Από τα 13 της στο δρόμο των ναρκωτικών και στα 34 με διψήφιο αριθμό στο εδώλιο του κατηγορουμένου
20:21 - 25 Ιουνίου 2024
«Από την ηλικία των 13 ετών διατηρούσε σχέση με μεγαλύτερο άνδρα και απέκτησε και ένα παιδί μαζί του, τρία χρόνια μετά. Ήταν και οι δύο χρήστες ουσιών και χώρισαν ένα χρόνο μετά τη γέννηση του παιδιού τους. […] Το παιδί είναι σήμερα 15 ετών. Η κατηγορούμενη όταν ήταν σε ηλικία 28 ετών υποτροπίασε στη χρήση ουσιών αφού ο εργοδότης της που θεωρούσε σαν δεύτερο πατέρα της αρρώστησε και νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα το 2021 να αποβιώσει. Στην προσπάθεια να διαχειριστεί το πένθος της χώθηκε πιο βαθιά στη χρήση ναρκωτικών. Την ίδια περίοδο άρχισε η ενασχόληση της με τον τζόγο και άλλες παράνομες δραστηριότητες».
Αυτά ανέφερε, μεταξύ άλλων, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, η δικηγόρος Ευαγγελία Λαζαρίδου, αναφερόμενη στην 34χρονη κατηγορούμενη, η οποία βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αντιμέτωπη με βαρύ κατηγορητήριο και σωρεία ποινικών υποθέσεων, που αφορούσαν κατά κύριο λόγο οπλοκατοχή, χρήση και διακίνηση ναρκωτικών, διαρρήξεις, κλοπές και τροχαίες παραβάσεις. Συγκεκριμένα, εναντίον της 34χρονης υπήρχαν 23 συνολικά εκκρεμούσες υποθέσεις, με τις ημερομηνίες διάπραξης των αδικημάτων να καλύπτουν την χρονική περίοδο από το 2014 μέχρι το 2024.
Η 34χρονη κατηγορούμενη βρισκόταν αντιμέτωπη με πάνω από 26 κατηγορίες για συνολικά 24 ποινικές υποθέσεις και κρίθηκε ένοχη μετά από δική της παραδοχή, ενώ της επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με αναστολή, από δεκαοχτώ μηνών μέχρι τρία χρόνια.
Κοινός παρονομαστής όλων των αδικημάτων ήταν τα ναρκωτικά, με την συνήγορο υπεράσπισης της, θέλοντας να δείξει την ρίζα του προβλήματος, να αναφέρεται στα βιώματα της κατηγορούμενης και πως στα 34 χρόνια της, κατέληξε να έχει αυτή την παραβατική συμπεριφορά.
Οι υποθέσεις εναντίον της
Όσον αφορά στις υποθέσεις που αντιμετώπιζε η 34χρονη, σε μία περίπτωση εντοπίστηκε να έχει στην κατοχή της έμφορτο πιστόλι, γεμιστήρα με φυσίγγια και ναρκωτικά, τα οποία παραδέχθηκε ότι ήταν δικά της, ενώ σε έλεγχο στην οικία της είχαν εντοπιστεί επιπλέον φυσίγγια και ναρκωτικά, καθώς και ζυγαριές ακριβείας.
Σε άλλη περίπτωση, η κατηγορούμενη έριξε πυροβολισμό, μετά από διαπληκτισμό που είχε με υπάλληλο σε πρατήριο βενζίνης και εναντίον της είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης. Όταν μέλη της Αστυνομίας επιχείρησαν να ανακόψουν το όχημα στο οποίο επέβαινε και να διενεργήσουν έλεγχο, εκείνη ανέπτυξε ταχύτητα και διέφυγε.
Σε άλλη περίπτωση, η 34χρονη είχε διασυνδεθεί με υπόθεση διάρρηξης και κλοπής διάφορων αντικειμένων, όπως φωτογραφική μηχανή, φορητό υπολογιστή και επαγγελματικών εργαλείων, με τη συνολική αξία να αγγίζει σχεδόν τις 14,000 ευρώ.
Ανάμεσα στις ποινικές υποθέσεις σε βάρος της 34χρονης, υπήρχαν και για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών, την οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών, αλλά και για διαρρήξεις και κλοπές, καθώς και μία για πρόκληση ζημιάς σε οικία άλλου προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, είχε προηγουμένως απειλήσει, μέσω μηνυμάτων.
