Η καταδίκη, η παραβίαση και η διακοπή των εργασιών απέναντι στο τουρκικό αφήγημα
09:30 - 22 Αυγούστου 2023
Καταδικαστική δήλωση για τις τουρκικές ενέργειες στην περιοχή της Πύλας εξέδωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τα ξημερώματα της Τρίτης, επαναβεβαιώνοντας τη θέση πως τα μη εξουσιοδοτημένα κατασκευαστικά έργα συνιστούν παραβίαση του στάτους κβο στη νεκρή ζώνη, ενώ τόνισε την ανάγκη να αποφευχθούν περαιτέρω μονομερείς ενέργειες ή ενέργειες κλιμάκωσης, που θα μπορούσαν να αυξήσουν την ένταση.
Παράλληλα, το ΣΑ κάλεσε τις δύο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την πρόταση του ΓΓ να διορίσει απεσταλμένο των ΗΕ, που θα μπορούσε να παρέχει υποστήριξη στην αναζήτηση κοινού εδάφους, με στόχο την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις.
Οι αναφορές αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό συμβατές με την ανάγνωση και την στάση της Λευκωσίας, η οποία από την αρχή υποδείκνυε την παρανομία των τουρκικών ενεργειών και προειδοποιούσε για προσπάθεια δημιουργίας νέων τετελεσμένων, ενώ εδώ και καιρό καταβάλλει προσπάθειες για ξεκλείδωμα της διαδικασίας στο Κυπριακό, μέσα από την πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας και τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, από τα κατεχόμενα γίνονται αρνητικές δηλώσεις, που θέτουν προαπαιτούμενα για επανέναρξη έξω από τις παραμέτρους που καθορίζουν τα ψηφίσματα του ΣΑ, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μία προσπάθεια διαστρέβλωσης των γεγονότων στην Πύλα, με ισχυρισμούς που στρέφονται εναντίον των ΗΕ και αμφισβητούν το πεδίο της εντολής τους. Μάλιστα, ο Ερσίν Τατάρ είχε υποστηρίξει ότι «δεν μπορούμε να τους επιτρέψουμε να δείχνουν τη γη της ‘τδβκ’ εντός της πράσινης γραμμής».
Από πλευράς ΣΑ, πάντως, ξεκάθαρα δεν έγινε αποδεκτό το τουρκικό αφήγημα και οι δικαιολογίες που προβάλλονται, καθώς καταδικάστηκαν οι επιθέσεις κατά του προσωπικού και της περιουσίας των ΗΕ και υποδείχθηκε εκ νέου πως «οι επιθέσεις που στοχοποιούν ειρηνευτές μπορεί να συνιστούν εγκλήματα υπό το διεθνές δίκαιο».
Ενδιαφέρον κρίνεται και το γεγονός πως τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας χαιρέτισαν «τη διακοπή των μη εξουσιοδοτημένων κατασκευαστικών έργων από την τουρκοκυπριακή πλευρά και την απομάκρυνση του εξοπλισμού και του προσωπικού», δεδομένου ότι στα κατεχόμενα διατείνονται ότι ούτε σταμάτησαν ούτε πρόκειται να σταματήσουν τα κατασκευαστικά έργα, παρά τις περί του αντιθέτου πληροφορίες. Μάλιστα χθες, αμέσως μετά την συνάντησή του με τον Ειδικό Αντιπρόσωπο, Κόλιν Στιούαρτ, ο λεγόμενος «υπεξ» είχε δηλώσει πως «δεν τίθεται θέμα διακοπής των έργων κατασκευής του δρόμου», υποστηρίζοντας πως οι ειδήσεις προς αυτή την κατεύθυνση δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα.
Θα διαφανεί τα επόμενα εικοσιτετράωρα κατά πόσον όντως έχουν σταματήσει οι παράνομες εργασίες στη νεκρή ζώνη και αν θα επιχειρηθεί νέα σύγκρουση με τους ειρηνευτές. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ παραμένει στην περιοχή και παρακολουθεί στενά την κατάσταση, όπως διαβεβαιώνει ανά τακτά διαστήματα, με την ανακοίνωση να επαναβεβαιώνει την εξουσία της. Το ΣΑ, πάντως, τόνισε την ανάγκη να αποφευχθούν περαιτέρω μονομερείς ενέργειες ή ενέργειες κλιμάκωσης από οποιοδήποτε μέρος που θα μπορούσε να αυξήσει την ένταση στο νησί και να βλάψει τις προοπτικές λύσης. Είναι ξεκάθαρο πως και αυτό το μήνυμα απευθύνεται στην τ/κ πλευρά, καθώς είναι η μόνη που προχώρησε σε ενέργειες κλιμάκωσης, με την Κυβέρνηση να τηρεί στάση αρχών και να επικεντρώνει όλες τις προσπάθειές της στο διπλωματικό πεδίο, αποφεύγοντας να εμπλακεί σε λογικές έντασης, ωστόσο αποτελεί ερώτημα γιατί απευθύνεται η έκκληση και στις δύο πλευρές.
Το γεγονός πως το ΣΑ επανέλαβε την έκκληση για κατάληξη σε συμφωνία αναφορικά με τον διορισμό απεσταλμένου των ΗΕ, με στόχο την αναζήτηση κοινού εδάφους για επιστροφή στις συνομιλίες θεωρείται, πάντως, σημαντικό, ενόψει και της καθόδου του Βοηθού Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Υπενθυμίζεται ότι ο Ερσίν Τατάρ αρνήθηκε την πρόταση του Προέδρου Χριστοδουλίδη να πραγματοποιηθεί κοινή συνάντηση κατά την παρουσία του αξιωματούχου στην Κύπρο, όπως αρνείται γενικά να έχει οποιεσδήποτε επαφές που αφορούν την ουσία του Κυπριακού και περιορίζεται σε επαναλαμβανόμενες δηλώσεις, που θέτουν απαράδεκτες προϋποθέσεις για επιστροφή στο τραπέζι των συνομιλιών.