«Επειδή εν το είδα πεθαμένο, ξέρω το τωρά τζιαι καρτερώ πως εν να δω ζωντανό το μωρό μου»

«Λαλώ του αξιωματικού, τούτον μωρό μιτσή λαλώ του, εν εδικλείσαν να δουν τον Θεό, τζιαι εγύρισαν να παίξουν το μωρό μου; Ήντα εθέλαν που το μωρό τζιαι επάιξαν το; [...] Λαλώ του εγιώ του γιατρού, μωρό μιτσή πούντο; Επέθανε λαλώ του; Πιάνει με τζιαι μένα ο γιατρός, τζιαι φκάλλει με τζιαμέ έξω, τζιαι δείχνει μου τον ουρανό. Εγιώ ενόμισα πως μου είπε ότι επήρεν το ο Θεός το μωρό. Τζιαι έφευκα με σκοπό ότι το μωρό μου επέθανε».

Αυτά είναι τα λόγια της κας. Μυροφόρας Λοΐζου, μίας γυναίκας που η μορφή της έγινε σύμβολο, ανάμεσα σε τόσες άλλες γυναικείες φιγούρες, που μαρτυρούν τις τρομερές συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Κι αυτό επειδή εδώ και πενήντα χρόνια περιμένει με αγωνία να μάθει νέα για τον γιο της, το Χριστάκη της, που είδε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο, όπου πήγε για να ζητήσει βοήθεια από τους γιατρούς.

Η κα. Μυροφόρα έψαχνε απεγνωσμένα βοήθεια για τον πεντάχρονο γιο της, που τραυματίστηκε από πυρά Τούρκων στρατιωτών. Ένα αθώο παιδί έγινε θύμα των βάρβαρων εισβολέων, που τυφλωμένοι από το μίσος, πυροβολούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Πήγε στο νοσοκομείο που έστησαν οι Τούρκοι, με την ελπίδα ότι θα λάμβανε βοήθεια ο γιος της. Όμως, δεν ήξερε ότι εκείνη ήταν η τελευταία ημέρα που τον έβλεπε, όταν τον έδωσε στο γιατρό για να τον περιθάλψει.

Όταν είδε τον γιατρό να νεύει προς τον ουρανό ως απάντηση στην ερώτησή της για το παιδί της, πίστεψε ότι ο γιος της πέθανε. Τότε, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της και έφυγε από το νοσοκομείο αποκαρδιωμένη... Το μόνο της λάθος ότι δεν ζήτησε να δει το παιδί της πριν φύγει.

Έκτοτε, ζει με την ελπίδα ότι είναι ζωντανός. «Ναι, γιατί είπαν μου εν ζωντανό και εν το είδα πεθαμένο, καρτερώ ότι εν να το δω», λέει η ίδια και τα μάτια της είναι γεμάτα με ελπίδα. Ελπίδα ότι μία μέρα, πριν κλείσει για πάντα τα μάτια της, θα τον δει μπροστά της, ζωντανό.

final foto

Η εισβολή των Τούρκων στο Παλαίκυθρο

«Εμείς ήμασταν εις το σπίτι μας, έσσω μας, στο Παλαίκυθρο. Κατά το δείλις, έρκουνται δυο-τρεις στρατιώτες τζιαι μπαίνουν που την πισινήν πλευρά, όι που την μπροστινή πλευρά του σπιθκιού, αλλά που το περβόλιν. Εμπήκαν τζιαι ήρταν. Είδαμεν τους εμείς, ήρτασιν, είπαμεν τους είσαστεν Τούρτζιοι; Λαλεί όι, είμαστεν Έλληνες, δικοί σας, αν ήμασταν Τούρτζιοι ήταν να ‘ρτουμεν να πυροβολούμεν. Εδώκαμεν τους ρούχα τζιαι αλλάξαν, ήρταν με τα στρατιωτικά. Παττελόνια του Γιώρκου, παττελόνια του Λοΐζου, παπούτσια, κανέναν πουκάμισον, ήταν καλοτζιαίριν τζιαι εν εθέλαν πολλά πράματα. Έφκαλεν τα ο Γιώρκος τζιαι έβαλεν τα μέσα σε μια σακκούλλα, τζιαι πίσω μου ο τοίχος ήταν κιουμουλλά, τζιαι εβάλαμεν τα τζιμέσα, για να μεν έρτουν οι άλλοι έσσω μας τζιαι να τα έβρουν τζιαι να μας κάμουν κακά.

