Τι προνοεί το Σύνταγμα για παύση κρατικού αξιωματούχου και η απόφαση Τρύφωνος που θα βρεθεί στο επίκεντρο
06:00 - 26 Απριλίου 2024
Η πρώτη δικαστική μάχη ανάμεσα στην ηγεσία της Εισαγγελίας και του Γενικού Ελεγκτή, θα δοθεί στην προδικαστική ένσταση που θα καταχωρήσει η πλευρά του τελευταίου, η οποία υποστηρίζει πως οι Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης δεν μπορούν να αιτούνται την παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, αφού πρόκειται για κρατικό αξιωματούχο που διορίστηκε από τον Πρόεδρο, ο οποίος θα έπρεπε να υπογράψει την σχετική αίτηση. Θέση την οποία αναμένεται να απορρίψει το στρατόπεδο της Εισαγγελίας, προτάσσοντας την υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, η οποία παραπέμπει στο Άρθρο 153.8 (4) του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει πως η απόφαση του Συμβουλίου του Ανωτάτου είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, συνεπώς, με βάση αυτή την αναφορά, ο αιτητής δεν είναι μόνο ο Πρόεδρος αλλά και ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα προς το δημόσιο συμφέρον, να καταχωρεί αίτηση απόλυσης ανεξάρτητου Αξιωματούχου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Καταχωρείται μέχρι την Παρασκευή η αίτηση για παύση Ελεγκτή-Ανοίγουν παλιά μέτωπα, ετοιμοπόλεμες οι δύο πλευρές
Όπως ήδη έχει γνωστοποιηθεί, πολύ πιθανόν στο επίκεντρο να βρεθεί και η απόφαση του 2017, «Τρύφωνος εναντίον Γενικού Εισαγγελέα», όπου ο πρώτος καταχώρησε στο Συμβούλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση για απόλυση του τελευταίου, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς και ανικανότητας του να κατέχει τη θέση.
Ωστόσο, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, καταχωρήσε προδικαστική ένσταση, ζητώντας στην ουσία να απορριφθεί η αίτηση του αιτητή, ως εκδήλως αβάσιμη ή λόγω μη νομιμοποίησης του, αφού όπως υποστηρίχθηκε, ο κ. Τρύφωνος δεν ήταν πρόσωπο που νομιμοποιείται να καταχωρήσει αίτηση για παύση του Γενικού Εισαγγελέα, ούτε και έχει έννομο συμφέρον ή συνταγματική νομιμοποίηση να προωθεί την κυρίως αίτηση.
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αποδέχθηκε την ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα, κατά πλειοψηφία με απόφαση του Δικαστή Ναθαναήλ, με την οποία συμφώνησαν οι Παναγή, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου, Σταματίου, και Οικονόμου.
Στην απόφαση του το Συμβούλιο, είχε αναφέρει πως: «Το κρίσιμο ερώτημα που έχει τεθεί προς απάντηση, αυτό της νομιμοποίησης του αιτητή, πρέπει να διέλθει από τις πρόνοιες του ίδιου του συνταγματικού νομοθέτη. Ο καθορισμός των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα και ο έλεγχος του από το Συμβούλιο, καθώς και ο διορισμός του πρώτου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προδιαγράφουν και την απάντηση. Ο διορισμός και η απόλυση γίνονται στο ανώτατο δυνατό πολιτειακό επίπεδο. Υπό το φως του τρόπου που είναι δομημένο το Σύνταγμα, με την εξουσία για έλεγχο των ανωτάτων πολιτειακών αξιωματούχων να εναπόκειται στο Ανώτατο Δικαστήριο ή το Συμβούλιο διά αιτήσεως που εισαγάγει ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν διαπιστώνεται στην ουσία οποιαδήποτε lacuna στο Σύνταγμα».
