Οι έντεκα λόγοι που οι μοναχοί ζητούν ακύρωση της διαδικασίας της Ανακριτικής Επιτροπής
14:37 - 09 Μαΐου 2024
Με ένα υπόμνημα, στο οποίο περιέχει έντεκα εντάσεις, η πλευρά των εν αργία Αρχιμανδριτών της Μονής Οσίου Αββακούμ, που φέρονται να έχουν εμπλοκή στο σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει, ζητούν από την Ανακριτική Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου να ακυρώσει την διαδικασία όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Το εν λόγω υπόμνημα παρέδωσαν οι δικηγόροι των Μοναχών, στον γραμματέα της Ανακριτικής Επιτροπής, το πρωί της Πέμπτης.
Στο πολυσέλιδο υπόμνημα των μοναχών αναφέρεται πως «κατόπι της από 26 Απριλίου 2024 κλήσεως, που επιδόθηκε ηλεκτρονικών στους εντολείς-πελάτες μας την Μεγάλη Τρίτη, 30 Απριλίου, καταθέτουμε το παρόν υπόμνημα, δια του οποίου φέρουμε σε γνώση σας τις ενστάσεις του εντολέα μας επί της διαδικασίας, τις οποίες έχουμε ήδη καταστήσει γνωστές στην Ανακριτική Επιτροπή με το από την 29η Μαρτίου 2024 έγγραφό μας, επί του οποίου εγγράφου ουδέποτε λάβαμε απάντηση. Κατόπιν τούτου, αιτούμαστε να εξετάσετε το παρόν υπόμνημα και να αποφανθείτε επί των προτεινομένων ενστάσεων αιτιολογημένως».
Πρώτη Ένσταση
Όπως αναφέρεται στο υπόμνημα, η πλευρά των μοναχών επικαλούνται το άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, που προνοεί ότι «η καταγγελία υποβάλλεται στα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας της Κύπρου, τα οποία και την παραπέμπουν στην Ανακριτική Επιτροπή, εκτός αν η καταγγελία αφορά σε μικρής σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα κληρικών, μοναχών και λαϊκών, τα οποία το άρθρο 79 του ΚΧΕΚ, εκδικάζει μόνος ο επιχώριος Αρχιερεύς».
Οι δικηγόροι των μοναχών της Μονής Οσίου Αββακούμ υποστηρίζουν ότι βάσει της συγκεκριμένης διάταξης, απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη και κανονική έναρξη των διαδικασιών στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο είναι η υποβολή καταγγελίας σε αυτό, που υποβάλλεται είτε από τον παθόντα, είτε από οποιοδήποτε ενήλικο μέλος της Εκκλησίας.
«Στην προκειμένη περίπτωση, οι εντολείς-πελάτες μας ουδεμία ενημέρωση είχαν από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, κ. Ησαΐα ή από άλλο δικαιοδοτικό όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου για τέτοια καταγγελία, πολλώ δε μάλλον δεν είχε ενημέρωση για το πρόσωπο που πιθανόν την κατέθεσε, καθώς και για το περιεχόμενό της. Αντιθέτως, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής συγκέντρωσε διάφορα στοιχεία, όχι κατόπιν καταγγελίας, τα οποία αντί να εξετάσει αναλόγως προς την κρίση του, να τα αποστείλει στην Ανακριτική Επιτροπή, τα απέστειλε απευθείας στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου. […] Συνεπώς, ουδέποτε ξεκίνησε η διαδικασία ενώπιον της Ιεράς Συνόδου ως δικαιοδοτικού οργάνου, πέραν του ότι η Ιερά Σύνοδος ήταν αναρμόδια, για να κρίνει τα στοιχεία αυτά. Ενώ το ορθό θα ήταν να υπάρχει καταγγελία».
Δεύτερη Ένσταση
Στη δεύτερη ένσταση, οι δικηγόροι των μοναχών επικαλούνται το άρθρο 78 του ΚΧΕΚ, κατά το οποίο περιγράφεται ποιοι υπάγονται στον Επιχώριο Αρχιερέα, τα Επισκοπικά Δικαστήρια, το Συνοδικό και την Ιερά Σύνοδο, όπως κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί και στη συνέχεια αναφέρονται στα άρθρα του ΚΧΕΚ που εξηγούν τη δικαιοδοσία του κάθε οργάνου, για να εξηγήσουν από ποιους μπορούν να κριθούν οι μοναχοί, οι κληρικοί, οι Αρχιερείς και οι ιερομόναχοι.