Λαλεί του Γιώρκου τζείνος ο Κλεάνθης, "τες κορούες πού να τες χώσουμεν; ΄Άμαν έρτουν τούτοι οι άτιμοι" λαλεί του, "τζιαι τη γεναίκα σου εν να σου την πιαν, όι μόνο την κόρη σου". Ε εσκέφτην ο Γιώρκος τζιαι ο κουμπάρος ο Λευτέρης, θκυο σπίθκια παράκατω, τζιαι πρώτος ανιψιός του, επειδή έσσω του είσιε τταβάνι πουπάνω το σπίτι, επήραμεν τους τζιπάνω τζιαι εμείναν μαζί του τζιαι εκρατούσαν τζιαι θκυο χειροβομβίδες, τζιαι λαλεί τους "αν έρτουν οι Τούρτζιοι να μας πιαν, εν θα παραδοθούμεν, είσαστε δεχτές; Ναι" είπασιν τζιαι οι θκυό, τζιαι η Κάλλη, τζιαι η Νίκη. Η Κάλλη ήταν δεκατριών χρονών τζιαι η Νίκη δεκαπέντε τζιαι εβάλαν τούντον όρκο.

Εμείς εμείναμε στο σπίτι μας, ήρταν τζιαι κάτι άλλες γειτόνισσες που ήταν μες τον καφενέν τα σπίθκια τους τζιαι εφοούνταν τζιαι εμείναν τζιαι τζείνες τη νύχτα κοντά μας. Που το πρωί, εγύρισεν η μέρα, ήρτασιν άσιλα οι Τούρτζιοι. Επίασην εκκλησιάν τα μωρά τζιαι ήρταν, τζιαι εγώ έμεινα τζιαι εσφουγγάριζα γιατί ήρταν οι αρφάες μου τζιαι οι συγγένισες που το Νέο Χωρκό τζιαι εμάχουμουν να τους κάμω φαΐ να φαν, τζιαι εν επήα, γιατί ήμουν τζιαι με την περίοδο μου.

Κατά το μεσομέρι, έντεκα η ώρα, έρκουνται Τούρτζιοι στρατιώτες, να μας παίξουν τζιαι καλά. Εγιώ με τη Γιάννα, το Χριστάκη, τζιαι την Αγγέλα της Παντελίτσας, έπια τα μωρά τζείνα τζιαι είχαμε μια αποθήκη γεμάτη σιτάρι, επειδή εγιωργκίσαμεν πολύ, έτσι ήταν τζιαι τα σπίθκια του πεθερού μου, γεμάτο κλιθάριν. Μπαίνουν οι στρατιώτες έσσω, εφέραν τζιαι ένα άλλο συγγενή τους που το Νέο Χωρκό τζιαι ήταν άρρωστος τζιαι έπεφτεν. Μπαίνει ο στρατιώτης μέσα τζιαι ήταν να το παίξει τζιαι καλά. Λαλεί του ο Γιώρκος, εν άρρωστος μάνα μου, εν άρρωστος. Ελαλούσαν του "άνου πάνω που το κρεβάτι", αλλά τζείνος εφοάτουν τζιαι εν εσηκώνετουν. Εκράτεν τζιαι ο άντρας μου πάνω του εκατό-θκιακόσιες λίρες κάπου τόσα, τζιαι έφκαλεν τα που την πούγκα του τζιαι έδωκε τους τα. Εσταθήκαν τζιαι τα μωρά ούλλα, εφκάλλαν τα ρολόγια τους για να τους τα δώκουν, ότι είχαν πάνω τους, βραχιολούθκια εφκάλλαν τα και εδιούσαν τους τα και ελαλούσαν μεν μας σκοτώσετε. Λαλεί τους ο Γιώρκος, "Αλλάχ, Αλλάχ, Θεός πουπάνω, μωρά, τζιτζικλαρούθκια", ήντα που τα λαλούν στα τούρτζικα. Ήρτεν τζιαι ο Γιώρκος ποτζεί, τζιαι ήβρεν με με τα μωρά, λαλεί μου "έλα να φκούμε δαμέ έξω τζιαι κάπου εν να μας πάρουν".

Εβάλαν μας ούλλους τζιαι επήραν μας στο σκολείο. Στο σκολείο, τζείνοι που ήταν στρατιώτες τζιαι νέοι, επιάσαν τους τζιαι εφύαν, αλλά τον άντρα μου εν τον έπιασαν. Εκάθετουν τζιαι ήρταν τα μώρα ούλλα τριγύρου του, τζιαι η Γιάννα, τζιαι η Ειρήνη, τζιαι ο Χριστάκης. Είπαν όσοι έχουν σπίθκια, να παν στα σπίθκια τους, όσοι εν έχουν σπίθκια να παν στο σκολείο, τζιαι να μείνουμεν να τους γλέπουμεν για να μεν τους σκοτώσουν οι άλλοι».

