Η οικογενειακή βεντέτα που κατέληξε στο φονικό του Αγγελή-Καταγγελία στην Αστυνομία δύο ημέρες πριν το έγκλημα
06:00 - 29 Ιουνίου 2024
«Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας αυτό που έντονα αναδύεται από τα γεγονότα είναι αφενός πως επί ασήμαντων (ερωτικών) διαφορών, οι οποίες μάλιστα δεν αφορούσαν παρά μόνο έμμεσα τον Κατηγορούμενο και το θύμα, ο Κατηγορούμενος αφαίρεσε τη ζωή ενός νέου άντρα, 34 ετών και αφετέρου ο βάναυσος και απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο ο Κατηγορούμενος επέλεξε να ενεργήσει και ο οποίος οπωσδήποτε δεν έχει θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία».
Τα πιο πάνω καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου (σ.σ Σύνθεση: Ν. Μαθηκολώνη, Μ. Παπαθανασίου και Ε. Μιντή), το οποίο καταδίκασε σε εννέα χρόνια φυλάκιση, τον 42χρονο κατηγορούμενο που κρίθηκε ένοχος για την ανθρωποκτονία του Νίκο Αγγελή, 34 ετών, που διαπράχθηκε στις 29 Αυγούστου 2023 στην Ξυλοτύμπου.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε μεν υπόψη όλους τους επιβαρυντικούς παράγοντες, ειδικότερα την βιαιότητα του εγκλήματος, ωστόσο λήφθηκε υπόψη υπέρ του κατηγορούμενου η άμεση ομολογία, γεγονός που οδήγησε στην εξιχνίαση της υπόθεσης, αφού στην σκηνή του φονικού δεν υπήρξε άλλη ουσιαστική διασύνδεση του, ενώ μετριαστικός παράγοντας αποτέλεσε και το κίνητρο, που ήταν «η οικογενειακή αλληλεγγύη και το αίσθημα ευθύνης να προστατέψει την αδελφή του και τους γονείς του».
Η διαμάχη μέχρι το φονικό
Όπως προκύπτει από την απόφαση, ο κατηγορούμενος, που εκπροσωπείτο από τον δικηγόρο Κυριάκο Πραστίτη, και το θύμα είχαν «ευτελείς διαφορές», όπως χαρακτηρίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, που αφορούσαν εμμέσως τον 42χρονο. Και αυτό διότι, η αιτία της προστριβής των δύο, ήταν οι διαφορές που είχε ο αδελφός του θύματος με την αδελφή του κατηγορούμενου, τους οποίους συνέδεε ερωτικός δεσμός. Δεσμό τον οποίο η τελευταία ήθελε να διακόψει, χωρίς όμως να το αποδέχεται ο αδελφός του θύματος, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διενέξεις μεταξύ τους κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν το φονικό, με απειλές και εκφοβισμούς από μέρους του αδελφού του θύματος. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην απόφαση, η αδελφή του κατηγορούμενου, είχε ανταλλάξει «κουβέντες» και με το ίδιο το θύμα, αφού τις περισσότερες φορές που συναντιόταν με τον σύντροφο της, ο τελευταίος συνοδευόταν από τον Νίκο Αγγελή.
Το τελευταίο περιστατικό μεταξύ τους, σημειώθηκε δύο ημέρες πριν την διάπραξη του εγκλήματος και όντας φορτισμένος ο κατηγορούμενος από τα όσα πληροφορείτο ότι συνέβαιναν μεταξύ της αδελφής του και του αδελφού του θύματος, παρουσία και του Αγγελή, μετέβη δύο μέρες μετά και συζήτησε με την αδελφή του, στην παρουσία του πατέρα του, με την ίδια να του παραπονείται ότι την εγκατέλειψε και την άφησε να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα.
