«Τα οστά του ξαδέλφου μου ήταν μαύρα στη μια πλευρά... Προσπάθησαν να τον κάψουν οι Τούρκοι»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 14 Αυγούστου 2023
Έχει γίνει ένα από τα σύμβολα του αγώνα για εξακρίβωση της τύχης και του τελευταίου αγνοούμενου της τουρκικής θηριωδίας. Έχει ταυτίσει το όνομά της με τις γυναίκες που στέκονταν επί χρόνια στα οδοφράγματα, για να διαφωτίσει και να ενημερώσει τους ξένους για την εισβολή και την κατοχή. Εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, έχει μετατρέψει το σπίτι της σε ένα χώρο, όπου οι συγγενείς που έμειναν πίσω και περιμένουν νέα για τους δικούς τους, μπορούν να καθίσουν και να νιώσουν άνετα. Έφτιαξε το δικό της Μουσείο, αφιερωμένο σε εκείνα τα 1619 άτομα, που η τύχη τους είχε χαθεί στο 1974. Δημιούργησε, μαζί με όλες τις μανάδες, τον «Κήπο των Αγνοουμένων».
Το όνομά της είναι Ανδρούλλα Αριστοδήμου και το πρόσωπό της, για όσους ασχολούνται εις βάθος με το ανθρωπιστικό ζήτημα της Κύπρου, είναι γνώριμο. Επί χρόνια βρισκόταν στα οδοφράγματα, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, που περίμεναν να μάθουν την τύχη των συγγενών τους, ενώ κάθε καλοκαίρι, όταν έρχεται η μαύρη εκείνη επέτειος της Τουρκικής Εισβολής, παίρνει την ταμπέλα που έχει φτιάξει, με πέντε φωτογραφίες και έξι ονόματα και ανηφορίζει προς τον Τύμβο Μακεδονίτισσας. Πριν ένα μήνα, ήταν και πάλι εκεί, αυτή τη φορά με το μπαστούνι της, αφού λόγω ηλικίας, τα πόδια της άρχισαν να χρειάζονται βοήθεια.
Πριν ακόμη μπεις στην πίσω αυλή του σπιτιού της, έξω υπάρχει μία ταμπέλα. «Κήπος Αγνοουμένων. Δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι» και πίσω από τα κάγκελα του σπιτιού, σε μία μικρή ταμπέλα γράφει «ο κήπος είναι αφιερωμένος σε όλους εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Κύπρου». Μόλις περάσεις το κατώφλι, έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα καταπράσινο κήπο. Το κάθε δέντρο έχει πάνω και μία ταμπέλα. «Πορτοκαλιά του Βαρωσιού», «Αροδαφνούσα του Ριζοκαρπάσου», «Λεμονιά της Κερύνειας», που είναι δέντρα που ήρθαν από τα σκλαβωμένα χωριά και φυτεύτηκαν εκεί, ενώ σε κάποια είναι απλά γραμμένα τα κατεχόμενα χωριά.
Η κα. Ανδρούλλα μας περίμενε με δύο λουλούδια στο χέρι. «Από τον κήπο των αγνοουμένων» μας είπε. Μετά άρχισε την ξενάγηση. «Είναι γεμάτος με τα χωριά μας που χάσαμε. Με τις μάνες των αγνοουμένων ξεκινήσαμε εδώ και χρόνια και έγινε ο κήπος αρκετά μεγάλος. Έρχονται μαθητές, για να τους διαφωτίσω, όσον μπορώ και τους λέω για τα χωριά μας, για το “Δεν ξεχνώ”».
Προχωρώντας πιο μέσα, υπήρχε μία μικρή αυλή με φράκτη, ο οποίος είναι γεμάτος με φωτογραφίες και ονόματα. «Η κάθε μάνα έφερνε τη φωτογραφία των παιδιών της και έπρεπε να βρω κάποιο χώρο για να τις βάλω, επειδή ήθελαν να βλέπουν τους δικούς τους. Τους έβαλα εκεί. Έγραψα “Απαιτούμε να μάθουμε τι έγιναν οι αγνοούμενοι” και έχω και ένα χάρτη, για να δουν τα παιδιά που έρχονται και ψάχνουν το χωριό του παππού και της γιαγιάς».
Απέναντι από αυτή τη μικρή αυλή είναι η γωνιά του αγνοούμενου, όπως την έχει ονομάσει η κα. Ανδρούλλα. «Έχουμε ένα μικρό εκκλησάκι της Παναγιάς, που ανάβει συνέχεια, για το θέμα των αγνοούμενων μας. Είναι οι φωτογραφίες που έχουν φέρει οι μανάδες, το “Δεν ξεχνώ”, που το έχω παντού στο σπίτι και το έχω και στην καρδιά μου».