7d1e693d-ae95-4528-ba52-33f2214b8f60

Ο τραυματισμός του Χριστάκη

«Εμείς αφού είχαμε σπίτι, ηξέραμεν πως είσιεν να έρτουν ύστερα πάλε τζιαι να κάμουν κακουργήματα. Επήαμε έσσω μας, εμείναμεν καμιά-θκυο μέρες. Σηκωνούμαστεν που το πρωί, οι γέροι αφήκαν το κοπάδι τους μες τα τούρτζικα, γιατί ήβραν τους τα μωρά πριν ένα μήνα που ήρταν που το Δίκωμο που ποτζί. Λαλούν του Γιώρκου "να πάεις να μας τανίσεις να γαλέψουμε τα κτηνά". Ε, ο φτωχός ο Γιώρκος λαλεί τους "εν τζιαι ξέρω να γαλεύκω, αλλά να σας τα κρατώ νάκκον τζιαι να τα γαλεύκετε εσείς". Ο Χριστάκης ο μιτσής, λαλεί "να πάω τζιαι εγώ με τον παπά μου", γιατί η ζωή του τζιαι η ψυσιή του ήταν ο παπάς του, έθελε να κρατεί το ποδήλατο τζιαι να τον γυρίζει.

Εν εφτάσασιν να πάσιν τελικά, αρκέψαν σιηπεθκιές. Πιάνω τζιαι γω τα μωρά μου με τη γειτόνισσα με τον άντρα της, τζιαι επήαμεν ποτζί που εν του μουλλά, το τούρτζικο το σπίτι τζιαι εμπήκαμεν τζιαι χωστήκαμεν κάτω που τους τροχούς. Είσιεν τροχούς που έβαλαν κριθάρι τζιαι σιτάρι μέσα τζιαι χωστήκαμεν τζιμέσα. Παίξε παίξε σιηπεθκιές, ακούαμεν τες. Ακούαμεν τζιαι παρπατισιές. Ποιος εν που είσιεν ψυσιήν να φκει να δει ποιοι ένει; Οι γέροι όσον τζιαι ακούσασιν τις σιηπεθκιές τζιαι τούτα ούλλα, "να πάμεν έσσω Γιώρκο" λαλεί του αντρός μου, "τζιαι εν να φοηθεί η γυναίκα τζιαι τα μωρά τζιαι να πάμεν". Λαλεί τους ο Γιώρκος ο φτωχός, μινίσκουμεν δαμέ εμείς τζιαι εν τούρτζικα παράμερα. Έμεινεν τζιαι μια Τουρκού μαζί μας μέσα, τζιαι είχαμεν την εμείς, τζιαι είπε τους ότι έχουμε τζιαι τη γειτόνισα ο Γιώργκος για να μείνουμεν. Όι να παμεν έσσω, να πάμεν έσσω, ε ήρταν έσσω.

Εγιώ άκουσα τες περπατησιές, αλλά ποιος εν που είσιεν την τόλμη να φκει έξω να δει; Εν οι δικοί μας, εν Τούρτζιοι; Εν εφκήκα εγώ, έμεινα κάτω με τα μωρά. Είχα την Ειρήνη τζιαι τη Γιάννα. Τη Νίκη τζιαι την Κάλλη, τις είσιεν πάνω στο σέντε ο Κλεάνθης. Οι γέροι ήρταν πρώτα τζιαι το μωρό μιτά τους. Ο Γιώρκος έμεινε λλίο πιο πίσω για να ρτει τζιαι πάει να μπει του περβολιού, ακούει τες σιηπεθκιές, τζιαι εχώστηκεν μέσα στο περβόλιν. Άμαν τζιαι εσύραν κάμποσες σιηπεθκιές, τζιαι εφύαν επήεν έσσω. Ο γέρος ο Πέτρης, πληγωμένος πάνω στο μερί. Ο γέρος ο Ηλίας, εφόρεν κάτι ρούχα που του έφερεν ο γιος του άπαννα, τζιαι εφόρησεντα, τζιαι ενομίζαν εν αξιωματικός, επαίξαν τον έφαντον, εν είπε μανά. Το μωρό, ο Χριστάκης μου, επήεν έμπηκεν σιγά-σιγά μες την κουζίνα, τζιαι εμπήκεν κάτω που την τραπεζαρία, για να χωστεί, μα τα πόθκια του εφαίνουνταν. Εσύραν του τζιαι τζίνου μια σιηπεθκιά, τζιαι έφαντην πας το πόι. Εσύραν τζιαι καμπόσες σιηπεθκιές μες το σιτάρι λαλεί ο γέρος, γιατί ενομίσαν ήταν τζιμέσα ούλλοι, τζιαι εφύαν.