Ακολούθως, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο, «έφυγε δε από εκεί ψάχνοντας τα δύο αδέρφια για να τους ''δέρει'', πράγμα που ανέφερε στα ξαδέρφια του θύματος, τα οποία επισκέφθηκε την ίδια μέρα και αμέσως πριν το επίδικο συμβάν. Αφού δε αντελήφθη ότι τα ξαδέλφια του θύματος και του αδελφού του δεν ήταν διατεθειμένα να εμπλακούν για να βοηθήσουν και έχοντας στο μεταξύ ηρεμήσει κατά την παραμονή του στην παρακείμενη οικία των εξαδέλφων του θύματος, αποφάσισε να μεταβεί μόνος στην κατοικία του τελευταίου. Όχι πλέον για να τους «δέρει», αλλά ελπίζοντας εκεί να συναντήσει και τους δύο, με προοπτική να αφήσουν την οικογένεια του ήσυχη (''περκι τζαι φοηθούν τζαι αφήκουν την οικογένεια μου ήσυχη''».
Όταν ο κατηγορούμενος εισήλθε στην οικία του Αγγελή, αυτός επέδειξε επιθετική, με τον 42χρονο να αναφέρει στην κατάθεση του, πως «επήεν να μου αρρώσει και εσκοτεινιάστηκα». Οπόταν, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο 42χρονος πρώτα χτύπησε τον Αγγελή στο πρόσωπο και σχεδόν ταυτόχρονα, τον έπιασε από τα μαλλιά και τον έσπρωξε με δύναμη, με πρόθεση να τον ακινητοποιήσει στον καναπέ, ωστόσο, το θύμα κτύπησε τελικά στο έδαφος με το κεφάλι.
Σφοδρά χτυπήματα
Το Κακουργιοδικείο, θέλησε να σημειώσει στην απόφαση του, πως σύμφωνα με την Ιατροδικαστική έκθεση, από το σύνολο των κακώσεων που έφερε το θύμα, δεν έχει εξαχθεί θετικό συμπέρασμα ότι ο 42χρονος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε οποιοδήποτε επιθετικό όργανο για να τραυματίσει το θύμα του, ούτε και ότι ήταν επίμονος στην πρόκληση των τραυμάτων.
Ωστόσο, παρά το ότι επρόκειτο περί δύο πλήξεων, το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του υπέδειξε πως «επρόκειτο αναμφίβολα περί σφοδρών χτυπημάτων, κάτι το οποίο εξάλλου αναγνωρίζει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αφού ως ανέφερε στην κατάθεση του, γνωρίζει ότι είναι χειροδύναμος λόγω της δουλειάς του, ασχέτως του ότι ως επίσης ανέφερε, δεν ήταν σκοπός του να του προκαλέσει τέτοια μεγάλη ζημιά».
Μάλιστα, στην απόφαση τονίζεται πως ο κατηγορούμενος επέλεξε να τον εγκαταλείψει το θύμα, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το αν θα εντοπιζόταν και αν θα τύγχανε - και πότε - κάποιας περίθαλψης, ενώ υπέδειξε πως προτού τραπεί σε φυγή, κλείδωσε την πόρτα.
«Όμως ό,τι προσδίδει ιδιαίτερη σοβαρότητα στην παρούσα και συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο, είναι η αναλγησία που επέδειξε στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, όπου ενώ μετά το δεύτερο χτύπημα (του κεφαλιού του θύματος στο έδαφος) αντελήφθη ότι «άρκεψε να πειτά το γαίμα», ο ίδιος τράπηκε σε φυγή, χωρίς να αναζητήσει ή να καλέσει βοήθεια, κλειδώνοντας μάλιστα και την πόρτα στο διάβα του, δυσχεραίνοντας έτσι ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο εντοπισμού του θύματος ή έστω της αναζήτησης κάποιας βοήθειας από τον ίδιο. Βέβαια προβάλλεται ως δικαιολογία για την απάνθρωπη αυτή στάση του, το ότι αισθάνθηκε φόβο. Ο φόβος όμως που εύλογα αισθάνθηκε στη θέα του θύματος, το οποίο αιμορραγούσε κατάκοιτο, δεν αποτελεί δικαιολογία για την εγκατάλειψη ενός ατόμου στην κατάσταση που ο ίδιος ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι αντελήφθη ότι περιήλθε το θύμα («άρκεψε να πειτά το γαίμα»), ως αποτέλεσμα μάλιστα δικών του πράξεων».
