Αναζητώντας ένα mea culpa-Η ανοσία των κομμάτων, η απροκάλυπτη υποκρισία και το «κρύψε να περάσουμε»
14:34 - 22 Οκτωβρίου 2023
Είναι εντυπωσιακό πως με κάθε ευκαιρία το πολιτικό σύστημα αποδεικνύει ότι δεν έχει καμία όρεξη να επιφέρει αλλαγές, να προχωρήσει με τομές και να επαναφέρει το κύρος που απώλεσε τα προηγούμενα χρόνια. Αντιθέτως, επιμένει να επικεντρώνεται απλά στις εντυπώσεις, για να κερδίσει την εύνοια των πολιτών και πιο συγκεκριμένα του εκλογικού σώματος
Πώς αλλιώς να προσεγγίσει κανείς τη στάση όλων ανεξαιρέτως στη συζήτηση που άνοιξε για τους μισθούς και τις συντάξεις που λαμβάνουν οι κρατικοί αξιωματούχοι; Πόσο δύσκολο θα ήταν, όχι για ένα πολιτικό πρόσωπο μεμονωμένα, αλλά για όλους όσους συμμετέχουν στα κοινά, να βγουν δημόσια και να παραδεχθούν, «ναι, κάναμε λάθος! Είναι άδικο ένας εργάτης ή ένας υπάλληλος που αμείβεται με τον βασικό μισθό να παίρνει σύνταξη στα 65 και εμείς με τις αρκετές χιλιάδες μας να περνούμε από τα 60».
«Ναι είναι λάθος να λαμβάνουμε και τις χιλιάδες από την αποζημίωση μας για τη θέση που κατέχουμε σήμερα και ταυτόχρονα να περνούμε συντάξεις γιατί κάποτε υπηρετήσαμε ως υπουργοί, δήμαρχοι». «Ναι είναι λάθος αν ένας απλός πολίτης αφυπηρετήσει πρόωρα να τιμωρείται με αποκοπή του 12% και να πρέπει να περιμένει μέχρι τα 65 για να λάβει σύνταξη, αλλά αν γίνει αξιωματούχος να παίρνει από τα σαράντα ή τα πενήντα». «Ναι κάναμε λάθος και θα το διορθώσουμε άμεσα».
Αυτά θα περίμενε κανείς από πολιτικούς που όταν λένε πως ζητούν τη ψήφο του λαού για να τον υπηρετήσουν, το εννοούν. Αντιθέτως, τις τελευταίες ημέρες, αποδείχθηκε με κάθε τρόπο, πως κρύφτηκαν όλοι πίσω από νομικίστικα ζητήματα, βολεύτηκαν με το θέμα κι από τι στιγμή που κανένας δεν τους ζήτησε εξηγήσεις, δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους για να διορθώσουν μια ξεκάθαρη στρέβλωση.
Την ώρα που εκφράζουν φόβους για τα δημόσια οικονομικά, που περιγράφουν με τρεμάμενη φωνή τα προβλήματα της κυπριακής κοινωνίας, την ώρα που εκφράζουν την ανησυχία τους για τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τη συμπάθεια τους στους πολίτες για την φτωχοποίηση της πάλαι ποτέ ραχοκοκαλιάς της κυπριακής οικονομίας, τη μεσαία τάξη, δεχόντουσαν να λαμβάνουν διπλά και τριπλά εμβάσματα κάθε μήνα.
Το πιο εξοργιστικό, είναι πως ακόμα και τώρα, που το θέμα έχει τεθεί στην ορθή του διάσταση, μετά και τα όσα ειπώθηκαν την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή, κανείς δεν κατάλαβε πως θα διορθώσουν τις στρεβλώσεις άμεσα. Αντιθέτως θα συνεχίσουν να λαμβάνουν όλοι και τις συντάξεις τους και τους μισθούς τους κανονικότατα, μέχρι να υπάρξει η νομοθετική ρύθμιση του θέματος.
Υπενθυμίζεται πως υπήρξε εκπεφρασμένη πρόθεση από πλευράς Υπουργείου Οικονομικών, να προχωρήσει με την ολιστική επίλυση του ζητήματος. Το πότε όμως και το πώς δεν διευκρινίστηκε, αλλά ούτε ζητήθηκε να διευκρινιστεί. Μάλιστα βουλευτές εξέφρασαν την εκτίμηση πως η όλη διαδικασία το λιγότερο θα πάρει ένα εξάμηνο.
Άρα για ένα εξάμηνο βουλευτές, υπουργοί, Πρόεδροι και άλλοι αξιωματούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν κανονικά και τον μισθό τους αλλά και τις συντάξεις τους, παρά το γεγονός ότι όλοι συμφώνησαν στα λόγια πως αυτό δεν είναι σωστό, μέχρι το Υπουργείο Οικονομικών να βρει τη λύση στο πρόβλημα. Μάλιστα, όπως γίνεται αντιληπτό, οι προτάσεις Νόμου επέστρεψαν στο συρτάρι και πλέον όλοι περιμένουν, εάν και εφόσον προτείνει κάτι, κάποτε το ΥΠΟΙΚ. Και μετά θα ξεκινήσει η συζήτηση που κανένας και τίποτα δεν διασφαλίζει πως θα καταλήξει κάπου.