Μπαίνει ο Γιώρκος έσσω να με έβρει, εν με έβρισκε, πάει στη Χρυσταλλού εν με έβρισκε, αλλά έκοψε το ο νούς του ήρτε ποτζί που εν του μουλλά, ήβρε με. Εγιώ σάμπου τζιαι είσιεν να σταματήσει η καρδία μου τζίντην ώρα που τον φόο μου. "Έλα να πάμεν να πιάεις το μωρό" λαλεί μου, "να το πάρεις στον γιατρό τζιαι εσού είσαι η γεναίκα, μεν φοάσε, εν σου κάμνουν τίποτε". Πιάνω τζιαι γιω το μωρό, εσσιέπασα το, τζιαι επήρα το στο σχολείο που ήταν οι αξιωματικοί οι μεγάλοι. Όσπου να πάω, πέρκει να εσύραν τζιαι σσίλιες σιηπεθκιές που το σπίτι μου ως το σχολείο. Λαλώ του αξιωματικού, "τούτον μωρό μιτσή, εν εδικλείσαν να δουν τον Θεό, τζιαι εγύρισαν να παίξουν το μωρό μου; Ήντα εθέλαν που το μωρό τζιαι επαίξαν το;". Αν ήταν τζιαι Τούρκος αξιωματικός, έκλαιε που είδεν το μωρό. "Γλήορα ελάτε εμπάτε στο αυτοκινήτο", λαλεί μου τζιαι να ρτει τζιαι μια άλλη μαζί μου στο αυτοκίνητο για να μεν πάω μόνη μου, για να πάρουμε το μωρό στον γιατρό.

Ήρτε μια Αντρουλλού που το Τραχώνι μαζί μου, τζιαι εμπήκαμε τζιαι επήραν μας στο Νέο Χωρκό. Αφού μας επήραν τζιαμέ, εκάμαν πρώτες βοήθειες του μωρού τζιαι ο γιατρός είπε να πάμε σε άλλο γιατρό. Μπαίνουμε μες το αυτοκίνητο, ένας στρατιώτης ήταν φίλος του Αριστοκλή τζιαι έξερεν τον, τζιαι άμαν τζιαι έμπηκα τζιαι γιώ μεσα, λαλεί μου "μεν φοάσε, εν να γιάνει το μωρό σου". Εφερτήκαν μου με τον καλλύτερο τους τρόπο. Επήαμεν στο Δίκωμο, που ήρτεν ένας Τούρκος που έγλεπε τους δικούς τους τζιαχαμέ στον στρατό τζιαι άρπαξε το μωρόν που τ’ αγκάλια μου τζιαι κράτεν το τζιαι ττακκούραν με πας τον ώμο τζιαι ελάλε μου "μεν κλαίεις, τζιαι μωρό σου να γιάνει, μεν κλαίεις".

Επήραμεν το μωρόν εξέτασε το ο γιατρός, ερωτήσαμεν τι έσσιε, τίποτε εν έσσιει λαλεί, "θέλει ένα μήνα να γιάνει το μωρό τζιαι να σου το δώκουμεν". Εγονάτισα τζιαι γιω έτσι χαμέ, τζιαι είπα "Θεέ μου, Γριστέ μου, τζιαι αν εν αλήθκεια που μου λαλούν τζιαι εν να γιάνει το μωρό μου τζιαι να μου το φέρουν, εν ολόγρισο που θα το κάμω τζιαι θα σου το πέψω". Είσιεν αστυνομικό τζιαμέ τουρκοκύπριο, τζιαι λαλούν του ήντα που κάμνει, τζιαι απάντησε τους, κάμνει τον σταυρό της η γυναίκα».

Ήταν η τελευταία φορά που είδε τον γιο της...