Η πρόκληση δύο μέρες πριν το φονικό
Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της πρόκλησης του κατηγορούμενου, το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε μεν τις προστριβές μεταξύ τους, τους τελευταίους έξι μήνες, ωστόσο έκρινε πως τα γεγονότα αυτά δεν ενεργοποιούν το στοιχείο της πρόκλησης, ένεκα της παρόδου χρόνου από την επέλευση τους, αλλά κυρίως λόγω της θέσης του 42χρονου, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, πως, έχοντας μεταβεί στην κατοικία του θύματος, σκοπός του ήταν να μιλήσει στα αδέλφια, ίσως έντονα ή ακόμα και απειλητικά, αλλά όχι να χτυπήσει ή να σκοτώσει. Εξού και δεν άρχισε να φωνάζει, ούτε μπήκε στην οικία του θύματος αθέλητα, αλλά αντιθέτως είχε, αμέσως πριν, προσπαθήσει να επιτύχει την επίλυση του προβλήματος μέσω τρίτων.
Περαιτέρω, ανέφερε ότι ούτε το τελευταίο περιστατικό μεταξύ του αδελφού του θύματος και της αδελφής του κατηγορούμενου, με ζημιές στην περιουσία του πρώην συζύγου της αδελφής του κατηγορούμενου αλλά και στην οικία του πατέρα της, δεν επεσυνέβησαν την ημέρα των επίδικων γεγονότων, αλλά δύο μέρες πριν την διάπραξη του εγκλήματος.
Σημειώνεται πως το εν λόγω περιστατικό, η αδελφή του κατηγορούμενου μετέβη για να το καταγγείλει στην Αστυνομία, υπό τη συνοδεία του πρώην συζύγου της στον οποίο ανέφερε πως η αδελφή του θύματος τη χαστούκισε. Ενόσω δε η αδελφή προέβαινε σε καταγγελία, ο αδελφός του θύματος με το θύμα, είχαν μεταβεί στο σπίτι του πρώην συζύγου της, όπου του προκάλεσαν μεγάλες ζημιές, θρυμματίζοντας του δύο τζαμαρίες, για να φύγουν ακολούθως από εκεί και να μεταβούν στο σπίτι της αδελφής του κατηγορούμενου, όπου επίσης προκάλεσαν κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο του πατέρα της και έσπασαν εξωτερικές σωλήνες νερού και προκάλεσαν ζημιές και στο εσωτερικό της κατοικίας του.
Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως «δεν μπορούν όμως ούτε τα όσα είχαν προηγηθεί στις 27.8.23 να θεωρηθούν ως πρόκληση για τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου και ορθώς η υπεράσπιση δεν ενέμεινε στη σχετική θέση, αφού το επίδικο ζήτημα είναι κατά πόσον υπήρξε πρόκληση εκ μέρους του θύματος κατά τον επίδικο χρόνο διάπραξης του αδικήματος, που ήταν δύο μέρες μετά».
Σημειώνεται, πως θέση του δικηγόρου του κατηγορούμενου, Κυριάκου Πραστίτη, την οποία αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι τα προηγηθέντα γεγονότα επενήργησαν ώστε να προκαλέσουν συναισθηματική φόρτιση στον 42χρονο, ο οποίος ενημερωνόταν από τους γονείς του για όλα τα επεισόδια που προέκυπταν μεταξύ της αδελφής του και του αδελφού του θύματος. Φόρτιση η οποία εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν πληροφορήθηκε και τα όσα είχαν συμβεί δύο μέρες πριν το φονικό, ενώ παράλληλα, και το γεγονός ότι η αδελφή του του εξέφραζε παράπονα ότι την εγκατέλειψε για να διαχειριστεί μόνη της το πρόβλημα, πράγμα το οποίο ενέτεινε την περαιτέρω φορτισμένη του κατάσταση.