«Το σπίτι μου είναι ανοιχτό πάντα, εδώ και 49 χρόνια, για να δέχομαι τους μαθητές των σχολείων ή να πήγαινα εγώ στα σχολεία. Όταν ήμουν καλά και μπορούσα, έφτανα μέχρι και την Πάφο. Έστελλε με ο άνδρας μου με ταξί, με παραλάμβανε το σχολείο, μιλούσα στους μαθητές τζιαι ερχόμουν πίσω. Τούτο που έκανα, έκαμα το με την ψυχή μου και την καρδιά μου τζιαι γι’ αυτό κράτησε τόσα χρόνια.
Έχω εδώ τη φωτογραφία της μητέρας μίας καλής μου φίλης, που ήταν αγνοούμενη. Όταν βρέθηκαν τα οστά της, είπε μου η φίλη μου να πάω μαζί της. Ξεκινήσαμε, πήγαμε στο αεροδρόμιο, μας πήραν εκεί που είχαν τα οστά τζιαι είχαν τα πάνω σε ένα τραπέζι συναρμολογημένα, τζιαι έλειπε το κεφάλι. Εγύρισε η φίλη μου τζιαι είπε μου “έχει τόσα χρόνια που περιμένω να μάθω για τη μάμμα μου τζιαι εφέραν μου την χωρίς κεφάλι”. Εκλάψαμε, πήραμε τα οστά, ετοιμάσαμε τα με τα μυρωδικά κλπ».
«Άλλη μάνα, που ερχόταν εδώ τζιαι επίναμε καφέ, είπε μου ότι το μωρό της ήταν επτά χρονών τζιαι ένας Τούρκος έφκαλε το πάνω στο καμπαναρκό, που είχε ελληνική σημαία. “Έφκήκε το μωρό, εκατέβασε την τζιαι εγώ επερίμενα που κάτω να το πιάσω. Ο Τούρκος έπιασε το τζιαι ετύλιξε το μέσα στη σημαία τζιαι έφυε. Εγώ έφυα κλάμοντας τζιαι κανένας εν μου ελάλε τίποτε”. Εχάθηκε το μωρό της τζιαι ακόμα εν ηξέρει. Υπάρχουν ιστορίες, που όπως θάφκουνται οι μάνες, θάφκουνται μαζί τους. Δεν ήθελαν να τις πουν, τις κρατούσαν εμπιστευτικά για τον εαυτό τους, ήταν κάτι δικό τους.
Έχουμε 30 μωρά, κάτω των 15 ετών, που ήταν αγνοούμενα, για άμαχες μανάδες και αδελφές που τους έπιασαν οι Τούρκοι και τις εβιάσαν και άλλες τις σκότωσαν και άλλες ήρθαν στις ελεύθερες περιοχές και ακόμα και σήμερα, δεν ξεπέρασαν την τραγωδία του 1974. Δεν γίνεται να σε βιάζουν ομαδικά στρατιώτες. Αυτό το πράγμα οι φίλες μου δεν το ξεπέρασαν ποτέ. Είναι πολύ λυπηρό να το περάσουν οι μανάδες μας, τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας αυτό το πράμα. Έκαμε πολλά κακά η Τουρκία.
Ακόμη και εγώ που δεν πήγα στο σχολείο ξέρω ότι στον πόλεμο είναι ο ένας στρατός απέναντι στον άλλο, σκοτώνεις και σκοτώνεσαι. Οι άμαχοι δεν πρέπει να σκοτώνονται, ούτε να κακοποιούνται και να παραδίδονται ή στον Ερυθρό Σταυρό ή κάπου αλλού. Ύστερα έμαθα τι έκαμε η Τουρκία τζιαι τα όσα πέρασε ο κόσμος που έκοψε εγκλωβισμένος και τους κακομεταχειρίστηκαν. Πρέπει να αλλάξει η Τουρκία και για το θέμα των αγνοουμένων και για το θέμα της Κύπρου μας. Πρέπει να μας δώσει στοιχεία πρώτα για τους αγνοούμενους, επειδή τους σκότωνε ομαδικά τζιαι τους έθαβε τζιαι κανένας δεν ξέρει που τους έβαλλε. Όταν ξεκίνησαν οι εκταφές, εφκάλλαν τα οστά τζιαι τα μετακινούσαν αλλού, για να μεν βρεθούν τζιαι στο τέλος βρίσκει μία οικογένεια που τους αγνοούμενούς τους, μισό δάκτυλο. Είναι κρίμα που το Θεό. Είναι φρικτά τα εγκλήματά τους. Είναι η ιστορία μας και πρέπει να την πούμε».