«Πιάνουν το που τζιαμέ το μωρόν, για να πάμεν αλλού. Πάμεν άλλο τόπο, μια αίθουσα όπως εν το σινεμά, γεμάτη στρατιωτικές καρκολούες, με τες πατανίες του στρατού. Ήταν το σινεμά τζιαι εκάμαν το στρατόπεδο, τζιαι εβάλαν τους μέσα, εν ηξέρω τι ήταν. Είσιεν ένα ηλιακό και εβαλάν το μωρό μου τζιαι έπεσεν πάνω στον ηλικιακό. Εφέραν μου φατζί για να φάω τη νύχτα. Το μωρό μου έκλαιε. Λαλώ του "μάνα μου Χριστάκη μου τι έσιεις γιατί κλαίεις; Θέλεις να σου βάλω τζιαι εσένα να φάεις;". "Όι, να φάεις εσύ μάμμα" λαλεί μου, "τζιαι εγιώ εν θέλω, θέλω τον παπά μου, θέλω τη Γιάννα μου, θέλω τη Μαρία μου", που ήταν η κορούα της κουνιάδας μου.

Σαν ήμουν τζιαμέ τζιαι εστέκουμουν μιτά του μωρού, παρατηρώ το σσιερούι του είσιεν γαίμαν. Κύριε ελέησον λαλώ, που εβρέθηκεν το γαίμα τώρα. Φωνάζω της νοσοκόμας, ήρτε βουρητή. Δείχνω της το γαίμα, ευτής είπεν το τους γιατρούς. Έρκουνται δυο γιατροί, που τζιαχαμέ… Εγιώ μόλις είδα το γαίμα, λαλώ "Απαναγιά μου τζιαι επαράδωσε το μωρό μου, εν έσσιει μωρό". Να σταθώ στα πόθκια μου εν εμπορούσα, να φιρτώ εν εφίρτικα, αλλά έπεσα του μάκρου και του πλάτου. Σαν έπεφτα λαλώ, "άνοιξε τα μάθκια σου, τζιαι δε ήντα που κάμνουν". Αννοίω τα μάθκια μου, θωρώ τον ένα τον γιατρό με το οξυγόνο μπίει του το στη μούττη, τζιαι τον άλλο με τη γάζα ετύλιεν το ποούι του.

Επιάαν με σιέρκα πόθκια οι θκυο οι γιατροί που ήταν πουπάνω που το μωρό μου, τζιαι επήραν με τζιαι εβάλαν με τζιαι έπεσα σε μια κάμαρι που εχώρεν θκυο καρκολούες. Εν τζιαι έφτασα να πέσω να περάσει μισή ώρα, εφέραν τη Γιαννούλλα του Λιασή γυμνή, η ράσιη της όπως εν το κόσσινο που τις τρύπες, έτσι ήταν πλουμισμένη. Είσιεν ένα μωρό ούλο ούλο, τζιαι επαίξαν της το τζιαι επέθανε το μωρό. Η μάμα της, τα αδέλφια της, οι παππούες, οι γιαγιάες, επέθαναν ούλλοι. Εικοσιτέσσερα άτομα που σκοτώσαν. Τζείνη λαλεί τους "εγιώ λεφτά κρατώ πολλά, τζιαι Αγγλία να με πάρετε να γιάνω. Ο άνδρας μου με αν εν ζωντανός ξέρω, με αν εν πεθαμένος, η μάμα μου, τα αδέρκια μου, σκοτώσαν τα οι Τούρτζοι" λαλεί τους, "τζιαι επέθαναν. Είχα τζιαι ένα μωρό τζιαι εσκοτώσαν μου το τζιαι τζείνο" λαλεί τους. Άμαν τζιαι άκουσα εγώ τη Γιαννούλα που είπεν τούντα λόγια ούλλα, λαλώ "ρε τούτη ο άνδρας εν ξέρει αν ζεί και το κορμί της εν γεμάτο σφαίρες τζιαι θέλει να ζήσει, εγιώ που έχω τζιαι τον άνδρα μου τζιαι τα μωρά μου τα άλλα, εν θα ζήσω τζιαι να παρηγορηθώ πάνω τους τζιαι να ζωντανέψω;". Είπα "δοξάζω σε Θεέ μου, ως τζιαι μες τα μαύρα όροι που ήρτα, έπεψες πλάσμα δικό μου να με δει;". Εξημέρωσε ο Θεός, Κυριακή, εφέραν μου μπάμια με το κρέας να φάω. Με φαΐ ήθελα με ζουμί. Λαλεί μου "εν θέλεις να ζήσεις να πάεις στον άνδρα σου τζιαι στα παιθκιά σου; Γιατί να μεν φάεις;" λαλούν μου. "Αν μεν φάεις, εν σε φεύκουμεν". Λαλώ του εγιώ του γιατρού, "μωρό μιτσή πούντο; Επέθανε;" λαλώ του. Πιάνει με τζιαι μένα ο γιατρός, τζιαι φκάλλει με τζιαμέ έξω, τζιαι δείχνει μου τον ουρανό. Εγιώ ενόμισα πως μου είπε ότι επήρεν το ο Θεός το μωρό. Τζιαι έφευκα με σκοπό ότι το μωρό μου επέθανε.

