Ακήρυχτος πόλεμος εξουσίας μεταξύ Βουλής και Γενικού Εισαγγελέα
06:00 - 28 Σεπτεμβρίου 2023
Ένας ακήρυχτος πόλεμος εξουσίας φαίνεται να μαίνεται πλέον μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα και της Βουλής, καθώς η μία πλευρά θεωρεί λανθασμένες τις εξουσίες που ασκεί η άλλη. Από τη μία οι βουλευτές θέλουν να βάλουν τέλος στο ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα και να διαχωρίσουν τις αρμοδιότητές του στα δύο, ώστε να περιορίσουν το μέγεθος των εξουσιών του, και από την άλλη ο ίδιος, μέσα από τη δική του ανάγνωση, περιορίζει, όπως το αντιλαμβάνονται κάποιοι βουλευτές, τις δυνατότητες κοινοβουλευτικού ελέγχου, στη βάση της διάκρισης των εξουσιών.
Και οι δύο πλευρές «πατούν» πάνω στο Σύνταγμα για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Αφενός ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί αντισυνταγματικό να λογοδοτούν ο ίδιος, οι Υπουργοί και οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι στη Βουλή, αφετέρου οι βουλευτές θεωρούν ότι τα όποια θεσμικά αντίβαρα προέκυπταν από τον δικοινοτικό χαρακτήρα του Συντάγματος χάθηκαν μέσα από το δίκαιο της ανάγκης και χρειάζεται να δημιουργηθούν εκ νέου. Και πιθανότατα έχουν και οι δύο πλευρές δίκαιο, καθώς η διάκριση των εξουσιών βρίσκεται στην καρδιά του Συντάγματός μας, αλλά με τις ιδιομορφίες που προκάλεσαν τα γεγονότα που ακολούθησαν, υπολειτουργούν κάποια από τα υπόλοιπα ζωτικά όργανά του.
Το νέο μέτωπο μάχης ξέσπασε την Τετάρτη στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής και ατύπως η συζήτηση συνεχίστηκε σε κάποιο βαθμό και στην Επιτροπή Θεσμών. Αν και δεν είναι όλοι οι βουλευτές σε πόλεμο μαζί του, είναι ξεκάθαρο πως ο Γενικός Εισαγγελέας και η Βουλή έχουν πλέον πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς και αντικρίζουν ο ένας τον άλλο με καχυποψία, κάτι που δεν βοηθά στην εύρυθμη λειτουργία του κράτους, αλλά κυρίως στη διαφάνεια και στη λογοδοσία.
Η Επιτροπή Νομικών συζητούσε πρόταση νόμου της Ειρήνης Χαραλαμπίδου (ΑΚΕΛ), των Χρύσανθου Σαββίδη, Χρύση Παντελίδη, Χριστιάνας Ερωτοκρίτου και Χρίστου Σενέκη (ΔΗΚΟ), του Σταύρου Παπαδούρη (Οικολόγοι) και του Κωστή Ευσταθίου (μεμονωμένος) και που ως στόχο είχε να καταστεί υποχρεωτική η παρουσία συγκεκριμένων κρατικών αξιωματούχων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι οποίοι παρουσιάζονται, ουσιαστικά, σε εθελοντική βάση, συχνά στέλνοντας εκπροσώπους αντί της δικής τους παρουσίας, ή αρνούνται να παραδώσουν στη Βουλή συγκεκριμένα στοιχεία, κάτι που, κατά τους βουλευτές, περιορίζει τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με τον περί Καταθέσεων Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές (Τροποποιητικό) Νόμο του 2022, οι βουλευτές επιχειρούν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του βασικού νόμου, ώστε να υπόκεινται περισσότερα πρόσωπα σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων των Υπουργών, των ανεξάρτητων αξιωματούχων, των δημάρχων και άλλων.
Όπως εξήγησε η βουλεύτρια του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, «για να γίνει ακόμα πιο κατανοητή η ανάγκη ψήφισης της πρότασης, να αναφέρω απλά ότι σήμερα, με βάση τη νομοθεσία, ο πρόεδρος και τα μέλη της ΕΔΥ, τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών, όπως και οι Υπουργοί, δεν είναι υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις της Βουλής με βάση το νόμο του 1985 και την δοθείσα ερμηνεία. Ενώ άλλοι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, όπως ο Γενικός Ελεγκτής είναι υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται σύμφωνα με το νόμο του 1985, ο οποίος είναι εν ισχύ από τότε. Υφυπουργοί τότε δεν υπήρχαν για να περιληφθούν. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν τι θα ισχύσει; Γι’ αυτό και διευρύνουμε την πρόνοια του νόμου».
