Τα στοιχήματα των κομμάτων του Κέντρου, ο κίνδυνος της χαμένης ψήφου και η σειρά κατάταξης
06:00 - 20 Μαΐου 2024
Ένα από τα ζητήματα που προκύπτει για τα κόμματα του Κέντρου ενόψει των Ευρωεκλογών είναι ποια πραγματικά είναι τα στοιχήματά τους. Όχι οι ευσεβείς τους πόθοι, αλλά εκείνα που πιστεύουν ότι ρεαλιστικά μπορούν να πετύχουν στην κάλπη αλλά και τα εμπόδια τα οποία καλούνται να υπερπηδήσουν, δεδομένου ότι οι στόχοι τους σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τις πορείες άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Για τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ λίγο πολύ τα στοιχήματα των Ευρωεκλογών είναι ξεκάθαρα: Να κρατήσουν τις δύο τους έδρες, να μην έχουν απώλεια ποσοστών και σε δεύτερο επίπεδο να καταφέρουν να κατακτήσουν την πρωτιά. Ο ΔΗΣΥ θέτει το ζήτημα της πρωτιάς πολύ πιο επιτακτικά από το ΑΚΕΛ, καθώς είναι το κόμμα που διαχρονικά κατακτούσε την πρώτη θέση και θεωρεί πως μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε την επιστροφή του στις νίκες. Το ΑΚΕΛ, αντιθέτως δεν θέλει να επισκιαστεί μία ενδεχόμενη πολύ καλή πορεία, από το ενδεχόμενο της απώλειας της πρώτης θέσης, που δεν ήταν ποτέ δική του, γι’ αυτό κρατά μια πισινή, παρόλο που μαθηματικά βρίσκεται σε σφαίρα διεκδίκησης της πρωτιάς.
Ξεκάθαρο είναι και το στοίχημα για το ΕΛΑΜ, που είναι η περαιτέρω εμπέδωσή του στο πολιτικό σύστημα, μέσω της κατάληψης έδρας στο Ευρωκοινοβούλιο. Πλέον βρισκόμαστε σε μία φάση που θα αποτελούσε τεράστια έκπληξη να μην συνέβαινε κάτι τέτοιο, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ΕΛΑΜ θα έχει αυτή τη φορά έδρα. Η τρίτη θέση, αντιθέτως, δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά «μπόνους» για το κόμμα, αφού ο βασικός του στόχος επιτυγχάνεται μέσα από την έδρα. Βεβαίως το ΕΛΑΜ δεν θα έλεγε όχι στο πρεστίζ της τρίτης θέσης και τον πιο ρυθμιστικό ρόλο που μπορεί να του προσφέρει εάν καταφέρει να την ξανακερδίσει και στις επόμενες Βουλευτικές Εκλογές, αλλά το στοίχημά του αυτή τη στιγμή είναι να αποκτήσει εκπρόσωπο στο Ευρωκοινοβούλιο και να ενισχυθεί από την εκπροσώπησή του σε άλλο ένα θεσμό.
Για τα κόμματα του Κέντρου, αντιθέτως, οι στόχοι δεν είναι τόσο ευδιάκριτοι. Εάν κάποιο από αυτά ήταν κυβερνών κόμμα, θα δοκιμαζόταν στις Ευρωεκλογές η ίδια η Κυβέρνηση, σε ένα πρώτο τεστ μετά την ανάδειξή της το 2023. Όμως ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν διαθέτει κυβερνών κόμμα και δεν ταυτίζεται με κανένα από τα τρία κόμματα της συμπολίτευσης. Για την ακρίβεια, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ταυτίζεται περισσότερο με τον ΔΗΣΥ, λόγω της συμμετοχής στο ΕΛΚ, παρά με τους εταίρους του και, δεδομένου πως δεν έχει κόμμα, θα είναι κατά κάποιο τρόπο η μοναδική περίπτωση αρχηγού Κυβέρνησης που θα περάσει ένα τόσο ήρεμο βράδυ, όποια και αν είναι τα αποτελέσματα των συμπολιτευόμενων δυνάμεων. Προφανώς και η σχέση με την Κυβέρνηση θα αναλυθεί σε συνάρτηση με τα εκλογικά αποτελέσματα του ΔΗΚΟ, της ΔΗΠΑ και της ΕΔΕΚ, όμως η απόσταση που χωρίζει τα μέρη και η έλλειψη ταύτισης του Προέδρου, δεν δημιουργεί έντονα κυβερνητικά στοιχήματα στους τρεις εταίρους, όπως συμβαίνει στα άλλα κράτη μέλη. Συνεπώς, οι στόχοι του κάθε κόμματος αφορούν το ίδιο και όχι την Κυβέρνηση ως σύνολο.