Και είναι επίσης εντυπωσιακό, πως δεν υπάρχουν φωνές από κανένα κόμμα, κι από κανέναν βουλευτή, πράγμα που απλά αποδεικνύει πως σε κάθε μαγαζί, υπάρχουν πρόσωπα που εκμεταλλεύονται την κατάσταση και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους συναδέλφους τους, που παρά να δημιουργήσουν εσωτερική ρήξη σιωπούν.
Οι προβληματικές προτάσεις Νόμου
Μια άλλη συζήτηση που κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξει, έχει να κάνει με τις προτάσεις Νόμου που κατατίθενται και γενικότερα τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το ερώτημα που προκύπτει, είναι πώς γίνεται, μια πρόταση Νόμου που κατατέθηκε πριν από επτά ολόκληρα χρόνια, δεν έχει ακόμα συζητηθεί. Ή αν συζητήθηκε, αυτό έγινε σε μια-δύο επιτροπές και καταχωνιάστηκε σε ένα συρτάρι.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως για το συγκεκριμένο θέμα εκκρεμούν από το 2016 δύο προτάσεις Νόμου του Αβέρωφ Νεοφύτου και μια του Νικόλα Παπαδόπουλου. Και οι τρεις επανήλθαν στην επικαιρότητα τώρα, επτά χρόνια μετά, ενώ συζητήθηκαν στο πόδι, σε δύο συνεδρίες χωρίς να προκύψει αποτέλεσμα.
Και σαν αυτές είναι ενδεχομένως και εκατοντάδες οι προτάσεις Νόμου που εκκρεμούν σε κάθε επιτροπή. Αυτό εξυπηρετεί, αφενός όσους τις καταθέτουν, αφού αφενός προβάλλονται όταν δημοσιοποιείται η πρωτοβουλία που ανέλαβαν για να διορθώσουν ή να επιτύχουν κάτι που θα ακουστεί καλά στους ψηφοφόρους τους, αφετέρου, παίζουν και οι ίδιοι εκ του ασφαλούς, διότι όσο καιρό εκκρεμεί η πρόταση τους, αν το θέμα επανέλθει για οποιοδήποτε λόγο στην επικαιρότητα, οι ίδιοι εμφανίζονται ως οι διορατικοί πολιτικοί που καιρό πριν ήθελαν να το διορθώσουν και δεν τους άφησαν.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλές προτάσεις Νόμου κατατίθενται όχι για να προχωρήσουν, αφού αρκετές έτσι κι αλλιώς είναι καταδικασμένες να καταψηφιστούν, αλλά για να υπάρχουν ως μέρος του κοινοβουλευτικού έργου των βουλευτών. Με αυτό τον τρόπο μπλοκάρει και το σύστημα στη Βουλή, αφού αυξάνεται κατακόρυφα ο φόρτος εργασίας και στο τέλος ακόμα και εκείνες οι προτάσεις που θα εξυπηρετούσαν συγκεκριμένο σκοπό και θα είχαν θετικό αποτύπωμα, «καίγονται» μαζί με τις υπόλοιπες.
Τα πιο πάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πάνω από όλα υπάρχει διάβρωση στους πυλώνες των θεσμών και αυτή η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Χρειάζεται ακόμη μεγάλη προσπάθεια από όλους και κυρίως από τα ίδια τα πρόσωπα που υπηρετούν τους θεσμούς για να αντιστρέψουν μια κατάσταση, ωστόσο με τη συμπεριφορά τους, ακόμα και σήμερα μετά από μια σειρά γεγονότων που καταβαράθρωσαν το κύρος τους, παραμένουν εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμο τους, προσπαθούν με κάθε τρόπο να προστατέψουν τα κεκτημένα τους, αδιαφορούν αποδεδειγμένα για την κοινωνία και ενδιαφέρονται μόνο για την εικόνα και τις εντυπώσεις.
Την ίδια ώρα, ο μέσος πολίτης που παρακολουθεί έστω και εξ αποστάσεως τα όσα τεκταίνονται, παραμένει εξοργισμένος και αποστασιοποιείται ακόμα περισσότερο από τους πολιτικούς και την πολιτική. Αυτό, όπως ουκ ολίγες φορές έχει αποδειχθεί, εξυπηρετεί τα κόμματα, αφού η μειωμένη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, τους δίνει τη δυνατότητα να εκλέγονται από μια μικρή βάση ψηφοφόρων με τους οποίους διατηρούν τις γνωστές πελατειακές σχέσεις. Και συνεπώς, πέραν από τις γνωστές υποκριτικές ανησυχίες που θα εκφράσουν την βραδιά των εκλογών για τη μειωμένη προσέλευση και τους λόγους που οι πολίτες τους γύρισαν την πλάτη, θα συνεχίσουν το έργο τους, απερίσπαστοι και ανεπηρέαστοι από το τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία.