Κατσάδα Δικαστηρίου σε Αστυνομία για κύκλωμα διακινητών-Ενάμιση μήνα δεν πήραν ούτε μια μαρτυρία
Ντίνα Κλεάνθους 06:00 - 27 Οκτωβρίου 2023
Την ώρα που αποτελεί παραδεκτό πως σε σχέση με τις μεταναστευτικές ροές θα πρέπει να χτυπηθούν από τη ρίζα τους κυκλώματα που θησαυρίζουν σε βάρος μεταναστών και πιέζουν όλο και περισσότερο το σύστημα της Κύπρου, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαχειριστή την κατάσταση, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου να απορρίψει το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης των δέκα προσώπων που συνελήφθησαν ως ύποπτοι για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης για την μεταφορά αλλοδαπών έναντι αμοιβής, όπως αναφερόταν σε αστυνομική ανακοίνωση, έρχεται να φέρει προ των ευθυνών της την ίδια την Αστυνομία.
Και αυτό διότι, όπως κατέληξε στην απόφαση του Δικαστήριο, ενώ διαβιβάστηκαν από τις αρχές Σεπτεμβρίου πληροφορίες στην Αστυνομία για τους υπόπτους ως μέλη κυκλώματος διακίνησης μεταναστών και ενώ σε βάρος τους οι ανακριτικές αρχές δήλωσαν πως προκύπτει εύλογη υπόνοια για σύνδεση τους με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, η Αστυνομία δεν αξιοποίησε τις εν λόγω πληροφορίες και δεν προέβη σε ενέργειες ώστε να εξασφαλίσει μαρτυρίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία της Αστυνομίας, πως από τις 4 Σεπτέμβριου 2023 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 2023, δεν λήφθηκε ούτε και μια μαρτυρία, με την Αστυνομία, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση, να επικεντρώνεται στις καταδίκες των υπόπτων, τις φορολογικές τους δηλώσεις και την επιβεβαίωση των προσωπικών τους στοιχείων.
Αποτέλεσμα, το Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα της Αστυνομίας για προσωποκράτηση των υπόπτων, στο οποίο έφεραν ένσταση οι συνήγοροι υπεράσπισης τους, Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, Ηλίας Σατολιάς, Γιώτα Σιαηλή, Γεωργία Παπασάββα και Χρήστος Δημητρίου, κουνώντας παράλληλα το δάκτυλο του στις ανακριτικές αρχές, ως προς την μη διερεύνηση των πληροφοριών με σκοπό την εξασφάλιση μαρτυρίας, αφού δεν κατάφεραν να αποδείξουν την σύνδεση των συλληφθέντων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην απόφαση του, μεταξύ άλλων ανέφερε πως:
«Σε ότι αφορά το κριτήριο της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας για σύνδεση των υπόπτων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα παρατηρώ τα εξής. Το τεκμήριο αρ.2, προέρχεται από συγκεκριμένη αστυνομική υπηρεσία και καταγράφει πληροφορίες αναφορικά τόσο με τα ύποπτα πρόσωπα όσο και με τα καταζητούμενα. Αυτές φέρουν τα ύποπτα πρόσωπα να συνεργάζονται με τον άλφα ή βήτα τρόπο με τον 1ο καταζητούμενο, και επικεφαλής του κυκλώματος διακίνησης μεταναστών. Διερχόμενος αυτού, παρατηρώ ότι περιέχονται και κάποιες πληροφορίες που προέρχονται από διαφορετική αστυνομική υπηρεσία, οι οποίες φαίνεται λήφθηκαν εντός της επίδικης περιόδου μόνο αναφορικά με τον 1ο και 6ο ύποπτο. Τόσο όμως το περιεχόμενο αυτών των πληροφοριών, όσο και της συγκεκριμένης υπηρεσίας, αναφέρεται στον τρόπο δράσης του κυκλώματος χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε οποιοδήποτε περιστατικό. Για τους δε υπόλοιπους υπόπτους γίνεται μια γενική και αόριστη αναφορά σε εμπλοκή τους στο κύκλωμα, αποδίδοντας τους κάποιο ρόλο. Ομοίως και στο τεκμήριο 3 γίνεται μια συνοπτική καταγραφή προσωπικών στοιχείων των υπόπτων, χωρίς όμως και πάλι οποιαδήποτε χρονική ή τοπική διασύνδεση με την κατ' ισχυρισμό χρονική περίοδο διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων».