«Συνεπώς, οι εντολείς-πελάτες μας υπόκεινται στην κρίση του Πανιερώτατου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, ο οποίος είχε βάσει του Καταστατικού Χάρτη την αρμοδιότητα να τους κρίνει και να τους επιβάλλει εκκλησιαστικό επιτίμιο. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής, αντί να τους καλέσει σε ακρόαση και να τους επιβάλει εις αυτούς, σε περίπτωση που έκρινε ότι διέπραξαν κανονικό παράπτωμα, κάποιο εκκλησιαστικό επιτίμιο, παρέπεμψε την υπόθεση του αναρμοδίως στην Ιερά Σύνοδο, θεωρώντας σιωπηρώς, αλλά εσφαλμένως, ότι προέχοντως αυτοί ήταν κληρικός, αν και τα κανονικά παραπτώματα που κατά τα δημοσιεύματα του αποδίδονται, μόνο υπό την ιδιότητα του μοναχού θα μπορούσαν να έχουν τελεστεί».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Στα χέρια της Ανακριτικής Επιτροπής το υπόμνημα των μοναχών-«Παλεύουμε για μια δίκαιη δίκη»
Τρίτη Ένσταση
Στην τρίτη ένσταση, η πλευρά των μοναχών επικαλείται το άρθρο 79 του ΚΧΕΚ, που αναφέρει πως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, όταν ενεργεί ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι αρμόδια για την κρίση παραπτωμάτων Αρχιερέων και όχι λοιπών κληρικών ή μοναχών. Πέραν αυτού, από το συγκεκριμένο άρθρο προκύπτει ότι η Ιερά Σύνοδος είναι αρμόδια και για την επιβολή της ποινής του αφορισμού, αν το κρίνει σκόπιμο.
«Στη συγκεκριμένη υπό κρίσιν υπόθεση δεν συντρέχει καμία εκ των δύο περιπτώσεων, με αποτέλεσμα αναρμοδίως η Ιερά Σύνοδος δέχθηκε την κατάθεση των στοιχείων από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα και αναρμοδίως τα εξέτασε, όπως εξέτασε και τον Πανιερώτατο και στη συνέχεια εξέδωσε απόφαση, με την οποία παρέπεμψε εσφαλμένως την υπόθεση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Ενώ θα έπρεπε να αναπέμψει τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής προκειμένου, ως αρμόδιος εκκλησιαστικός δικαστής να ασκήσει τις αρμοδιότητές του εκ του ΚΧΕΚ».
Τέταρτη Ένσταση
Συνεχίζοντας, η πλευρά των μοναχών αναφέρεται στο άρθρο 13 του ΚΧΕΚ, βάσει του οποίου, για να ασκηθεί ποινική δίωξη και να ακολουθήσει εκδίκαση υπόθεσης, απαιτείται παραγγελία από τον οικείο Αρχιερέα προς την Ανακριτική Επιτροπή ή σε περίπτωση αρνήσεως ή παραλείψεως αυτού, αυτεπάγγελτη ενέργεια της Ανακριτικής Επιτροπής ή παραγγελία της Ιεράς Συνόδου προς την Ανακριτική Επιτροπή.
«Η Ιερά Σύνοδος, αν και επελήφθη αναρμοδίως, όχι μόνο έστω και αναρμοδίως, δεν απέστειλε παραγγελία και εντολή προς την Ανακριτική Επιτροπή, αλλά αντιθέτως, υποκαθιστώντας παρανόμως την Ανακριτική Επιτροπή, χωρίς καν να ακολουθήσει έστω και παρανόμως, στοιχειώδη προδικασία, αποφάσισε αναρμοδίως να ασκήσει ποινική δίωξη, κρίνοντας αντιθέτως προς τις διατάξεις του ΚΧΕΚ, ότι η υπόθεση των πελατών μας χρήζει εκδικάσεως και την παρέπεμψε για εκδίκαση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Ενώ το ορθό θα ήταν, χωρίς να προχωρήσει σε καμία ενέργεια, να αναπέμψει τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής για τις περαιτέρω δικές του δικαιοδοτικές ενέργειες».
Πέμπτη Ένσταση
Οι δικηγόροι των μοναχών επικαλέστηκαν και το άρθρο 78, το άρθρο 91 και το άρθρο 9 του ΚΧΕΚ, που προνοούν ότι τέσσερα εκκλησιαστικά δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με την απονομή δικαιοσύνης και πρέπει να υπάρχει δημοσίευση στο περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας», όλων των επισήμων εκκλησιαστικών πράξεων, κανονισμών και διατάξεων.
«Συνεπώς, το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, στο οποίο η Ιερά Σύνοδος, παρανόμως αλλά αδιαμφισβητήτως, απέστειλε το φάκελο για εκδίκαση, είναι μη υπαρκτό και μη υποστατό δικαστήριο. Η δε απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 18ης Σεπτεμβρίου 2023, η οποία εκλαμβάνεται ως η συστατική πράξη του ανωτέρου Δικαστηρίου, όχι μόνο δε καταχωρήθηκε στο κείμενο του ΚΧΕΚ, με την ταυτόχρονη τροποποιητική προσαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων του ΚΧΕΚ, που αναφέρονται στο υποτίθεται καταργηθέν Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο, όχι μόνο ούτε στην ίδια την απόφαση της Ιεράς Συνόδου καταγράφεται πράξη καταργήσεως του Πενταμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και συστάσεως του Εξαμελούς, αλλά ούτε η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε στο επίσημο Δελτίο “Απόστολος Βαρνάβας”. Ενώ το ορθόν θα ήταν η Ιερά Σύνοδος να μην παραπέμψει σε κανένα πολυμελές Δικαστήριο, πολλώ δε μάλλον στο Εξαμελές Συνοδικό, αλλά να αναπέμψει τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής για τις περαιτέρω δικές του δικαιοδοτικές ενέργειες».
Έκτη Ένσταση
Η πλευρά των μοναχών αναφέρεται και το άρθρο 13 του ΚΧΕΚ, που αναφέρει ότι η Ανακριτική Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου επιλαμβάνεται μίας υπόθεσης, μετά από επιδότηση καταγγελίας από τον οικείο Αρχιερέα, αυτεπάγγελτα μετά από άρνηση του οικείου Αρχιερέα ή κατόπιν επιδόσεως παραγγελίας της Ιεράς Συνόδου, ενώ εξηγεί ότι η Ανακριτική Επιτροπή είναι αρμόδια για διεξαγωγή ανακρίσεως.
«Συνεπώς, η Ανακριτική Επιτροπή ενεργοποιείται με τους προαναφερθέντες τρόπους, που να προέρχονται από τα δύο δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας, αποκλειόμενων των Επισκοπικών Δικαστηρίων και του Πενταμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου. Πολλώ δε μάλλον, αποκλειόμενου του Εξαμελούς Συνοδικού, το οποίο όχι μόνο δεν αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη, αλλά δεν είναι και υποστατό δικαιοδοτικό όργανο. Άρα, η Ανακριτική Επιτροπή εσφαλμέωνς αποδέχθηκε την παραπομπή του φακέλου εκ του μη αρμοδίου αλλά και μη υποστατού Εξαμελούς Συνοδικού και αναρμοδίως κατ’ εσφαλμένη εντολή αυτού διεξάγει συμπληρωματικές ανακρίσεις, ενώ δεν θα έπρεπε ούτε πλήρη ανάκριση να διεξάγει. Το ορθό θα ήταν να επιστρέψει τον φάκελο στο Εξαμελές Συνοδικό, επισημαίνοντας και την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού, να της παρέξει εντολή για διενέργεια ανακρίσεων, πολλώ δε μάλλον συμπληρωματικής ανακρίσεως».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: ΒΙΝΤΕΟ: Έφθασαν στην Αρχιεπισκοπή οι Μοναχοί–Παραδίδουν υπόμνημα με τις θέσεις τους
Έβδομη Ένσταση
Στη συνέχεια, στο υπόμνημα των δικηγόρων των μοναχών γίνεται αναφορά στο άρθρο 6 του ΚΧΕΚ, που εξηγεί ότι όσοι έχουν γνωμοδοτήσει για υπόθεση αποκλείονται από την άσκηση καθήκοντος στο Δικαστήριο, ωστόσο η Ιερά Σύνοδος, μετά την καταγγελία του Μητροπολίτη Ταμασού, παρέπεμψε την υπόθεση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο.
