«Εκδόθηκε 70χρονος για αδίκημα που διέπραξε πριν 25 χρόνια και άλλος γιατί έκλεψε κινητό 40 ευρώ»
Μύρια Οδυσσέως 06:00 - 19 Οκτωβρίου 2023
«Προχωρήσαμε σε έκδοση 70χρονου για αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν εικοσιπέντε χρόνια. Σε άλλη περίπτωση εκδώσαμε άνδρα που έκλεψε ηλεκτρικό ρεύμα, αξίας χιλίων ευρώ. Στείλαμε άνθρωπο να εκδικαστεί στην Πολωνία, γιατί έκλεψε από τρένο ένα κινητό αξίας 40 ευρώ, πριν επτά χρόνια. Ήταν και η περίπτωση άνδρα που έκλεψε τρεις φιάλες υγραερίου».
Παραπέμποντας σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ποινικολόγος Γιάννης Πολυχρώνης, που βρέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Νομικών η οποία άνοιξε το κεφάλαιο με την καθολική εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων από την Κυπριακή Δημοκρατία, θέλησε να αναδείξει τα ζητήματα που προκύπτουν με την εκτέλεση όλων των ενταλμάτων, χωρίς να αξιολογούνται τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης και ανεξαρτήτως εάν κάποιες χώρες, τα χρησιμοποιούν για πολιτικούς λόγους και ως μοχλό πίεσης.
Οι εν λόγω υποθέσεις, στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Πολυχρόνης που εκπροσωπούσε τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, όχι μόνο προκάλεσαν εντύπωση στους παρευρισκόμενους, αλλά κατέστησαν ξεκάθαρο πως υπάρχει επιτακτική ανάγκη για αναθεώρηση του θεσμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που σε πολλές των περιπτώσεων, όπως προκύπτει από τα όσα ακούστηκαν ενώπιον της Βουλής, λειτουργούν σε βάρος της ελευθερίας των προσώπων.
Ο κ. Πολύχρόνης αναφέρθηκε σε σειρά περιπτώσεων όπου πρόσωπα συνελήφθησαν και εκδόθηκαν στην χώρα που είχε εκδώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μέσα από τις οποίες διαφάνηκε πως κάποια από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργούν καταχρηστικά. Μάλιστα, όπως ανέφερε «υπάρχουν περιπτώσεις που οι ανακριτικές αρχές του εξωτερικού χρειάζονται κάποιον για μάρτυρα ή για μάρτυρα κατηγορίας. Άτομα αναγκάζονται να καταθέσουν ψευδώς προκειμένου να αποφύγουν την ταλαιπωρία και να γλιτώσουν τη σύλληψη. Όλα αυτά ξεκινούν από τη ρίζα του κακού, που είναι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Πρόκειται για ένα θέμα πολύ καυτό και δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα το να βλέπουμε να παραδίδονται με καταχρηστικό τρόπο άνθρωποι και με μια τόσο σύντομη διαδικασία».
Επίσης, ο κ. Πολυχρόνης έθεσε ενώπιον της Επιτροπής σειρά ερωτημάτων που προκύπτουν για περιπτώσεις που τα αδικήματα, που δεν είναι τόσο σοβαρά, στην βάση των οποίων εκδόθηκαν τα ευρωπαϊκά εντάλματα, διαπράχθηκε δεκαπέντε ή είκοσι χρόνο προηγουμένως, με αποτέλεσμα τα δεδομένα για τον ύποπτο να αλλάζουν, χωρίς ωστόσο να λαμβάνονται υπόψη. «Δεν αφορούν αδικήματα όπως φόνους ή αδικήματά που έχουν βαρύτατες ποινές ισόβιας φυλάκισης, αλλά για αδικήματα που προβλέπονται ποινές μέχρι τα πέντε έτη. Το ερώτημα είναι, πώς μπορεί μετά από τόσα χρόνια να παραδοθεί κάποιος και να έχει δίκαιη δίκη ή πώς είναι με τον επιδιωκόμενο σκοπό να έρχονται μετά από τόσα χρόνια να ζητούν την παράδοση κάποιου;».
Από την πλευρά της η Νομική Υπηρεσία, ανέφερε πως οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι συγκεκριμένες και εφαρμόζονται από όλες τις χώρες-μέλη της της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου και της Κύπρου, η οποία όπως υποδείχθηκε, οφείλει να τηρήσει τις προϋποθέσεις που ισχύουν για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Τονίστηκε παράλληλα, πως «τα χέρια της Εισαγγελίας είναι δεμένα, εάν ένα κράτος δεν επιμένει στην έκδοση ενός προσώπου».