Παράλληλα, το Δικαστήριο, σε πιο έντονο ύφος, συνεχίζει λέγοντας πως:
«Το πιο εκπληκτικό όμως δεδομένο είναι το εξής. Σύμφωνα με το μάρτυρα της Αστυνομίας ενώ διαβιβάστηκε η περισυλλογή πληροφοριών για τα ύποπτα πρόσωπα όσο και για τους καταζητούμενους, αρχικά στην ΥΑΜ και ακολούθως το 2023 στο ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείο, καμία ενέργεια δεν έγινε προς την κατεύθυνση επιβεβαίωσης των πληροφοριών, είτε υπό τη μορφή λήψης σχετικής μαρτυρίας είτε να τύχουν διερεύνησης από την ίδια την αστυνομία. Περαιτέρω δεν έχει διευκρινιστεί από ποια πηγή προήλθε η πληροφορία αυτή καθ' εαυτή, αν δηλαδή είναι αποτέλεσμα ερευνών της αστυνομίας ή αν την παρείχε τρίτο πρόσωπο. Ο ίδιος ο μάρτυρας της αστυνομίας δέχθηκε ότι δεν γνώριζε από πού αντλήθηκαν οι συγκεκριμένες πληροφορίες, ενώ επίσης δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως αυτές επιβεβαιώθηκαν. Στηρίχθηκε αποκλειστικά στο δεδομένο ότι εφόσον το σύνολο τους προήλθε από την αστυνομία έγινε και επιβεβαίωση τους. Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ. Μετά την εν τέλει διαβίβαση των πληροφοριών, στο ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου την 04.09.2023, αντί οι ενέργειες του συγκεκριμένου τμήματος να επικεντρωθούν στη διασφάλιση της εγκυρότητας των πληροφοριών, κρίθηκε προτιμότερο να διεξαχθεί έρευνα για τυχόν προηγούμενες καταδίκες των υπόπτων, τις φορολογικές τους δηλώσεις και την επιβεβαίωση των προσωπικών τους στοιχείων. Με αποτέλεσμα μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης την 23.10.23 να μην υπάρχει ούτε μια κατάθεση στο φάκελο της υπόθεσης».
Σε σχέση με τον ανακριτή της υπόθεσης που βρέθηκε ενώπιον Δικαστηρίου και κλήθηκε να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από τους συνήγορους υπεράσπισης, το Δικαστήριο στην απόφαση του, ανέφερε πως «ήταν εμφανής η δύσκολη θέση που περιήλθε», αφού δεν ήταν σε θέση να απαντήσει.
Όπως ανέφερε το Δικαστήριο:
«Ο μάρτυρας στις σχετικές επίμονες ερωτήσεις των συνηγόρων των υπόπτων, επαναλαμβάνοντας συνεχώς ότι παρέλαβαν, ως Αρχηγείο, το σύνολο ή συμπέρασμα των πληροφοριών στις 04.09.2023. Πληροφορίες λοιπόν παραλήφθηκαν και σε πληροφορίες βασίστηκε η υπό κρίση αίτηση, οι οποίες μάλιστα δεν φαίνεται να έχουν καταχωρηθεί σε οποιοδήποτε μητρώο ή να έγινε οποιαδήποτε διαβάθμιση τους όπως επισήμανε και η συνήγορος του 4ου υπόπτου. Απογυμνωμένες πλήρως από οποιαδήποτε ενοχοποιητικά στοιχεία, εφόσον καμία μαρτυρία και κανένα στοιχείο δεν συνδέει τα πρόσωπα αυτά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα».