«Συνεπώς, στα πρόσωπα όλων των μελών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου υφίσταται λόγος αποκλεισμού των από τη σύνθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, καθώς και από τη σύνθεση των πολυμελών εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
Όγδοη Ένσταση
Στην όγδοη ένσταση, οι δικηγόροι των μοναχών επικαλούνται το άρθρο επτά του ΚΧΕΚ, που αναφέρεται στους λόγους εξαιρέσεως ατόμων από την Ανακριτική Επιτροπή. «Συνεπώς, όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου όφειλαν μετά τη λήψη της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου για την παραπομπή των εντολέων-πελατών μας σε δική, να δηλώσουν την αποχή τους, την αυτοεξαίρεσή τους από το Εξαμελές Συνοδικό και στη συνέχεια και από την Ανακριτική Επιτροπή».
Ένατη Ένσταση
Επιπρόσθετα, η πλευρά των μοναχών αναφέρεται στο άρθρο 7 του ΚΧΕΚ και τονίζει ότι όσοι κληρικοί δεν μπορούν να εγγυηθούν αμεροληψία προς την κρίση τους, αν ασκήσουν καθήκοντα μέλους Δικαστηρίου, θα πρέπει να δηλώσουν αποχή και να αυτοεξαιρεθούν. «Συνεπώς όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, που εξέφρασαν θετική άποψη υπέρ της παραπομπής του πελάτη μας σε δική ενώπιον του Εξαμελούς Δικαστηρίου, λόγω της απόψεώς τους αυτής, δημιουργούν σαφώς υπόνοιες μεροληψίας και αυτονοήτως η διατύπωση της συγκεκριμένης απόψεως είναι ικανή να δικαιολογήσει δυσπιστία για την αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη Συνοδικού Δικαστηρίου, Ανακριτικής Επιτροπής ή Εκκλησιαστικού Εισαγγελέα. Τα μέλη της Ιεράς Συνόδου οφείλουν να απέχουν και να αυτοεξαιρεθούν από τα προαναφερθέντα καθήκοντα, ως δημιουργούντα υπόνοιες μεροληψίας ως προς την κρίση τους για την υπόθεση των εντολέων-πελατών μας».
Δέκατη Ένσταση
Στη δέκατη ένσταση, οι δικηγόροι των μοναχών αναφέρονται στο άρθρο 4 του ΚΧΕΚ, καθώς και στα όσα συνέβησαν περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2023 και την τοποθέτηση καμερών, τονίζοντας πως «τα παράνομα αποδεικτικά μέσα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 και για το λόγο αυτό είναι παράνομα και απαγορεύεται η χρήση τους, τόσο για την απόδειξη της ενοχής και την επιβολή της ποινής. Επισημαίνουμε, επίσης, οι πελάτες μας επιφυλάσσουν να αναπτύξουν πως τα συγκεκριμένα επίδικα βίντεο που δόθηκαν στη δημοσιότητα έτυχαν επεξεργασίας και μονταρίσματος, με συνέπεια να παρουσιάζεται μία αναληθή εικόνα και/ή καταγραφή συνομιλιών που δεν είχαν γίνει».
Εντέκατη Ένσταση
Κατά την τελευταία ένσταση, η πλευρά των μοναχών αναφέρεται στο άρθρο 70 του ΚΧΕΚ, που τονίζει ότι ο Μητροπολίτης Ταμασού έχει δικαίωμα να διατάσσει έρευνα για τον τρόπο και τα αποτελέσματα διαχειρίσεως της περιουσίας της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ. Ωστόσο, τονίζουν οι δικηγόροι, ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής απευθύνθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας κατά σαφή παράβαση του ΚΧΕΚ και κατά σαφή παράλειψη των αρμοδιοτήτων του.
«Για τους λόγους αυτούς εξαιτείται να ακυρωθεί η μέχρι τούδε διαδικασία, ήτοι η διαδικασία ενώπιον του Πανιερώτατου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, κ. Ησαΐα, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, του Εξαμελούς Δικαστηρίου και της Ανακριτικής Επιτροπής».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Έλαβαν κλήση οι μοναχοί και παρουσιάζονται ενώπιον της Εκκλησιαστικής Ανακριτικής Επιτροπής
Σημειώνεται πως τη Δευτέρα και την Τρίτη αναμένεται να καταθέσουν οι πέντε μοναχοί στην Ανακριτική Επιτροπή.