Όπως εξήγησε στους βουλευτές η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, «εφόσον μια χώρα εξακολουθεί να ζητεί κάποιον και εφόσον δεν υπάρχει παραγραφή των αδικημάτων του, ισχύει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Δεν αποφασίζουμε εμείς εάν θα σταλθεί κάποιος στην χώρα του, αλλά το Δικαστήριο. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε από μόνοι μας να μην εκδώσουμε κάποιο πρόσωπο επειδή θεωρούμε ανόητο το αίτημά της χώρας. Περαιτέρω, εάν υπάρξουν πολιτικής φύσεως ζήτημα, δεν είναι θέμα της Νομικής Υπηρεσίας να αποφασίσει κάτι διαφορετικό, αλλά είναι αρμοδιότητά που αποφασίζουν άλλοι».
Από την άλλη, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανέφερε πως στην περίπτωση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, η ευθύνη του Υπουργείου είναι να επικουρεί τις Αρχές, ενώ επανέλαβε την θέση πως, τα Δικαστήρια είναι αυτά που έχουν την αρμοδιότητα να αποφασίσουν εάν ένα ένταλμα θα εκτελεστεί ή όχι.
Παράλληλα, σχολιάζοντας τις αναφορές για τα χιλιάδες ευρωπαϊκά εντάλματα που εκδίδονται από τις Αρχές της Ρουμανίας, θέση που ακούστηκε από τον βουλευτή που ενέγραψε το θέμα στην Επιτροπή, Κωστή Ευσταθίου, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αναφέρθηκε σε αριθμούς. Συγκεκριμένα, όπως είπε, το 2020 η Κύπρος δέχθηκε εννέα αιτήματα έκδοσης προσώπων από τη Ρουμανία και εκτέλεσε τρία, το 2021 δέχθηκε επτά αιτήματα και εκτέλεσε τα πέντε, το 2022 δέχθηκε τρία αιτήματα και εκτέλεσε τα δύο, ενώ φέτος δέχθηκε οκτώ αιτήματα και εκτέλεσε το ένα.
Πάντως, ως εκτελεστικό όργανο των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης η Αστυνομία, εξέφρασε την θέση πως δεν υπάρχουν ρητά στο νόμο οι προϋποθέσεις, με τις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης. Όπως εξήγησε ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας που βρέθηκε στη Βουλή, «έχουν θεσπιστεί οι διαδικασίες για έκδοση των ενταλμάτων, σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία με την οποία βρισκόμαστε σε επικοινωνία, στις περιπτώσεις που εντοπιστούν άτομα που καταζητούνται και εκκρεμεί εναντίον τους ένταλμα, με σκοπό να μας δοθεί η νομική συμβουλή. Υπάρχουν κάποια ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης άλλων κρατών, που δεν εκτελούνται από την Κυπριακή Δημοκρατία». Σημείωσε δε, θα μπορούσε να υπάρξει βελτίωση στη διαδικασία.
Τα όσα τέθηκαν από τους εμπλεκόμενους αναμένεται να τεθούν ξανά ενώπιον της Επιτροπής Νομικών, με τον πρόεδρό της Νίκο Τορναρίτη να τονίζει πως θα πρέπει να επανεξεταστεί ο θεσμός τους ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ενώ τα συμπεράσματα της συνεδρίας θα αποσταλούν στα αρμόδια όργανα του κράτους δικαίου. Σε δήλωσή του μετά το τέλος της συνεδρίασης ο κος Τορναρίτης, είπε ότι πυρήνα του κράτους δικαίου αποτελεί η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η αρχή της αναλογικότητας.
«Πρέπει να επανεξεταστεί εξ υπαρχής ο θεσμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο. Αυτό θα πρέπει να αφορά τους ανθρώπους και τις ποινές εκείνες που πρέπει να επιβάλλονται σε εμπόρους ναρκωτικών, σε δολοφόνους, σε όλους όσους επιδίδονται σε σοβαρές, ποινικά κολάσιμες πράξεις, και να μην εξαντλείται όλη η αυστηρότητα σε υποθέσεις, οι οποίες δεν θα έπρεπε να απασχολούν είτε την ΕΕ, είτε τα δικαστήριά της, καθώς σε τελική ανάλυση μιλούμε για τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων πολιτών», είπε.
Παράλληλα ανάφερε ότι, δεν ζητούν τη διαγραφή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά την επανατοποθέτησή του σε μία βάση, που να υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινή λογική».