Περαιτέρω αναφέρεται πως πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη δεν ήταν η απόδοση σε πολίτη της Δημοκρατίας δικαιώματος να ασκεί αίτηση κατ' ιδίαν προς απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως δεν θα μπορούσε να το πράξει για να αιτηθεί την αποπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας για εσχάτη προδοσία ή να ζητήσει την άρση βουλευτικής ασυλίας για οποιονδήποτε βουλευτή. Επιπρόσθετα πρόσθεσε, πως «ούτε εναπόκειται στο Δικαστήριο να νομοθετεί στην ουσία εισάγοντας πρόνοιες που δεν υπάρχουν και που απολήγουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε νομιμοποίηση ιδιώτη να θέτει, ο ίδιος ως αιτητής, ζήτημα απόλυσης του Γενικού Εισαγγελέα. Όπου το Σύνταγμα ήθελε να δώσει ιδιότυπο συμφέρον, το έπραξε όπως στην περίπτωση του Άρθρου 146 που προαπαιτεί την άσκηση προσφυγής από οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου το ενεστώς έννομο συμφέρον προσεβλήθη ευθέως και αυτό βέβαια αφορά μόνο σε θέματα διοικητικού δικαίου και λειτουργίας του διοικητικού κράτους».
Με βάση τα πιο πάνω, η καταχώρηση αίτησης του πολίτη για παύση του Γενικού Εισαγγελέα απορρίφθηκε, με το Συμβούλιο να υποδεικνύει πως δεν νομιμοποιείται να καταχωρήσει τέτοια αίτηση, μη έχοντας το θεσμοθετημένο πολιτειακό εκείνο συμφέρον, και όχι απλώς το ιδιωτικό.
«Πέραν της δυνατότητας που λογικά θα είχε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως το διορίζον όργανο, να αιτηθεί στην κατάλληλη περίπτωση προς το Συμβούλιο την απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα, η νομιμοποίηση ενός απλού ιδιώτη θα απέληγε σε ουσιαστική κατάλυση της ανεξαρτησίας των θεσμών με κατακλυσμό υποθέσεων για προσωπικά στην ουσία συμφέροντα που δεν αγγίζουν την ίδια τη φύση λειτουργίας και τρόπο ενάσκησης των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα», ανέφερε το Συμβούλιο.
Περαιτέρω, είχε αναφέρει πως από την αναδρομή την ίδια την κυρίως αίτηση, επιβεβαιώθηκε ότι ο αιτητής επιδίωκε να φέρει ενώπιον του Συμβουλίου, θιγέντα προσωπικά του ζητήματα, με το Δικαστήριο να τονίζει πως «δεν είναι δυνατόν πολίτης να ζητεί την απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα επί τω ότι διαφωνεί με τον τρόπο που συμβουλεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή την Κυβέρνηση γενικότερα στο πλαίσιο των εξουσιών του. Τα όσα αναφέρει ο αιτητής στην καταχωρηθείσα γραπτή του αγόρευση για το δικαίωμα του να προχωρήσει την κυρίως Αίτηση είναι νομικά αδόκιμα. Είναι πρόδηλο από την αγόρευση ότι το επικαλούμενο δημόσιο συμφέρον του αιτητή προς απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα ταυτίζεται με το προσωπικό του συμφέρον. Ακριβώς, όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, η ενεργοποίηση του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος εγείρει ζήτημα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος, πολιτειακής σημασίας και είναι εξαιρετικής φύσεως διαδικασία και συνεπώς δεν μπορεί να λαμβάνει τη μορφή της action popularis».
Σύμφωνα με την έκθεση γεγονότων που είχε καταχωρηθεί, ο αιτητής καταλόγιζε στο Γενικό Εισαγγελέα νομική ανεπάρκεια, συμφεροντολογικές εκ μέρους του ενέργειες και αποφάσεις που όζουν άνισης μεταχείρισης και δυσμενούς διάκρισης προς όφελος του κεφαλαίου και των τραπεζών γενικά. Μεταξύ άλλων, ισχυριζόταν πως δικηγορικό γραφείο ορκίστηκε ψευδώς, με στόχο να απορριφθεί η έφεση επί αγωγής που είχε καταχωρήσει, ενώ με επιστολή του ζητούσε από τον Εισαγγελία να διεξάγει από τη μια σχετική έρευνα και από την άλλη να εγκρίνει ιδιωτική ποινική δίωξη.