Μέσα στο σπίτι, η κα. Ανδρούλλα έχει φυλαγμένες 80 φωτογραφίες, από τη δράση της όλα αυτά τα χρόνια στα οδοφράγματα, καθώς και ένα έπιπλο γεμάτο με πλακέτες και δώρα από τις επισκέψεις της στα σχολεία, αλλά και στο εξωτερικό. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, που έχει μετατρέψει σε Μουσείο Αγνοουμένων, κάποιος αντικρίζει τέσσερις τοίχους, γεμάτους φωτογραφίες και μηνύματα. Ποιήματα στον τοίχο, άρθρα με το ρόλο τους και μηνύματα προς τους συγγενείς.
Η ιστορία της κας. Ανδρούλλας
«Εγώ έμενα στον Άγιο Παύλο, στην Πράσινη Γραμμή. Έζησα εκεί τρία χρόνια, μας χώριζε ένας δρόμος από τους Τούρκους. Ήμασταν κατοικημένη περιοχή. Θέλαμε να μείνουμε εκεί, επειδή όποτε έφευγαν οι Ελληνοκύπριοι από ένα σημείο, οι Τούρκοι προχωρούσαν και έπιαναν περισσότερα εδάφη. Μέσα στον πόλεμο είχα ένα γιο τριών ετών και μία κόρη αβάφτιστη ακόμα. Ο άντρας μου ήταν ΛΟΚατζης και κατατάχθηκε και πέρασε δύσκολα, επειδή ήταν στο στρατόπεδο δίπλα στο ψυχιατρείο. Όταν έγινε ο βομβαρδισμός, ο σύζυγός μου έβαλε το σώμα του πάνω σε ένα τοιχούι τζιαι κατάφερε να γλιτώσει. Μετά πήγε στην Κερύνεια.
Εγώ έμεινα με δύο μωρά, χωρίς να ξέρω να οδηγώ. Όταν έγινε η δεύτερη εισβολή, ήμουν εγώ στον Άγιο Παύλο τζιαι η αδελφή μου, με ένα βρέφος τζιαι ακούαμε στο ραδιόφωνο ότι οι Τούρκοι έκαμαν εισβολή στην Κύπρο. Στον Άγιο Παύλο βλέπαμε τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στην πεδιάδα του Κιόνελλι και ξέραμε ότι δεν ήμασταν ασφαλείς να μείνουμε στον Άγιο Παύλο. Η αδελφή μου άρχισε να καταρρέει και να κλαίει. Εγώ δεν μπορούσα να καταρρεύσω, επειδή είχα μωρό αβάφτιστο. Ακούαμε από το ραδιόφωνο τι έπρεπε να κάνουμε όταν βλέπαμε αεροπλάνα και όλμους τζιαι κάναμε ό,τι ακούαμε, δηλαδή να πέφτουμε χαμέ όταν έπεφταν όλμοι, να μπαίνουμε στα χαντάκια κλπ.
Στην Πράσινη Γραμμή είχε δέντρα. Όταν πήγαμε στο χαντάκι, έπεσε όλμος δίπλα μας τζιαι είχε μία ακακία εκεί. Ο όλμος την έσχισε που τη μέση τζιαι εμείς εγλυτώσαμε με αυτό τον τρόπο. Γεμίσαν τα πρόσωπά μας χώματα, νιφτήκαμε και αποφασίσαμε ότι δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί. Πήγαμε στους γείτονες και ρωτήσαμε αν υπάρχει κάποιος που θα έφευγε, για να μας πάρει μαζί του.
Βρήκαμε ένα αυτοκίνητο, που θα μας έπαιρνε όλους, εμένα και την αδελφή μου και τα μωρά μας. Πήγαινε στο Παλαιχώρι τζιαι είπα του να μας πάρει μαζί του. Είπε θα μας πάρει, όμως είχα τζιαι ένα πατέρα, ο οποίος ήταν εγχειρισμένος, στον προστάτη, επειδή είχε καρκίνο. Έκανε εγχείρηση στην πρώτη φάση της εισβολής και μας είπαν να τον πάρουμε σπίτι, επειδή είχε γεμίσει το νοσοκομείο με τους τραυματισμένους στρατιώτες. Μας έδειξαν πώς να τον φροντίζουμε και τον πήραμε σπίτι. Όμως, όταν έπρεπε να φύουμε στην δεύτερη εισβολή, ο άνθρωπος που θα μας έπαιρνε, μας είπε ότι δεν είχε χώρο για ένα άνθρωπο που ήταν παράλυτος και με σωληνάκια.