Είσιεν τζιαι ένα αστυνμικό δικό μας τ/κ, λαλεί μου κυρία είμαι το τάδε όνομα, τζιαι αν με χρειαστείς καμιά φορά ζήταμε. Ήταν ένα όνομα ασυνήθιστο, που εν το θυμούμε. Ήταν ένας ψηλός λεβέντης, ξανθός, που ούτε που καταλάβετουν πως ήταν Τούρκος. Λαλώ μόνη μου, το μωρό μου επέθανε, τον Τούρκο ήντα να τον κάμω τζιαι να τον γυρέψω. Βάλλουμε την Γιαννούλα του Λιασή μες το αυτοκίνητο, μπαίνω τζιαι εγιώ να την πάρουμε στο νοσοκομείο το τούρτζικο. Κατά που μπαίνουμε μες το νοσοκομείο, εβρέθηκε ο γιος του Τζαπάτζαπα. Ένας Τούρκος χωρκανός μας που το Παλαίκυθρο. Όσον τζιαι είδεν με εκατάλαβεν με. "Εσού εν είσαι γυναίκα του Γιώρκου;", λαλώ του ναι. Τούτη λαλεί μου "ήντα που σου ένει; Εν κόρη σου, εν αρφή σου, ήντα που ένει;". Λαλώ του τζιαι εγιώνι "όι εν χωρκανή μου". "Ε ήνταλως ήρτατε μαζί;", λαλεί μου. Έκαμα του την ιστορία του μωρού μου, τζιαι λαλεί μου "τωρά μωρό σου που ένει;". Ε επέθανε λαλώ του. "Είδες το εδείξαν σου το;", λαλεί μου. Με εδείξαν μου το λαλώ του, με εκίαρα να το δω το μωρό μου πεθαμένο. Έφυα με σκοπό ότι εν να γιάνει και εν να μου το φέρουν.

Λαλεί μου ένας αστυνομικός, "κυρία στάθου να σε φκάλουμε μια φωτογραφία". Εστάθηκα τζιαι εγώ τζιαι εφκάλαν μου την, εν τζιαι ήξερα όμως τίποτε. Ύστερα όμως που το ελάλουν τους άλλους, λαλούν μου "φωτογραφία εφκάλαν σου, αν γιάνει το μωρό σου να σου το δώκουν τζιαι να ξέρουν ποια εν η μάμμα του μωρού". Βρίσκουμε τζιαι τα θκυο κοπελλούθκια του Λιασή που εζήσασιν με τις σφαίρες, μες το νοσοκομείο που τους επήραν. Εμέναν να με φέρουν έσσω μου που να μείνω; Ήθελα να πάω έσσω μου, που εν ο άντρας μου, που εν τα μωρά μου, τζιαι να μεν με σκοτώσουν τζιαι μένα. Έτσι επήραν με έσσω μου. Ήταν τρεις νοματοί. Έτσι παρηγόρηση που είχα, αγάπησα τους, σαμπού τζιαι ήταν αδέρκια δικά μου, όι Τούρτζοι. Τόσο καλό τρόπο είχασιν που με εφέρναν».

Η επιστροφή στην οικογένεια

«Πάμε έσσω, εν είσιεν κανένα. Πάω στη Χατζηβασσού εν ήταν, πάω στη Χρυσταλλού εν ήταν, λαλώ τους πομείνετε να με παρέτε ποτζεί που μου είπετε ότι έσσιε τζιάλλους Χριστιανούς να μείνω, τζιαι ποδά εσκοτώσαν τους ούλλους, εν έσσιει κανένα. Να σε πάρουμεν λαλούν μου.

