αρκετούς αγώνες για πολλούς. Στάθηκε δίπλα από τον αδελφό μου, τον Παναγιώτη, έκαναν δεκατρία χρόνια έρευνας, για να ανακαλύψουμε μία άκρη, για να μάθουμε ποιος τους σκότωσε.

Από την έρευνά τους, μάθαμε ότι τους σκότωσε ένας χωριανός μας Τουρκοκύπριος από τη Βασίλεια, που τους βασάνισε πριν τους σκοτώσει. Για τρεις μέρες τους βασάνιζε, τους χτυπούσε και στο τέλος τους πήρε σε ένα τόπο και τους σκότωσε. Αυτό μπορώ να το πω με βεβαιότητα, επειδή ήταν αποτέλεσμα της έρευνας που έκαναν τόσα χρόνια ο αδελφός μου. Πιστεύω ότι ο παππούς μου, από την πλευρά της μάμμας μου ήξερε ποιος τους σκότωσε. Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, ο παππούς μου πήγε στο σπίτι του συγκεκριμένου και του είπε “αν ηξέρεις που είναι τα παιθκία μου πε μου, να πάω να έβρω τον τάφο τους, να τους θάψω” και εκείνος του είπε “εν ηξέρω τίποτε, φύε που δαμέ”.

Η γυναίκα του έδωσε μαρτυρία σε άλλους χωριανούς και είπε ότι τον ρώτησε για ποιο λόγο σκότωσε τους γονείς μου και τον αδελφό μου, αφού δεν τους έβλαψαν και εκείνος, όπως είπε η γυναίκα του, απάντησε “επήρα το αίμα μου πίσω”. Πήρε το αίμα του πίσω από ένα εξάχρονο παιδί και μία γυναίκα λεχούσα που αιμορραγούσε και τους χτυπούσε.

Έγιναν έρευνες από την ΔΕΑ στον τόπο που μας είχαν πει ότι πιθανό να τους έθαψε και σε ένα πηγάδι, όμως δεν βρέθηκε τίποτε και τώρα μας έχουν πει και για ένα σημείο έξω από το χωριό της Βασίλειας και θα πάει η ΔΕΑ να κάνει εκταφές».,

451443294_1408238203199980_4211459139918735367_n

*Ο πατέρας της κας. Αναστασίας

Η 20 Ιουλίου…

«Η ημέρα της εισβολής είναι μία δύσκολη μέρα για μένα, έχω πολλά συναισθήματα να διαχειριστώ. Εκείνη την μέρα, κάθε χρόνο, θα βγω στην βεράντα να ακούσω τις σειρήνες στις 5:30 το πρωί, θα κλάψω μόνη μου. Παλαιότερα έβγαιναν μαζί μου και τα μωρά μου και κλαίγαμε μαζί. Κλαίω για εκείνα που έζησα. Θυμούμαι την γιαγιά μου εκείνη τη μέρα στη γωνιά να κλαίει και εγώ ως μωρό να πηγαίνω να την αγκαλιάζω και να την ρωτώ γιατί κλαίει και να μου λέει “εν κλαίω αγάπη μου, κάτι εμπήκε μέσα στο μάτι μου”.

Όλα αυτά την ημέρα των γενεθλίων μου. Από τη μία καλούσε τη γειτονιά και τους φίλους να σβήσουν κεράκια και από την άλλη σκεφτόταν ότι εκείνη την ημέρα κάτι έχασαν όλοι. Είναι μία δύσκολη μέρα, αλλά είχα τον αδελφό μου που ήταν πάντα δίπλα μου. Όταν παντρεύτηκα βρήκα μία νέα οικογένεια, που με στήριξε. Ο σύζυγός μου είναι ο βράχος μου και πλέον έχω τρία μωρά, που για μένα είναι τα πάντα. Η οικογένεια του συζύγου μου μας στήριξαν πολύ».

451510557_1166040277949113_4261766242850464258_n

450768407_1199499151206664_7061465175576444589_n

449816228_815303940709552_2085801306317514856_n

450434457_3895328614076559_7931935497287489420_n

449814575_447636808088039_1861515998065929719_n

450168690_1397846500900755_2801862850002030956_n

Δειτε Επισης

Μυστήριο με άγνωστη φυλή που ζει στον Αμαζόνιο-Φωτογραφίες φέρνουν στο φως στοιχεία για τη ζωή τους
Κηδεύτηκε η εγκλωβισμένη «Κουλλού» της Αγίας Τριάδας-«Ένα πρόσωπο φωτεινό, γεμάτο αγάπη»
Σε διαθεσιμότητα ο Αστυνομικός που φρουρούσε τον 49χρονο δραπέτη
Από την γαστρεντερίτιδα στην κλινική και τελικά στην απόδραση-Στη δημοσιότητα η φωτογραφίες του 49χρνου
Στο νοσοκομείο τέσσερα πρόσωπα μετά από τροχαίο στον Άγιο Συλά
Απέδρασε κρατούμενος που νοσηλευόταν υπό αστυνομική φρούρηση σε ιδιωτική κλινική
Φιντάν σε Αλ Τζολάνι: «Δεν υπάρχει καμία απολύτως θέση για το PKK στη Συρία»
ΒΙΝΤΕΟ: Τουλάχιστον δέκα νεκροί από συντριβή μικρού αεροπλάνου στο κέντρο τουριστικής πόλης της Βραζιλίας
Ερωτηματικά για τους χειρισμούς των υπηρεσιών που διέθεταν πληροφορίες για τον 50χρονο δράστη στο Μαγδεμβούργο
Πυκνή τροχαία κίνηση στον Καλοπαναγιώτη λόγω του Χριστουγεννιάτικου Χωριού-Οι διευθετήσεις της Αστυνομίας