Από την πλευρά της, η Χριστιάνα Ερωτοκρίτου δήλωσε πως «σκοπός μας δεν είναι να στήνουμε λαϊκά Δικαστήρια στο Κοινοβούλιο. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ενώπιον των εκλεγμένων αντιπροσώπων της κοινωνίας αρμόζει να λογοδοτούν, με την καλή έννοια πάντοτε, τα πρόσωπα που σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος της εξουσίας που κουβαλούν και αντίστοιχα το βάρος των ευθυνών των αποφάσεων που λαμβάνουν». Πρόσθεσε πως με αυτό τον τρόπο προάγουμε τη διαφάνεια, την χρηστή διοίκηση και το αίσθημα δικαίου, τονίζοντας πως δεν υπάρχει άλλη οδός άσκησης άμεσου ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας πέραν της κοινοβουλευτικής, αν και διευκρίνισε πως αυτός ο έλεγχος πρέπει πάντοτε να γίνεται μέσα στα συνταγματικά πλαίσια.
Διαφορετική άποψη είχε, ωστόσο, ο πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, Νίκος Τορναρίτης, ο οποίος στάθηκε στο Σύνταγμα, ως υπέρτατο νόμο, που πρέπει να καθοδηγεί τις πράξεις και τις ενέργειες των βουλευτών. Ανέφερε πως η υποχρέωση δεν προκύπτει μέσα από τις συνταγματικές διατάξεις, όμως η διαφάνεια και η σύγχρονη πολιτική σκέψη λένε ότι οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν και οι πολιτικοί είναι υπόχρεοι να ενημερώνουν τους πολίτες. «Δεν μπορούμε να δεχθούμε τη συμπερίληψη του Γενικού Εισαγγελέα ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σ’ αυτήν εδώ τη συζήτηση, όχι τη νομοθεσία γιατί τη νομοθεσία εμείς δεν την υποστηρίζουμε γιατί βρίσκουμε μια ευρύτατη αντισυνταγματικότητα, πέραν των πολλών κενών που έχει κατά την άποψη μας ως ΔΗΣΥ», είπε αλλά τάχθηκε υπέρ της πραγματοποίησης συζήτησης για να υπάρχει ένα είδος ρύθμισης. Υποστήριξε ότι σε ένα μεγάλο επίπεδο, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται αλλά το ερώτημα είναι πώς θα θεσμοθετηθεί, όχι με απαγορευτικές διατάξεις. «Η διελκυστίνδα είναι μεταξύ της πολιτικής ευθύνης και της νομικής υποχρέωσης», πρόσθεσε.
Το ζήτημα φαίνεται να έχει τις ρίζες του στο 2020, όταν ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών, Νίκος Νουρής, κατέθεσε στην Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με την οποία οι Υπουργοί δεν είναι υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται σε συνεδριάσεις της Βουλής ή να καταθέτουν στοιχεία που θα τους ζητηθούν. Ο κ. Σαββίδης ανέφερε στους βουλευτές ότι η προσπάθειά τους είναι, κατά την γνώμη του, αντισυνταγματική. Υπενθύμισε, δε, πως η Βουλή, λίγο πριν τις εκλογές, επιχείρησε να ελέγξει τον ρόλο του Εισαγγελέα, με νόμο που αργότερα ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, επειδή η άσκηση της εργασίας του Εισαγγελέα δεν υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Στις δηλώσεις του, ο Γιώργος Σαββίδης ανέφερε ότι με το πολιτειακό σύστημα που έχει η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι δυνατή η συμπερίληψη των Υπουργών στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, γιατί αντιβαίνει της βασικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών. «Το ίδιο ισχύει -και σε πιο μεγάλο ίσως βαθμό- για τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπου, ως ανεξάρτητος θεσμός, η ενάσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων τους εκπίπτει εντελώς του ελέγχου της Βουλής των Αντιπροσώπων», πρόσθεσε και αναφέρθηκε στην προσφυγή του επί της απόφασης της Βουλής να τους ελέγξει για τη διαχείριση του πορίσματος Νικολάτου και το Ανώτατο αποφάσισε ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα είναι ανέλεγκτες και δεν μπορούν να ελεγχθούν από τη Βουλή ή τα Δικαστήρια.