Τα ελαφρυντικά που πρόβαλε η υπεράσπιση
Σημειώνεται πως η κατηγορούμενη είχε συλληφθεί στις 24 Φεβρουαρίου 2024 και παρέμενε υπό κράτηση. Στην αγόρευσή της, η συνήγορος υπεράσπισης, Ευαγγελία Λαζαρίδου, υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του γραφείου ευημερίας και αναφέρθηκε στο οικογενειακό υπόβαθρο της κατηγορούμενης, τονίζοντας πως από την ηλικία των 13 ετών είχε δεσμό με μεγαλύτερο άνδρα και μαζί του απέκτησε ένα γιο τρία χρόνια μετά. Όπως ανέφερε η κα. Λαζαρίδου και οι δύο ήταν χρήστες ουσιών, ενώ το παιδί της είναι ανήλικο και είναι υπό την φροντίδα των γονιών της.
Η συνήγορος υπεράσπισης, συνεχίζοντας, υπέδειξε πως η κατηγορούμενη όταν ήταν σε ηλικία 28 ετών υποτροπίασε στη χρήση ουσιών αφού ο εργοδότης της που θεωρούσε σαν δεύτερο πατέρα της αρρώστησε και νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα το 2021 να αποβιώσει. Στην προσπάθεια να διαχειριστεί το πένθος της, χώθηκε πιο βαθιά στη χρήση ναρκωτικών. Την ίδια περίοδο άρχισε η ενασχόληση της με τον τζόγο και άλλες παράνομες δραστηριότητες. Όπως ανέφερε η κα. Λαζαρίδου, η 34χρονη γέννησε το δεύτερο παιδί της τον Ιανουάριο του 2024 και όταν η ίδια συνελήφθηκε, το παιδί τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια στη Λάρνακα. Μετά το θάνατο του πατέρα της, τον Μάρτιο του 2024, ανέφερε η κα. Λαζαρίδου, άρχισε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας των Κεντρικών Φυλακών και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Στο μεταξύ, η συνήγορος υπεράσπισης, κατά την αγόρευσή της, εξέφρασε την απολογία της κατηγορούμενης και τη μεταμέλεια της, αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε. Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την παραδοχή της, κάτι που συνιστά μετριαστικό παράγοντα, εφόσον δεικνύει στο τελευταίο αυτό στάδιο την έμπρακτη μεταμέλεια της κατηγορούμενης. Αναφέρθηκε περαιτέρω η κ. Λαζαρίδου και στις επιπτώσεις που η ποινή φυλάκισης θα έχει τόσο στην ίδια αλλά και στην οικογένεια της, δεδομένου ότι η κατηγορούμενη είναι μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, με το ένα να είναι ακόμα στη βρεφική ηλικία των 6 μηνών.
Επίσης, η συνήγορος υπεράσπισης παρουσίασε και ως μετριαστικό παράγοντα τον εθισμό της κατηγορούμενης σε ναρκωτικές ουσίες, από τα εφηβικά της χρόνια, «κάτι που την κατέστησε σε ευάλωτη θέση και μπορούσε να χειραγωγηθεί και να τύχει εκμετάλλευσης από διάφορα πρόσωπα. Ενήργησε υπό την επήρεια σκληρών ναρκωτικών και είχε παρασυρθεί γι' αυτές της τις πράξεις. Εξέφρασε για ακόμη μία φορά τη μεταμέλεια της κατηγορούμενης, την απολογία της και την υπόσχεση της ότι δεν θα επαναλάβει τέτοιου είδους πράξεις και θα ακολουθήσει μία νομοταγή πορεία. Ήταν τέλος η θέση της συνηγόρου υπεράσπισης ότι το Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του μπορεί να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια και να αντιμετωπίσει την κατηγορούμενη όχι ως εγκληματικό στοιχείο αλλά ως ένα άνθρωπο που έχει μετανοήσει για τα λάθη του».
