«Στιγμιαία αβλεψία» έκρινε το Δικαστήριο την πρόκληση θανατηφόρου από αστυνομικό-Το σκεπτικό της απόφασης
Ντίνα Κλεάνθους 15:54 - 27 Ιουνίου 2024
«Για τα όσα αναφέρθηκαν κατά τον μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου από τον προϊστάμενο της ΥΚΑΝ σε σχέση με την ιδιότητα και επιχειρησιακή δράση του Κατηγορούμενου, έχουν ληφθεί δεόντως υπόψιν από το Δικαστήριο προς όφελος του Κατηγορούμενου. Οφείλω, όμως, να αναφέρω ότι τα όσα λέχθηκαν και γενικότερα οι όλες προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου δεν μπορούν να διαδραματίσουν οποιονδήποτε ρόλο από μόνα τους στον καθορισμό του είδους της ποινής που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο. Και ούτε μπορούν να υποβαθμίσουν το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος υπηρετεί σε σώμα ασφαλείας της Κυπριακής Δημοκρατίας και οφείλει να οδηγεί, τόσο στα πλαίσια των καθηκόντων του όσο και έξω από αυτά, με την δέουσα προσοχή, καθώς οι πολίτες αναμένουν και προσδοκούν να ζουν σε συνθήκες ασφαλείας, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι θα γίνεται εις βάρος της ασφάλειας ή της υγείας οποιουδήποτε άλλου προσώπου».
Αυτά ανέφερε μεταξύ άλλων το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, το οποίο έκρινε πως η αρμόζουσα ποινή στον αστυνομικό της ΥΚΑΝ που παρέσυρε στον θάνατο, κατά τη διάρκεια επιχείρησης, τον 70χρονο Alain Merhege από την Γαλλία, μόνιμο κάτοικο Κύπρου, «είναι αυτή του προστίμου και όχι της φυλάκισης». Και αυτό διότι, όπως ανέφερε στην απόφαση του το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, επρόκειτο για «στιγμιαία αβλεψία του κατηγορούμενου», σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό μητρώο του, την απουσία βαθμών ποινής και τον πρότερο έντιμο βίο του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Χρηματική ποινή και στέρηση άδειας για τον αστυνομικό της ΥΚΑΝ που παρέσυρε στο θάνατο πεζό σε επιχείρηση
Το Δικαστήριο, στις 31 Μάϊου 2024, έκρινε ένοχο τον αστυνομικό, ενώ ακολούθως ζητήθηκε και δόθηκε άδεια, όπου κατέθεσε σε διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών «για σκοπούς παρουσίασης της ιδιότητας και επιχειρησιακής δράσης του κατηγορούμενου», ο νυν Διοικητής της ΥΚΑΝ, Στέλιος Αριστείδου, ο οποίος σημειώνεται πως δεν βρισκόταν στο πηδάλιο της Υπηρεσίας στις 16 Ιανουαρίου 2022, οπότε σημειώθηκε το τροχαίο στη Λάρνακα.
Σημειώνεται πως την υπόθεση, μέχρι το στάδιο της απόφασης, χειρίστηκαν ο Θανάσης Παπανικολάου και Στέλλα Πίπη, ωστόσο στη συνέχεια, μέχρι την επιβολή της ποινής, την υπόθεση χειρίστηκε η Στέλλα Πίπη.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση, το τροχαίο σημειώθηκε στις δύο το μεσημέρι στον δρόμο Αγίας Άννας-Ψευδά. Ο κατηγορούμενος, που οδηγούσε το υπηρεσιακό όχημα με ταχύτητα 50ΧΑΩ, σε κάποιο σημείο του δρόμου, παρέσυρε το θύμα που κινείτο πεζός και επιχειρούσε να διασταυρώσει τον δρόμο από αριστερά προς δεξιά. Ο αστυνομικός, όπως αναφέρεται στην απόφαση, αντιλήφθηκε την παρουσία του πεζού και έκανε χρήση των φρένων του οχήματος του, ενώ ταυτόχρονα έστριψε απότομα δεξιά και εισήλθε εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να χτυπήσει τον πεζό με το αριστερό μπροστινό φανάρι του οχήματος του και σε απόσταση 4,70 μέτρων από την αριστερή άκρη του δρόμου.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του, αναφέρει πως «η ανωτέρω παράλειψη του κατηγορούμενου να ακινητοποιήσει έγκαιρα το όχημα του σε συνδυασμό με την ενέργεια του να εισέλθει εντός της αντίθετης και δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, αντί να αποφύγει τον πεζό από αριστερά, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι συνιστά στιγμιαίο σφάλμα κάτω από την αγωνία και πίεση της στιγμής που υπαγόρευε άμεση αντίδραση επιλογής. Το ανωτέρω σφάλμα, όμως, έστω και στιγμιαίο, προκάλεσε την ανωτέρω επικίνδυνη κατάσταση, η οποία επέφερε τον θάνατο του πεζού».
«Ένα χρόνο μετά η καταχώρηση της υπόθεσης»
Κατά το στάδιο μετριασμού της ποινής, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου, Ανδρέας Ανδρέου, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψιν του τις ιδιαίτερες συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και δη το γεγονός ότι πρόκειται για στιγμιαία αβλεψία, το λευκό ποινικό μητρώο του, την εξωδικαστηριακή τιμωρία που θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε πειθαρχικές διαδικασίες της Αστυνομίας, την καθυστέρηση στην διακρίβωση της ποινικής ευθύνης του και τις προσωπικές περιστάσεις του.