Σαν με επαίρναν, λαλώ τους "ρέσσουμε που το σκολείο να δούμε". Ερέξαμεν τζιαι επήραν τους ούλλους στο σκολείο. Ήβρα τζιαι τον Γιώρκο, ήβρα τζιαι τα μωρά, τζιαι τες κόρες μου, αλλά εν εκίαρα να πω του Γιώρκου ότι το μωρό επέθανε. Είπα του ότι είπαν μου θέλουν ένα μήνα να γιάνει τζιαι να μου το φέρουν. Λαλεί μου ήντα εφόρισες τούτα τα ρούχα; Γιατί που ήρτα έσσω εγιώνι, είσιεν η κόρη μου ποθκιές του σχολείου που φορούσαν μπλε και έπιασαν μια που λλόου της τζιαι φόρησα, τζιαι έφκαλα τζίνα που εφόρουν τα κλαδωτά. Λαλώ του μετά όι εν επέθανε. Ρωτά με η Χρυσταλλού, μια άλλη γειτόνισσα, λαλώ της επέθανε το μωρό. Λαλεί μου εδείξαν σου το; Λαλώ της όι. Λαλεί μου άμαν εν σου το εδείξαν το μωρό εν επέθανε, το μωρό εν ζωντανό. Αν επεθάνισκε λαλεί μου, με το ζόρι είσιεν να σε να πάρουν να το δεις ότι επέθανεν, άμαν εν σε επήραν, το μωρό εν ζωντανό. Χάτε ποιον εμείς. Μηνύματα με τον Ερυθρό Σταυρό. Τζιαι το λάθος μου ήταν που το μωρό εν το έγραψα, έγραψα τα άλλα μωρά μου, αλλά τον Χριστάκη εν τον έγραψα. Λαλώ αφού μωρό εν έχω, εν να γυρεύκω μωρό που λλόου τους;

Ενώ εάν έγραφα το μωρό στον Ερυθρό Σταυρό, τζιαι άρρωστο να ήταν, θα έκαμναν ότι ήταν να κάμουν για να μου το εφέρναν. Μηνύματα, χαμπάρκα, του κουμπάρου μας, κάμε ότι κάμεις για τον Γιώρκο λαλώ του, τζιαι μωρό εν έσιει, το μωρό επέθανεν. Την ίδια ημέρα λαλεί, πιάνω θκιο χαρτιά που τον Ερυθρό Σταυρό. Ένα για μένα, έγραφε επέθανε. Πιάνει ένα που τη Νίκη, έγραφε εν άρρωστο και στο Νοσοκομείο. Ύστερα που κανένα μήνα εφκάλαν μας που ποτζεί, ήρταμεν ποδά, πήαμεν στον καταυλισμό του Λευκαρίτη, εμείναμεν μες τα τσιατίρκα. Πήεννε τζιαι έλα δυο φορές τη βδομάδα στον Κληρίδη, κάθε φτομά, για να μάθουμε νέα του μωρού».

79ae3ac4-23f6-45b6-a670-dfa7dd609331

Κανένα νέο από τότε

«Το μόνο πράμα που μου είπαν εμένα τζιαι έχω παριωρκά, ύστερα που επέθανε η Γιάννα μου τζιαι επήαμεν τζιαι εκάμαμεν τις σαράντα τις με τον παππού της, γιατί τζιαι ο παπάς μου εν την ίδια μέρα που πέθανε, επήα τζιαι ήβρα τον Κληρίδη, τζιαι λαλώ του αν νομίζεις ότι επέθανε το μωρό μου να μου το πεις, να μεν πιέννω τζιαι να ρκουμε τζιαι να το γυρεύκω, τζιαι εν να ξέρω ότι εν ένα αγγελούι τζιαι μαζί με τη Γιάννα εν να παίζουν, γιατί ήταν αγαπημένα τούτα τα θκιο τα μωρά. Έκαμε μου το σσιέρι του και λαλεί μου που τη στιγμή που σου είπαν ότι το μωρό εν ζωντανό, τζιαι να γιάνει τζιαι θα σου το φέρουν, εν μπορώ τωρά να σου πω μεν έρκεσαι να το γυρεύκεις τζιαι εν πεθαμένο. Αυτό εν μπορώ να το κάμω. Κρυφά που λλόου μου, επίεννε η μάμα μου που καθόταν στον Άγιο Δομέτιο τζιαι έβρισκεν τον. Κύριε Κληρίδη ελάλεν του, αν επέθανε το μωρό πε μου το εμένα που είμαι γιαγιά του, τζιαι εγώ με τρόπο εν να το πω της κόρης μου, για να μεν πιένει τζιαι να ρκετε».