Check and balances
Λίγη ώρα μετά, στην Επιτροπή Θεσμών, ξεκινούσε για δεύτερη φορά η συζήτηση για τα check and balances, η οποία δεν αφορά μόνο τον Γενικό Εισαγγελέα αλλά απασχόλησε μεγάλο μέρος της συζήτησης. Υπενθυμίζεται ότι στόχος της Επιτροπής είναι να γίνουν οι τροποποιήσεις εκείνες που να διασφαλίζουν την ύπαρξη θεσμικών αντιβάρων, ελέγχου και λογοδοσίας σε ολόκληρο το εύρος του κρατικού μηχανισμού.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Δημήτρης Δημητρίου, επανέλαβε τη θέση ότι η διάκριση εξουσιών καθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αυτοκράτορα με πολλές ανέλεγκτες εξουσίες. Και πολλές εξουσίες συγκεντρώνουν και ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Πριν από τις Προεδρικές Εκλογές, επεσήμανε, πολλοί υποψήφιοι είχαν θέσει στα προγράμματά τους τη συνταγματική μεταρρύθμιση και την ανάγκη του διαχωρισμού των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα.
Η Ειρήνη Χαραλαμπίδου τόνισε πως είναι εμφανές ότι, ενώ στην σύγχρονη εποχή οι απαιτήσεις της κοινωνίας για θέματα διαφάνειας είναι έντονες, εντούτοις, προκειμένου να διατηρηθεί η εξουσία ή τα μονοπώλια αποφάσεων, επιλέγουμε να ανατρέχουμε σε γνωματεύσεις του 1979, όταν η Κύπρος ήταν ανώριμη δημοκρατία, αναφερόμενη σε παραπομπές του Γενικού Εισαγγελέα στην Επιτροπή Νομικών σε γνωμάτευση του Κρίτωνα Τορναρίτη. Τόνισε ότι βασική ώθηση για να εγγράψει το θέμα των θεσμικών αντιβάρων με τον κ. Δημητρίου ήταν το ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα, επισημαίνοντας ότι μια σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να δεχθεί σήμερα ότι οι ποινικές αποφάσεις είναι ανέλεγκτες. «Στην Κύπρο είμαστε αντιμέτωποι με μοναδικά φαινόμενα», επεσήμανε, φέρνοντας ως παράδειγμα την αυτορρύθμιση των δικαστών. Πρόσθεσε ότι άκουσε με μεγάλη έκπληξη τον Γενικό Εισαγγελέα να λέει ότι η Βουλή δεν έχει καμιά εξουσία να ελέγχει τους Υπουργούς και διερωτήθηκε ποιος είναι ο ρόλος της Βουλής.
Ο βουλευτής του ΔΗΚΟ, Ζαχαρίας Κουλίας, ανέφερε πως η δημοκρατία είναι ένας ζωντανός οργανισμός που πάντοτε βελτιώνεται για το κοινό καλό. Έκανε λόγο για στρεβλώσεις και υπερεξουσίες και αναφέρθηκε σε εγκλήματα που έμειναν ατιμώρητα σε βάθος χρόνου, όπως ήταν το πραξικόπημα, το Χρηματιστήριο, τα αξιόγραφα, το κούρεμα και ο Συνεργατισμός. Οι θεσμοί, υπέδειξε, πρέπει να διορθωθούν και να ξαναμπεί μια ευνομία στον τόπο.
Από την πλευρά της, η βουλεύτρια των Οικολόγων, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, αναφέρθηκε στην περίπτωση της Ανδριάνας Νικολάου, λέγοντας ότι αυτή η γυναίκα έχει χάσει την πίστη της στη Δικαιοσύνη και δεν νοιάζει κανέναν από την πλευρά του κράτους και της Δικαιοσύνης. Υπογράμμισε ότι όταν ένα κομμάτι της δημοκρατίας αμφισβητεί τη Δικαιοσύνη που υπάρχει, έχουμε τεράστιο πρόβλημα. «Δεν έχω το πρόβλημα εγώ αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας που δεν πείθει την κοινωνία», ανέφερε μεταξύ άλλων, τονίζοντας ότι αντί να είναι όλοι σε συναγερμό, ο καθένας προσπαθεί να διαφυλάξει το συμφέρον του και είπε πως η Βουλή πρέπει να γίνει η ατμομηχανή των μεταρρυθμίσεων.