Ροή πληροφοριών
Επιπρόσθετα, στην απόφαση του το Δικαστήριο, καταγράφει τα όσα τέθηκαν ενώπιον του από τον ανακριτή της Αστυνομίας, ο οποίος ανέφερε πως από τον Ιούνιο του 2019 μέχρι και πρόσφατα, υπήρχε «σποραδική ροή πληροφοριών για τους υπόπτους και τα καταζητούμενα πρόσωπα», των οποίων γινόταν αξιολόγηση, ανάλυση και προσπάθεια αξιοποίησης της κάθε πληροφορίας.
Όπως είπε, αυτές διαβιβάζονταν στην ΥΑΜ από συνεργαζόμενες υπηρεσίες της Αστυνομίας και «η, παράνομη δράση των υπόπτων επιβεβαιώθηκε μέσω των συνεντεύξεων που λήφθηκαν από τους παράτυπους μετανάστες που έφθασαν παράνομα στην Κύπρο από μη ελεγχόμενα σημεία».
Τα πρόσωπα αυτά ανέφεραν ότι κατέβαλαν συγκεκριμένα ποσά για τη εν λόγω μεταφορά τους, αποτεινόμενοι στο υπό αναφορά παράνομο κύκλωμα.
Σε ότι αφορά τα τεκμήρια που εντοπίστηκαν κατά τις έρευνες στις οικίες ή στα οχήματα των υπόπτων, το Δικαστήριο, υπέδειξε πως:
«Τα όσα ανευρέθηκαν στις οικίες ή υποστατικά ή οχήματα των υπόπτων δεν θεωρώ ότι αποτελούν ενοχοποιητικά στοιχεία. Εξαιρουμένων των υπόπτων αρ.3 και αρ.4 σε όλους τους υπόλοιπους βρέθηκαν μόνο κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές. Στην περίπτωση του υπόπτου αρ. 3 βρέθηκε ένα χρηματικό ποσό της τάξης των €2745 και 310 δολάρια Αμερικής, το οποίο όχι μόνο δεν έχει εξηγηθεί πώς τον διασυνδέει με τα υπό διερεύνηση αδικήματα αλλά επιπρόσθετα θεωρώ ότι δικαιολογείται με βάση τα δηλωθέντα Καλαματα εισοδήματα του στις αρμόδιες αρχές. Σε ότι αφορά τον 4ο ύποπτο ανευρέθηκε το ποσό των €160.000, ως επίσης και μηχανή μέτρησης μετρητών, τραπεζικές επιταγές συνολικού ποσού €10.000 και αριθμός εγγράφων. Απουσιάζει όμως και στην περίπτωση αυτή οποιαδήποτε διασύνδεση των όσων παραλήφθηκαν με τα όσα διερευνώνται εις βάρος του. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία για την καταβολή στο πρόσωπο αυτό ποσών από πρόσωπα που ενδιαφέρονταν, ως αναφέρεται στον όρκο, να εισέλθουν στη Δημοκρατία συγγενικά τους πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση η αξιολόγηση και όποιες περαιτέρω εξετάσεις, ήθελε διενεργηθούν επί των όσων έχουν παραληφθεί από την Αστυνομία δεν επηρεάζονται από την έκβαση της παρούσας αίτησης».
Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, πως οι οποιεσδήποτε πληροφορίες, «δεν μπορούν να στηρίξουν εύλογη υπόνοια σύνδεσης των υπόπτων κατά τα απαιτούμενα βάσει του άρθρου 24 του Κεφ. 155».
Διαφορετική προσέγγιση, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση, θα ισοδυναμούσε με την αβασάνιστη αποδοχή μαρτυρίας από πλευράς Αστυνομίας για δικαιολόγηση κράτησης, στη βάση ύπαρξης πληροφορίας και μόνο.
«Η αποτυχία της Αστυνομίας να καταδείξει εύλογη υποψία για τη διασύνδεση των υπόπτων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα είναι καταλυτική για την τύχη της αίτησης», κατέληξε το Δικαστήριο, απορρίπτοντας το αίτημα για προσωποκράτησης των δέκα συλληφθέντων.