Ο Γενικός Εισαγγελέας του απάντησε ότι δεν χρειάζεται έγκριση του για καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, ενώ τον πληροφόρησε ότι με τα παρατεθέντα στοιχεία δεν δικαιολογείτο η έναρξη ποινικής δίωξης. Ο αιτητής είχε περαιτέρω τη θέση ότι οι εκ των υστέρων ενέργειες του Γενικού Εισαγγελέα, παρά το ότι του είχε αναφέρει ότι δεν χρειαζόταν η έγκριση του για καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής και ενώ γνώριζε ότι το αδίκημα της ψευδορκίας προνοεί φυλάκιση μέχρι επτά έτη, δεικνύουν μεμπτή συμπεριφορά για να συγκαλύψει άλλους κατηγορουμένους και δη δικηγόρους της Τράπεζας στην οποία ο Γενικός Εισαγγελέας έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον.
Τα άλλα παράπονα του αιτητή αφορούσαν την κατά την άποψη του λανθασμένη γνωμάτευση που έδωσε προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων για τις καταχρηστικές ρήτρες, ενώ ισχυριζόταν πως παράνομα συμβούλευσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναπέμψει τον περί Ρύθμισης Ληξιπρόθεσμων Κοινωνικών Εισφορών Νόμο του 2016. Τέλος, παράνομα, κατά τον ισχυρισμό του, συμβούλευσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναφέρει στο Ανώτατο Δικαστήριο τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016, χωρίς να εγείρονται θέματα αντισυνταγματικότητας ή ασυμβατότητας με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόφαση που επηρεάζει άμεσα τον ίδιο ως κάτοχο αξιογράφων.
Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, το Συμβούλιο του Ανωτάτου ανέφερε μεταξύ άλλων, πως: «Το μονοσήμαντο και το ανεξάρτητο του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα δεν παραπέμπει όμως και στο ανέλεγκτο. Ήδη από τις πρόνοιες του ιδίου του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ελεγχθεί για συμπεριφορά που, όπως και για τους Δικαστές, θεωρείται ή κρίνεται «ανάρμοστος» που επιφέρει ως συνέπεια την απόλυση του. Στο σύγχρονο κόσμο και τις αντιλήψεις περί δικαίου και πολιτειακής νομοτέλειας, κάθε αξιωματούχος του κράτους, ακόμη και ο Πρόεδρος χώρας, ελέγχονται διότι ουδείς είναι υπεράνω του απρόσωπου νόμου που εξισώνει τους πολίτες κατά ισόνομο τρόπο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι υπόλογος στη Βουλή των Αντιπροσώπων για τον τρόπο άσκησης των εξουσιών του ως μέλος της κυβέρνησης. Η πολιτική όμως ουδετερότητα του Γενικού Εισαγγελέα στην Κύπρο δεν τον απαλλάσσει από τη λογοδοσία ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου κατά το Σύνταγμα. Σύμφωνα με καθιερωμένες Ευρωπαϊκές αρχές τόσο οι Δικαστές, όσο και οι Εισαγγελείς, πρέπει να είναι άτομα υψηλού επιπέδου και ηθικής και υπόκεινται σε ανάλογους δεοντολογικούς κανόνες».
Πέραν των πιο πάνω που καταγράφονται στην απόφαση για την απόρριψη της αίτησης και εγκρίνοντας την προδικαστική ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα, το Συμβούλιου του Ανωτάτου, ανέφερε περαιτέρω πως, όπου το Σύνταγμα ήθελε να δώσει ιδιότυπο συμφέρον, το έπραξε όπως στην περίπτωση του Άρθρου 146 που προαπαιτεί την άσκηση προσφυγής από οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου το ενεστώς έννομο συμφέρον προσεβλήθη ευθέως και αυτό βέβαια αφορά μόνο, όπως υποδείχθηκε, σε θέματα διοικητικού δικαίου και λειτουργίας του διοικητικού κράτους.