Η απόφαση του Κακουργιοδικείου
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, ανέφερε πως τα αδικήματα που διέπραξε η κατηγορούμενη, δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι σοβαρά, ειδικότερα αυτές που αφορούν την κατοχής πυροβόλου όπλου αλλά και την κατοχή ναρκωτικών, τα οποία, όπως υποδείχθηκε, αποτελούν μάστιγα που πλήττει την υλική και ηθική ευημερία του ανθρώπου και που σε πολλές περιπτώσεις οδηγούν στην εξαθλίωση και στο θάνατο.
Σε ό,τι αφορά τον οπλισμό, το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως «σε μια χώρα όπως η Κύπρος, η οποία, από την ανεξέλεγκτη κατοχή όπλων έχει υποστεί ανεπανόρθωτη καταστροφή, δεν μπορούν παρά τα δικαστήρια να αντικρίζουν αδικήματα αυτής της μορφής με τη δέουσα σοβαρότητα», ενώ υπέδειξε πως ο νομοθέτης διά της προβλεπόμενης ποινής έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο αδίκημα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου, αφού ως προκύπτει από τη νομολογία, το έννομο αγαθό που προστατεύεται είναι η ίδια η κοινωνία και η έννομη τάξη.
«Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για την κατηγορούμενη. Κατείχε τόσο ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β όσο και ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α ήτοι μεθαμφεταμίνη με σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλα άτομα. Πέραν δηλαδή του γεγονότος ότι και η ίδια είναι χρήστης ναρκωτικών με όλες τις ολέθριες συνέπειες που προκαλεί στον εαυτό της, αν και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, διασπείρει το θάνατο και σε άλλα πρόσωπα. Περαιτέρω είχε στην κατοχή της και πιστόλι το οποίο μάλιστα ήταν έμφορτο, ως επίσης κατείχε και ένα μεγάλο αριθμό σφαιρών 116 στο σύνολο. Να επισημάνουμε εδώ ότι στα γεγονότα που αφορούν την ποινική υπόθεση με αριθμό 1143/2024 του παρόντος Δικαστηρίου και η οποία λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής, η κατηγορούμενη στις 15/11/2023 είχε χρησιμοποιήσει πιστόλι αφού μετά από διαπληκτισμό της με υπάλληλο πρατηρίου βενζίνης, κατά την αποχώρηση της, πυροβόλησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Αν και δεν έχει τεθεί αν πρόκειται για το ίδιο πιστόλι εν τούτοις δεν αναιρεί το γεγονός της χρήσης πιστολιού από την κατηγορούμενη».
Ωστόσο, πέραν των πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, όπως αυτοί κατατέθηκαν από την συνήγορο της Ευαγγελία Λαζαρίδου, μεταξύ αυτών, την παραδοχή της, η οποία επιφέρει έκπτωση στην ποινή αλλά και καταδεικνύει και την έμπρακτη μεταμέλεια της. Επίσης, όπως ανέφερε το Δικαστήριο, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι είναι μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, με το ένα να είναι ακόμη σε βρεφική ηλικία, αλλά και τα προβλήματα τα οποία θα δημιουργηθούν τόσο στην ίδια όσο και στην οικογένεια της σε περίπτωση επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής.
«Συνεκτιμούμε το γεγονός ότι από πολύ νεαρή ηλικία είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών και εθισμένη σε αυτά, κάτι που την οδήγησε στην παραβατική συμπεριφορά αλλά και το ότι ως καταγράφεται και στην έκθεση του γραφείου ευημερίας άρχισε συνεργασία με της Υπηρεσίας Ψυχικής Υγείας στο Τμήμα Κεντρικών Φυλακών και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Προσμετρούμε επίσης προς όφελος της την απολογία, τη μεταμέλεια της και την υπόσχεση της ότι δεν θα επαναλάβει τέτοιου είδους συμπεριφορά».
Το Κακουργιοδικείο, ανέφερε πως έλαβε υπόψη της προηγούμενες καταδίκες της κατηγορούμενης, υποδεικνύοντας πως αυτές επηρεάζουν την επιείκεια που θα τύγχανε αν δεν βαρυνόταν με αυτές. «Δεν μπορεί όμως να παραγνωριστεί, στο πλαίσιο της στάσης και του σεβασμού της προς το νόμο, ότι από τις προηγούμενες καταδίκες της προκύπτει μια συνεχόμενη παραβατική συμπεριφορά», ανέφερε στην απόφαση του, λέγοντας μεταξύ άλλων, πως ενώ της επιβλήθηκε ποινή με αναστολή, πριν λήξει η περίοδος της αναστολής διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα.
Το Κακουργιοδικείο, λαμβάνοντας όλα τα δεδομένα υπόψη, επέβαλε στην κατηγορούμενη ποινές φυλάκισης, με την μεγαλύτερη αυτήν των τριών ετών, ωστόσο αποφάσισε όπως αυτές είναι με αναστολή. Και αυτό διότι, έλαβε υπόψη τον νόμο που αφορά έγκυο μητέρα ή και μητέρα ανήλικου τέκνου ηλικίας μέχρι τριών ετών, πλαίσιο στο οποίο εμπίπτει και η κατηγορούμενη.
Ωστόσο, το Δικαστήριο υπέδειξε πως: «Στην παρούσα περίπτωση στην κατηγορούμενη έχουν επιβληθεί ποινές φυλάκισης δυνάμει του Νόμου 29/77. Συνεπώς και σε σχέση με τις εν λόγω ποινές και σύμφωνα με το άρθρο 3(3) του Νόμου 33(Ι)/2005 αποκλείεται η αναστολή εκτέλεσης τους. Το Δικαστήριο όμως έχει επιβάλει και ποινές σε άλλα αδικήματα ήτοι κατά παράβαση του Περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/04 και του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54 τα οποία περιλαμβάνονται στο ίδιο κατηγορητήριο. Άρα έχουμε επιβάλει ποινή σε αδικήματα που διαπράχθηκαν από μητέρα και για τα οποία δεν χωρεί αναστολή αφού αφορούν ναρκωτικά και ποινή σε αδικήματα που το Δικαστήριο θα πρέπει να αναστείλει την εκτέλεση της. Δεν θα υπήρχε θέμα αν συνέτρεχαν και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του Νόμου 33(Ι)/2005. Αν και όμως τα αδικήματα της δεύτερης περίπτωσης είναι κακουργήματα και σοβαρά, εντούτοις δεν περιλαμβάνονται κατηγορίες για αδικήματα που διαπράχθηκαν με τη χρήση βίας κατά ατόμου (βλ. άρθρο 3 (β)) με συνεπακόλουθο να μην πληρείται η μία εκ των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με τις άλλες δύο έτσι ώστε να αποκλείεται η έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Αυτό δημιουργεί ένα νομοθετικό και συνάμα ποινολογικό κενό, αφού δεν είναι δυνατόν να διαταχθεί άμεση εκτέλεση μέρους της ποινής και ταυτόχρονα και η αναστολή εκτέλεσης άλλου μέρους της ίδιας ποινής. Τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει ούτε και στον Περί της Υφ' όρων Αναστολής Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/72. Το αποτέλεσμα του κενού αυτού είναι το Δικαστήριο να μην έχει άλλη επιλογή από το να αναστείλει την ποινή για όλα τα αδικήματα στα οποία η κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη με την παραδοχή της».
Καταληκτικά, το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, θέλησε να επισημάνει πως το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, ενόψει των προνοιών του Περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμου 33(Ι)/2005, να επιβάλει ποινή μέχρι τρία χρόνια, ακόμα και αν η ποινή που αρμόζει στον συγκεκριμένο παραβάτη είναι πιο ψηλή. «Ουσιαστικά δηλαδή οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου περιορίζουν, για να μην πούμε επεμβαίνουν, στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς την κρίση του για το ύψος της αρμόζουσας ποινής σύμφωνα με τα δεδομένα της υπόθεσης. Σε διαφορετική περίπτωση ακόμα και αν κρίνει ότι η αρμόζουσα ποινή είναι πάνω από τρία χρόνια, δεν θα μπορεί να την επιβάλει αφού δεν θα μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της, ως ο Νόμος 95/72 προνοεί σε συνάρτηση με τον Νόμο 33(Ι)/2005».
Ωστόσο, το Κακουργιοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη τα αδικήματα που έχουν να κάνουν με τροχαίες παραβάσεις, αποφάσισε την έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει στην κατηγορούμενη από το να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο εννέα μηνών, δεδομένου ότι έχει ήδη συσσωρευμένους 17 βαθμούς ποινής.