Αναφορικά με τον χρόνο που διάρρευσε από την διάπραξη του αδικήματος, το Δικαστήριο εξέφρασε την διαφωνία του, λέγοντας πως παρόλο που το επίδικο δυστύχημα έλαβε χώρα στις 16.01.2022, ο θάνατος του πεζού επήλθε στις 02.05.2022. Μετά τον θάνατο του, η υπόθεση διερευνήθηκε εκ νέου από εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας και έγιναν αναπαραστάσεις του επίδικου δυστυχήματος, ενώ τελικά, η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο μετά από ένα έτος περίπου, στις 09.10.2023, και ορίστηκε για πρώτη φορά στις 15.11.2023.
Συνεχίζοντας το Δικαστήριο υπέδειξε πως «αφού ο κατηγορούμενος απάντησε μη παραδοχή στην κατηγορία που αντιμετωπίζει, η υπόθεση ορίστηκε πρώτη φορά για ακρόαση στις 19.12.2023, οπόταν και άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης. Στις 23.02.2024, αφού κατέθεσε ενόρκως ο κατηγορούμενος, ζητήθηκε μετά χρόνος από την υπεράσπιση για να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι, όμως, δεν κατέθεσαν ποτέ στο Δικαστήριο. Εν τέλει, στις 05.04.2024 το Δικαστήριο άκουσε τις αγορεύσεις των μερών και εξέδωσε την απόφαση του στις 31.Ο5.2Ο24. Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν υπήρξε μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Εντούτοις, λαμβάνω υπόψιν μου και προς όφελος του κατηγορούμενου ότι υπήρξε όντως καθυστέρηση ενός έτους περίπου στην καταχώριση του κατηγορητηρίου και ότι έχουν παρέλθει 2 έτη από το επίδικο δυστύχημα και 2 έτη από τον θάνατο του πεζού».
Σε σχέση με τα πειθαρχικά αδικήματα που θα αντιμετωπίσει ο κατηγορούμενος από την Αστυνομία, δεδομένου της καταδίκης του, το Δικαστήριο ανέφερε πως λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του, όπως επίσης υπέρ του λειτούργησαν τα όσα ανέφερε ο Διοικητής της ΥΚΑΝ, στην διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών.
Πώς κατέληξε το Δικαστήριο σε χρηματική ποινή
Σε σχέση με το ερώτημα πώς το Δικαστήριο κατέληξε στην επιβολή χρηματικής ποινής και όχι σε ποινή φυλάκισης, στην απόφαση αρχικά αναφέρεται πως η επιμέτρηση και επιβολή ποινής σε θανατηφόρα δυστυχήματα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο για κάθε Δικαστήριο, καθώς ουδεμία ποινή είναι ικανοποιητική για την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Σημείωσε δε, πως σε υποθέσεις όπως την παρούσα, «το Δικαστήριο καταλήγει στην αρμόζουσα ποινή ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, δηλαδή την συμπεριφορά και πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες».
Προς αυτή την κατεύθυνση, παρέπεμψε στην νομολογία του Ανωτάτου, όπου όπως υπέδειξε, έχει καθιερωθεί και καλά εμπεδωθεί η αρχή, ότι όταν το δυστύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει καλό μητρώο, η ποινή πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική και στέρηση της άδειας οδήγησης, ενώ όταν οφείλεται σε εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων ή πεζών ή σε επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης.
«Στην παρούσα υπόθεση, στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου λέχθηκε ότι η παράλειψη του κατηγορούμενου να ακινητοποιήσει έγκαιρα το όχημα του και η πράξη του να κινηθεί λοξώς δεξιά και εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας συνιστούν ''στιγμιαίο σφάλμα κάτω από την αγωνία και την πίεση της στιγμής που υπαγόρευε άμεση αντίδραση επιλογής'', το οποίο ''ήταν μια από τις αιτίες πρόκλησης της επικίνδυνης κατάστασης, η οποία επέφερε τον θάνατο στο θύμα''. Πράγματι, το ανωτέρω σφάλμα του κατηγορούμενου προέκυψε σε μια στιγμή χρόνου και, δυστυχώς, είχε ολέθριες συνέπειες».
Μειωμένη στέρηση άδειας
Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο, έκρινε πως η αρμόζουσα ποινή είναι η χρηματική, ενώ επέβαλε στον αστυνομικό έξι βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησης του και στέρηση άδειας για ένα μήνα, αφού η στέρηση, όπως είπε, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Και αυτό διότι, «το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι μέλος της Αστυνομίας, παρά το ότι δεν αλλοιώνει τον βαθμό και επίπεδο επιμέλειας του για σκοπούς εξακρίβωσης τυχόν ποινικής ευθύνης κατά την οδήγηση οχήματος στα πλαίσια των καθηκόντων του, το Δικαστήριο μπορεί να το λάβει υπόψιν ως ελαφρυντικό παράγοντα κατά την επιβολή στέρησης της άδειας οδήγησης».
Επίσης, το Δικαστήριο ανέφερε πως για σκοπούς επιμέτρησης της περιόδου στέρησης άδειας, έλαβε υπόψη τους εξής παράγοντες: «(α) το γεγονός ότι η διάπραξη του αδικήματος οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία, (β) το καλό μητρώο οδήγησης του κατηγορούμενου, ήτοι το λευκό ποινικό μητρώο του και τους μηδέν βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του, (γ) την μέγιστη προβλεπόμενη περίοδο στέρησης, ήτοι 3 μήνες, σε συνδυασμό με την ανάγκη διάκρισης των περιπτώσεων της στιγμιαίας αβλεψίας από τις περιπτώσεις της εγωιστικής παραγνώρισης της ασφάλειας άλλων προσώπων και (δ) την αναγκαιότητα της άδειας οδήγησης τόσο για τον ίδιο όσο και για την ΥΚΑΝ και τις εκκρεμείς επιχειρήσεις αυτής».