Ενδεχομένως η πιο ξεκάθαρη περίπτωση είναι αυτή του ΔΗΚΟ, το οποίο αναμένεται εύκολα να καταλάβει ξανά την έδρα του, που είναι και ο βασικότερος του στόχος. Όμως, η προοπτική κατάληψης της τρίτης θέσης από το ΕΛΑΜ φαίνεται να δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα στο μεγαλύτερο κόμμα του Κέντρου και ένα στοίχημα που υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν μέχρι σήμερα δεν θα είχε. Είναι κατανοητό πως η απώλειά της σε επίπεδο Ευρωεκλογών δεν είναι τόσο τραγική εξέλιξη όπως σε επίπεδο Βουλευτικών, όπου αναπόφευκτα συνοδεύεται από την απώλεια κοινοβουλευτικής δύναμης και, ως εκ τούτου, επιρροής, που θα μείωνε τον ρυθμιστικό ρόλο του κόμματος. Είναι, όμως, καταστροφική σε επίπεδο συμβολισμών, για αυτό και το ΔΗΚΟ θέλει οπωσδήποτε να διατηρήσει τη θέση του στο σύστημα. Το ζήτημα είναι ότι αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα από τη δική του επίδοση. Εάν, δηλαδή, χάσει σημαντικά ποσοστά, είναι σαφές πως οι ευθύνες θα βαρύνουν το ίδιο το κόμμα και την ηγεσία του. Εάν διατηρήσει πάνω κάτω τα δικά του ποσοστά και αντιθέτως το ΕΛΑΜ καταγράψει μεγάλες εισροές ψηφοφόρων από άλλους χώρους, τότε το ΔΗΚΟ θα υποστεί τις επιπτώσεις της αποσυσπείρωσης άλλων κομμάτων. Το ζητούμενο από πλευράς του είναι συνεπώς να συσπειρώσει, να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους και να κινηθεί στα ποσοστά του, για να μην έχει πρόβλημα.
Η ΕΔΕΚ και η ΔΗΠΑ, αντιθέτως, έχουν ως βασικό στόχο την καλή παρουσία και την συγκράτηση ή (στο θετικό σενάριο) την αύξηση ποσοστών. Παρόλο που και οι δύο δυνάμεις μιλούν για το ενδεχόμενο κατάληψης έδρας, είναι κατανοητό πως για να συμβεί αυτό θα πρέπει να έχουν κακές πορείες ο ΔΗΣΥ ή το ΑΚΕΛ και ένας εκ των δύο να χάσει μία από τις δικές του, για να περιέλθει στο πέμπτο κόμμα στην κατάταξη. Συνεπώς, το στοίχημα της έδρας εξαρτάται περισσότερο από τις κακές πορείες άλλων κομμάτων, παρά από μια δική τους καλή πορεία, δεδομένου βέβαια ότι θα καταφέρουν να καταλάβουν την πέμπτη θέση.
Η περιορισμένη προοπτική κατάληψης έδρας είναι που φέρνει τα δύο κόμματα αντιμέτωπα και με τη λογική της χαμένης ψήφου. Εάν ο κόσμος πειστεί, μέχρι την ημέρα των εκλογών, ότι δύσκολα θα χάσει έδρα ο ΔΗΣΥ ή το ΑΚΕΛ, τότε θα είναι δύσκολο να πειστεί να στηρίξει την ΕΔΕΚ ή τη ΔΗΠΑ για να καταλάβουν έδρα. Η λογική της χαμένης ψήφου είναι πάντα επικίνδυνη για τα κόμματα, καθώς δημιουργεί για αυτά άλλον έναν αντίπαλο και τα αναγκάζει να πείσουν όχι για απλώς για την ορθότητα των προτάσεών τους, το ήθος τους και την ποιότητα του ψηφοδελτίου τους αλλά επιπλέον και για την χρησιμότητα μίας ψήφου προς τη δική τους κατεύθυνση. Αναφερόμενος στο ζήτημα, σε πρόσφατη ανάρτησή του στο Χ, ο Εκπρόσωπος Τύπου της ΕΔΕΚ, Γιώργος Γεωργίου, σημείωσε ότι «χαμένη ψήφος είναι όταν ψηφίζεις κάτι που δεν πιστεύεις, επειδή σου λένε ότι είναι χαμένη ψήφος αν ψηφίσεις αυτό που πιστεύεις. Δεν υπάρχει χαμένη ψήφος, αν είσαι έντιμος με τη συνείδησή σου». Πλην, όμως, είναι καταγεγραμμένο πως πολλοί πολίτες επιθυμούν με την ψήφο τους να καθορίζουν νικητές, και όχι να στηρίζουν συνειδησιακά δυνάμεις που εκ των προτέρων έχουν την εντύπωση ότι θα χάσουν και αυτή είναι μια μάχη που θα πρέπει να δώσει και η ΕΔΕΚ και η ΔΗΠΑ.
Η ΕΔΕΚ και η ΔΗΠΑ είναι, βεβαίως, δύο πολύ διαφορετικά κόμματα, που ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, παρά αυτά τα κοινά τους ζητήματα. Η ΕΔΕΚ είναι παραδοσιακό κόμμα, που διαθέτει εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποκρυσταλλωμένη εκλογική βάση. Ήταν, όμως, τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπη με πολλά εσωκομματικά προβλήματα. Η ΔΗΠΑ, αντιθέτως, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα εσωτερικά προβλήματα, αλλά ως ένα νεαρό κόμμα, το οποίο αποτελείται κατά κύριο λόγο από πρώην στελέχη του ΔΗΚΟ, δεν διαθέτει ακόμη συμπαγή και αμετακίνητη μάζα ψηφοφόρων. Και αυτά τα δύο κόμματα βρίσκονται ταυτόχρονα στη συμπολίτευση και σε μεταξύ τους ανταγωνισμό για την πέμπτη θέση, με τους Οικολόγους να προσπαθούν να μπουν σφήνα σε αυτή την προσπάθεια. Και το μεγαλύτερο τους στοίχημα είναι να διατηρήσουν ποσοστά και να πορευθούν ενδυναμωμένα και όχι αποδυναμωμένα προς τις Βουλευτικές Εκλογές, όπου θα παίζουν με άλλους κανόνες.