Από πλευράς των εκπροσώπων της Νομικής Υπηρεσίας κατατέθηκε επιστολή, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε ότι το θέμα είναι σοβαρό, πολυδιάστατο και άπτεται της συνταγματικής διάρθρωσης της Δημοκρατίας και θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται, επισημαίνοντας εκ νέου ότι η συζήτηση μπορεί να επηρεάσει και το ίδιο το πολίτευμα. Υπέδειξε ότι θα πρέπει να αναδειχθούν οι ανάγκες που υπάρχουν και να εξεταστεί αν οι αλλαγές μπορούν να γίνουν και εξέφρασε την ετοιμότητά της να συμβάλει στη νομική συζήτηση. Στην ουσία, οι βουλευτές δεν διαφώνησαν ότι η συζήτηση πρέπει να καταστεί πιο συγκεκριμένη, κάτι που αναμένεται να γίνει και μέσα από τις διαπιστώσεις της ημερίδας που ετοιμάζεται για το ζήτημα αυτό.
Από την πλευρά του, ο Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Κώστας Παρασκευά, επεσήμανε πως θα πρέπει να αφουγκραστούμε την κοινωνία του σήμερα και ένα κράτος δεν μπορεί να τρέχει με ταχύτητες άλλων δεκαετιών. Υπάρχει η ανάγκη των θεσμικών αντιβάρων, ανέφερε, εξηγώντας ότι μετά την κατάρρευση του 1963 τα θεσμικά αντίβαρα έχουν σχεδόν χαθεί. Σημείωσε, ωστόσο, πως θα πρέπει να αποφασιστεί σε ποιο βάθος θέλουμε να γίνει η μεταρρύθμιση. Όπως εξήγησε, η συζήτηση δεν μπορεί να φύγει από την πολιτική της σημειολογία, το άλυτο Κυπριακό, το δικοινοτικό κράτος και το δίκαιο της ανάγκης.
Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών, ο Δρ. Παρασκευά σημείωσε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αμιγώς προσωπικός θεσμός, καθώς το αντίβαρο ήταν ο Τούρκος Αντιπρόεδρος. Ανέφερε, επίσης, πως σε χώρες που υπάρχουν Συνταγματικά Δικαστήρια, ο ρόλος των Κοινοβουλίων στον διορισμό των δικαστών είναι έντονος, επειδή η πεμπτουσία της δουλειάς τους είναι ο έλεγχος των νόμων και αυτό ήταν κάτι που στην Κύπρο δεν έγινε κατά τη μεταρρύθμιση. Ανέφερε, επίσης, πως ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα έχει βοηθήσει πολύ τον τόπο, αλλά η αποστολή του έχει εξαντληθεί και θα ήταν προς όφελος του κράτους να υπάρχει διαχωρισμός. Ωστόσο, είπε, πρέπει να συζητηθούν οι τρόποι.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε πως υπάρχει η νομική πτυχή, η καθαρά πολιτική οπτική και πρέπει να συγκεραστεί η πολιτική πραγματικότητα, η αναγκαιότητα να προχωρήσουμε, αξιοποιώντας τη νομική επιστήμη σε τέτοιο βαθμό που να μην προκύψει αντισυνταγματικότητα. Από την άλλη, να μην είναι τοίχος απροσπέλαστος η νομική προσέγγιση, ως προς την αναγκαιότητα των σημερινών δεδομένων. Η κ. Χαραλαμπίδου από πλευράς της υποστήριξε ότι το εθνικό πρόβλημα προβάλλεται ως πρόσχημα για να μην γίνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με γνώμονα τη διαφάνεια. Κανονικά, είπε, δεν θα έπρεπε να έχουμε ούτε Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, ούτε οι βουλευτές να είναι 56 αλλά αυτές οι αλλαγές έγιναν, ενώ όταν ακουμπούν εξουσίες έχουμε πρόβλημα με το Κυπριακό. Ο κ. Κουλίας υποστήριξε πως ο ανώτερος άρχων δεν είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας και αυτό έχει και τα συν και τα πλην του. Όπου έχουμε τεράστια εξουσία, έχουμε και παρατράγουδα, πρόσθεσε.
Η συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί μετά την πραγματοποίηση της ημερίδας, όπου αναμένεται να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο. Ωστόσο είναι σαφές, πως τόσο στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα, όσο και με άλλους θεσμούς, η Επιτροπή εντοπίζει σοβαρό θεσμικό πρόβλημα. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να βρει και τις λύσεις.