Σε ότι αφορά στο ερώτημα ποιος νομιμοποιείται να καταχωρήσει αίτηση για παύση ενός κρατικού αξιωματούχου, αναφέρεται πως σε άλλες χώρες, αυτό ρυθμίζεται νομοθετικά. Στις ΗΠΑ από την Βουλή των Αντιπροσώπων, στον Καναδά άρχεται από τις δύο Βουλές και ακολούθως από την Κυβέρνηση, στην Ελλάδα από αρμόδιο Όργανο που καθορίζεται από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών, στη Μεγάλη Βρετανία από τις δύο Βουλές και τελικά ορίζεται Επιτροπή η οποία προωθεί τη διαδικασία, στην Ιρλανδία το Σύνταγμα και Νόμος ρυθμίζει το θέμα και στον Καναδά γίνεται ρύθμιση στο Σύνταγμα και η διαδικασία προωθείται μετά από πρόταση των δύο Βουλών. Επίσης, στη Γερμανία ρυθμίζεται το Σύνταγμα, όπως και στη Γαλλία, στην Ιταλία το αίτημα στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα ή Υπουργό Δικαιοσύνης, στις αποικιακές Πολιτείες πριν το 1957 η απόλυση των Ανώτατων Δικαστών ήταν στην διάθεση του Στέμματος που τους παράπεμπε σε Δικαστική Επιτροπή του Privy Council, ενώ μετά το 1957 και με την ανεξαρτησία τους, το θέμα ρυθμίζετο στο Σύνταγμα εκάστου Κράτους με γνώμονα τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των Δικαστών.
Σε ότι αφορά την Κύπρο, στο Άρθρο 153.8 δεν ορίζεται ρητά κάποιο όργανο, το οποίο νομιμοποιείται να καταχωρίσει και προωθήσει τη διαδικασία, ωστόσο αυτό υποδεικνύεται στην σχετική απόφαση, πως η πρόσβαση στο Συμβούλιο θα πρέπει να είναι τόσο ευρεία όσο το Σύνταγμα επιτρέπει.
«Στην Κύπρο το νομοθετικό σώμα μέχρι σήμερα δεν έχει ρυθμίσει νομοθετικά το θέμα αυτό και συνεπώς διαπιστώνεται «lacuna» αναφορικά με τη δίωξη του Γενικού Εισαγγελέα εφόσον ο ίδιος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα διώχτης και διωκόμενος. Δεν μπορούν να προστεθούν στο Σύνταγμα πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Δεν μπορεί να αναμορφωθεί νομοθετικό κείμενο το οποίο παρουσιάζεται ελλειμματικό ώστε στην ουσία να εισαγάγει πρόνοια για νομιμοποίηση άλλου οργάνου ενώ δεν υπάρχει τέτοια πρόνοια στο Σύνταγμα. Η συμπλήρωση της νομοθεσίας μέσω απόφασης του Συμβουλίου δεν είναι επιτρεπτή. Αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα του νομοθετικού σώματος εάν αυτό επιθυμεί οποιαδήποτε αλλαγή. Δεν είναι δυνατό διά της κρίσεως του Συμβουλίου να προστεθούν στο Σύνταγμα πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης».
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι η νομολογία ανεγνώρισε νομιμοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση αίτησης με βάση το Άρθρο 153.8. Αυτό έγινε, όπως υποδείχθηκε, ως «αποτέλεσμα ερμηνείας Συνταγματικής Διάταξης, ήτοι του Άρθρου 113, το οποίο προβλέπει ότι αυτός έχει εξουσία κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία. Οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται μόνο σε Συνταγματικούς περιορισμούς. Πέραν όμως απ' αυτούς είναι ο μόνος κριτής του δημοσίου συμφέροντος».
Σε άλλο σημείο, δικαστής στην δική του απόφαση, που υπενθυμίζεται πως ήταν κατά πλειοψηφία, αναφέρει πως αντικείμενο του Άρθρου 153.8, είναι η καθίδρυση Συμβουλίου, συγκεκριμένου δηλαδή σώματος, στο οποίο και εναποτίθεται η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν τον, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τερματισμό του διορισμού ή την απόλυση τόσο Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσο και, κατ' ανάλογο τρόπο, αυστηρά καθορισμένων, από το ίδιο το Σύνταγμα, αξιωματούχων του κράτους. Συγκεκριμένα, του Γενικού Εισαγγελέα, του Γενικού Ελεγκτή, των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
«Αποκλειστικός σκοπός θέσπισης της παραγράφου 8 του πιο πάνω άρθρου είναι η διασφάλιση του ελέγχου αλλά και της εκδίκασης των υπό αναφορά αξιωματούχων από σώμα Ανώτατων Δικαστών, στο οποίο εναποτίθεται αποκλειστική αρμοδιότητα, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται, στον υπέρτατο δυνατό βαθμό, η, χωρίς άλλες παρεμβολές, ακριβοδίκαιη κρίση και, συνακόλουθα, να θωρακίζεται αφενός η ανεξαρτησία των εν λόγω αξιωματούχων, αλλά και το δημόσιο συμφέρον αφετέρου. Στην υπό εξέταση συνταγματική παράγραφο δεν καθορίζεται ποια πρόσωπα νομιμοποιούνται να εισάγουν αίτηση προς ενεργοποίηση των εξουσιών του Συμβουλίου, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από άλλα Άρθρα του Συντάγματος σε σχέση με διαδικασίες δικαστικής φύσεως εις βάρος άλλων αξιωματούχων. Όπως, για παράδειγμα, διαλαμβάνεται στα Άρθρα 44 και 45 αναφορικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπου τη σχετική αίτηση εισάγει ο Γενικός Εισαγγελέας. Το Σύνταγμα της Κύπρου χαρακτηρίστηκε ως το λεπτομερέστερο στον κόσμο (S.A. de Smith "The new Commonwealth and its Constitution" σελ. 285). Αναμενόμενο και λογικό θα ήταν, υπό τις συνθήκες, εάν ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμούσε να καθορίσει συγκεκριμένα και μόνο πρόσωπα ως νομιμοποιούμενα να προσφύγουν στο Συμβούλιο να το έπραττε. Εφόσον απέφυγε τέτοιο καθορισμό, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να διευρύνει το λεκτικό του συγκεκριμένου Άρθρου προς κάλυψη, θεωρούμενων, παραλείψεων».
Σε ό,τι αφορά τα περί ανάρμοστης συμπεριφοράς, που συνοδεύουν την αίτηση για παύση της σχετικής απόφασης του 2017, το Συμβούλιο αναφέρει μεταξύ άλλων πως δεν είναι νοητό - αλλά θα ήταν και άκρως επικίνδυνο για τη λειτουργία του κράτους - να δύναται ο καθένας, είτε κακόπιστα είτε και καλόπιστα, να ενεργοποιεί τέτοιας εμβέλειας συνταγματική πρόνοια για να «ελέγχει» συμπεριφορές είτε του Γενικού Εισαγγελέα, είτε Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τους οποίους το Σύνταγμα στην πραγματικότητα αφαιρεί ακόμη και από τον ίδιο το διορίζοντα αυτούς άρχοντα (Πρόεδρο της Δημοκρατίας), τη δυνατότητα να τους παύει άμεσα και αυτό ως ασπίδα στην προάσπιση της αρχής της ανεξαρτησίας τους.
«Η ανάρμοστη συμπεριφορά, θα γινόταν μ' αυτό τον τρόπο μια εύσχημη μέθοδος «χειραγώγησης» ή προσπάθειας χειραγώγησης εκπροσώπων των πιο πάνω θεσμών, από τυχόν δυσαρεστημένους πολίτες. Αυτό δεν θα οδηγούσε σε προστασία των πολιτών αλλά στην άνευ όρων και ορίων οιονεί ποινικοποίηση του έργου των ανεξαρτήτων αξιωματούχων. Ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να πληγεί με αυτόν τον τρόπο η ανεξαρτησία τους».
Στην απόφαση όμως, αναφέρεται επίσης πως ο πολίτης έχει δικαίωμα καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές αν θεωρήσει ότι μία συμπεριφορά έχει ποινική πτυχή, ωστόσο δεν έχει δικαίωμα αίτησης παύσης ενός αξιωματούχου για ανάρμοστη συμπεριφορά, σημειώνοντας την ίδια ώρα πως ούτε ο Γενικός Εισαγγελέας, ούτε οι Δικαστές, έχουν ασυλία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μονόδρομος το Συνταγματικό κατά πλειοψηφία-Ξανά στο προσκήνιο και ο διαχωρισμός εξουσιών του Εισαγγελέα