Ζει με την ελπίδα ότι είναι ζωντανός

«Ούλλα τούτα τα γρόνια ζω με την ελπίδα ότι εν ζωντανός, γιατί είπαν μου εν ζωντανό και εν το είδα πεθαμένο, καρτερώ ότι εν να το δω. Όπως έμαθα με πολλά παρακάλια και πολλά βούριστρα, ο γιατρός που το παρατήρησε το μωρό και είπεν εν καλό, είσιεν αξιωματικό ανιψιό τζιαι εν είσιεν μωρά. Τζιαι είπεν του ρε αν έβρεις κανένα μωρό του πολέμου δυο-τριών χρονών, φέρμουτο τζιαι κάμνει μου. Λαλεί του τζίνος, έχω ένα μωρό που εν πέντε. Ε φέρμουτο λαλεί του, τζιαι έδωκε του το. Το μωρό έπιασε το η γυναίκα του τζιαι που εζήτουν εγιώ που τον Ερυθρό Σταυρό να μου το φέρουν, διότι δεν είναι στα Άδανα που ήταν, αλλά επήραν το στην Άγκυρα. Τζιαι έπιασε το η γυναίκα τζιαι ανάγιωσε το, τζιαι είπαν του μωρού οι δικοί σου ούλλοι εσκότωσαν τους τζιαι εν εσιεις κανένα. Έκλαιε το μωρό ήθελε μάμα, ήθελε παπά, ήθελε τα αδέρκια του. Που τον τζιαιρόν που ήταν πέντε χρονών, επιάσαν το μωρό τζιαι εγεμώσαν τα μυαλά του ότι εσκοτώσαν τους ούλλους, εν έχει κανένα τζιαι είπαν του ότι μάμα και παπάς τζίνοι ήταν. Αναγιώθηκε με τζίντην ιδέα».

-Θεωρείτε ότι ο Χριστάκης ζει στην Τουρκία;

«Ναι στην Άγκυρα. Έπιασεν το ο γιατρός που το έγιανε, τζιαι επήρεν το. Εγυρέψαμεν το ποτζεί με τον Ερυθρό Σταυρό, αλλά πιάνουν τα τζιαι φεύκουν άμαν τα γυρέψουμεν. Τούτο που μου είπαν είναι ότι ο Θεός εν μεγάλος τζιαι για λλόου μας τζιαι για λλόου τους, να μεν απελπίζουμε. Ο Τούρκος ο ίδιος επαρηγόρανμε».

-Αν είχατε μια επιθυμία, ποια θα ήταν αυτή;

«Να πάω να το δω, όπου τζιαι να είναι. Αν εν τζιαι στην Άγκυρα, να παρηγορηθούμε. Ήταν ένα μωρό έξυπνο, τετραπέρατο. Τριών χρονών μωρό, τζιαι είδε το Θεό πως εν να βρέξει, τζιαι επίεν πίσω που το σπίτι μας που εν οι οι ελιές να φκάλει το παλλούτζι να βάλει έσσο τις αίγιες, γιατί θα έβρεξε τζιαι θα μούσσιεφκε το τσουρούι του».

-Αν σας άκουγε τώρα, τι θα θέλατε να του πείτε;

«Να τον βάλω μες τα αγκάλια μου, να τον φιλήσω τζιαι να κλαίω. Εν το ξιχάννω το μωρό μου, εν το ξιχάννω. Τζιαι ο άνδρας έσσιε καμόν πολλή, τζιαι ο άνδρας. Γιατί ήταν ένας άνδρας που όπως ήμουν χαρτωμένη, τις αγάπες που μου είσιεν, ως την ημέρα που χαθήκαμεν, είσιεν με αγαπημένη».

Δειτε Επισης

Αυτοί είναι οι αριθμοί που κερδίζουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ στο Τζόκερ
Η Μαριλένα Αθηνή στην προεδρία του κοινοτικού συμβουλίου Μαλλιάς
Με είκοσι οκτώ γυάλινα ποτήρια έσπασε τα ρεκόρ Γκίνες ο χορευτής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Ευθύνες στον Συντονιστή αποδίδει ο ανάδοχος Μηχανικός του έργου για αλιευτικό καταφύγιο και ποταμό Λιοπετρίου
Έντονα καιρικά φαινόμενα σε πολλές περιοχές της Κύπρου-Σε πλήρη ετοιμότητα η Πυροσβεστική
Σε κλοιό κακοκαιρίας η Κύπρος-Καταιγίδες και χαλάζι στο καιρικό μενού
Σε διαβούλευση η αναθεωρημένη Εθνική Στρατηγική για την κλιματική αλλαγή-Στο Υπουργικό τον Μάρτιο του 2025
Σε ντόμινο εξελίσσονται οι ακυρώσεις συμβάσεων σε μεγάλα έργα-Πληρώνει τα σπασμένα της πρώην η νυν Κυβέρνηση
Η ακρίβεια φέρνει αύξηση στα ασφάλιστρα για εργατικά ατυχήματα-Οι αλλαγές που προωθούνται
Ξύρισαν τα μουστάκια τους για το Μovember Cyprus στη Λεμεσό