Καθοριστικής σημασίας η ομολογία του
Στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής και προς όφελος του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο πέραν του ότι έλαβε υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο, καθώς και το γεγονός πως δεν απασχόλησε ξανά με οποιοδήποτε τρόπο τις Αρχές, έλαβε υπόψη την ομολογία του, που ήταν καθοριστικής σημασίας.
«Στην προκειμένη περίπτωση από τα εκτεθέντα γεγονότα, φαίνεται πως η εξιχνίαση της υπόθεσης βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη δική του ομολογία, αφού δεν υπήρξε άλλη ουσιαστική διασύνδεση του με τη σκηνή μέσω γενετικού υλικού ή αυτόπτων μαρτύρων, η δε μαρτυρία των εξαδέλφων του θύματος σταματά εκεί όπου, ενώ οι ίδιοι αναχωρούσαν, είδαν τον κατηγορούμενο να ευρίσκεται εντός του ακινητοποιημένου οχήματός του. Επομένως, θεωρούμε πως η ομολογία του, καθώς και οι υποδείξεις στις οποίες προέβη προς την αστυνομία, συνέβαλαν ουσιωδώς στην προκειμένη περίπτωση στην εξιχνίαση και επομένως θα προσδοθεί στον παράγοντα αυτό η δέουσα (αυξημένη) βαρύτητα. Η δε παραδοχή του στο Δικαστήριο παρότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ήταν άμεση, εντούτοις επήλθε σε πολύ αρχικό στάδιο και πάντως πριν την έναρξη οποιασδήποτε ακροαματικής διαδικασίας. Τοιουτοτρόπως περιέσωσε σημαντικό δικαστικό χρόνο και σίγουρα θα αμειφθεί με ανάλογη έκπτωση στην ποινή, αφού ως είναι καλώς νομολογημένο, αυτή η πορεία ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων».
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως η παραδοχή του είναι ένδειξη μεταμέλειας, η οποία επίσης προκύπτει και μέσα από τη συνεργασία του με την Αστυνομία, την ομολογία του αλλά και την απολογία του προς του οικείους του θύματος, μέσω του συνηγόρου του κ. Πραστίτη, ενώ υπόψη λήφθηκε και το γεγονός πως δεν υπήρξε προσχεδιασμός του εγκλήματος.
«Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη ότι οι πλήξεις ήταν δύο και όχι αλλεπάλληλες ή παρατεταμένες και πως δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε επιθετικό όπλο ή αντικείμενο, χωρίς ωστόσο τούτο να μεταβάλλει τη βαναυσότητα των πλήξεων, ως τούτη προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα με τον τρόπο που πιο πάνω επεξηγήσαμε. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη και το κίνητρο του που ήταν η οικογενειακή αλληλεγγύη και το αίσθημα ευθύνης να προστατέψει την αδελφή του και τους γονείς του, χωρίς τούτο να μπορεί να αλλοιώσει το εν γένει αδικαιολόγητο της συμπεριφοράς και αντίδρασης του. Και τούτο ενώ έχουμε συνυπολογίσει και τον εύλογο υπό τις περιστάσεις φόβο που αισθάνθηκε, βλέποντας την απειλητική στάση του θύματος ο οποίος προσπάθησε να τον φοβερίσει, ενώ μάλιστα γνώριζε πως το θύμα ήταν ικανό να προβεί σε βίαιες πράξεις ένεκα προηγηθέντων γεγονότων και όντας και χρήστης για χρόνια σκληρών ναρκωτικών».