Με βαριά καρδιά του έβαλα σε ένα τραπέζι κοντά στο κρεβάτι, ένα παγούρι νερό, ένα χαλλούμι, ψωμί και με ρώτησε “τι εν τούτα που ακούω Ανδρούλλα;” τζιαι του είπα ήταν ασκήσεις των Ηνωμένων Εθνών. Εν εμπορούσα να του πω ότι θα έφεφκα να μεν με ζητήσει τζιαι ήταν να τον αφήσω. Του είπα ότι θα έπαιρνα το μωρό στο νοσοκομείο τζιαι θα επήεννα πίσω μετά. Όμως, όσπου να πάμε στο Παλαιχώρι νύχτωσε τζιαι δεν μπορούσα να επιστρέψω».
Την επόμενη ημέρα, ξεκίνησα που το Παλαιχώρι τζιαι εξεκίνησα να έρκουμουν κάτω. Ο κόσμος πήγαινε πάνω τζιαι κανένας εν μου εδίαν σημασία. Σταμάτησε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο τζιαι λαλεί μου ο οδηγός “είσαι κρίμα, εν να πεθάνεις μέσα στον ήλιο. Εν επιτρέπεται αλλά έμπα μέσα στο αυτοκίνητο να σε πάρουμε πιο κάτω”. Εμπήκα τζιαι εφέραν με λίγο πριν την Λευκωσία τζιαι εξεκίνησα τζιαι ήρτα περπατητή στον Άγιο Παύλο. Ήταν η δεύτερη μέρα της εισβολής τζιαι όταν έφτασα στο σπίτι, μπήκα μέσα τζιαι είδα το ανοιχτό τζιαι λεηλατημένο τζιαι ο πατέρας μου έλειπε. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
Μια γειτόνισσα, μεγάλη σε ηλικία, που είχε κότες τζιαι κουνέλια, που δεν ήθελε να φύει, είδε με τζιαι εφκήκε έξω. Είπα της ότι έψαχνα τον πατέρα μου τζιαι είπε μου “είδα ένα μεγάλο, ψηλό στρατιωτικό αυτοκίνητο, γεμάτο πράματα, κατέβηκαν δύο, εφκάλαν τον πατέρα σου που το παράθυρο, εβάλαν τον μέσα στο αυτοκίνητο τζιαι εφύαν”. Μετά, έμαθα ότι κάποιος συγγενής, που ήξερε που εμέναμε, όταν εν μας είδε στην Κυπερούντα, νόμισε ότι εμείναμε τζιαι παρακάλεσε ένα αξιωματικό, που κουβαλούσε εξοπλισμό από την Κυπερούντα, να έρτει να μεταφέρει τον πατέρα μου».
Η αρρώστια της κόρης της
«Σιγά-σιγά επέστρεψα Παλαιχώρι, στα μωρά μου. Η κόρη μου, που ήταν μέσα στον ήλιο, έπαθε γαστρεντερίτιδα τζιαι άρκεψε να μαραζώνει. Έπιασα την τζιαι εγώ τζιαι επήρα την στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Στο νοσοκομείο είπαν μου να μείνω με το μωρό να το περιποιούμαι, επειδή ήταν γεμάτο με τους στρατιώτες. Έμεινα στο Γενικό Νοσοκομείο με το μωρό μου, όμως τη νύχτα ακούστηκε πως οι Τούρκοι σχεδόν εμπήκαν στο Λήδρα Πάλας τζιαι προχωρούν τζιαι είπαν ότι θα χτυπήσουν το νοσοκομείο. Μας είπαν εμάς που είχαμε αβάφτιστα μωρά, να τα πάρουμε να τα βαφτίσουμε.
Έπιασα το μωρό μου τζιαι επήα στο άγαλμα του Σολωμού. Εκεί, προσπαθούσα να έβρω κάποιο γνωστό τζιαι ήβρα ένα που δουλεύαμε μαζί σε ένα ξενοδοχείο. Είπα του να μου βαφτίσει το μωρό τζιαι εν είχα κανένα μαζί μου. Είπε μου ναι τζιαι είχε ένα αμαξούι, που πουλούσε πράματα τζιαι επιάσαμε ένα σταυρούι ψεύτικο τζιαι μια πετσέτα. Εγώ είχα τάξει το μωρό μου να βαφτιστεί στην Παναγιά του Τραχωνα, επειδή βασανίστηκα πολλά τζιαι ο γνωστός μου έπιασε στα Ηνωμένα Έθνη, αν εμπορούσαμε να πάμε στην εκκλησία του Τράχωνα να το βαφτίσουμε τζιαι είπε μας ότι ήδη εμπήκαν οι Τούρκοι στο χωρκό. Εστάθηκα τζιαι είπα στην Παναγία να μου πει που να πάμε τζιαι ήρτε μου στο μυαλό να πάμε στην Παναγία της Μακεδονίτισσας.
Μπήκαμε σε ένα ταξί τζιαι επήαμε τζιαμέ τζιαι είδαμε ότι ήταν κλειστά. Πίσω που την εκκλησία είδαμε κάτι καμαρούες τζιαι πήγαμε τζιαι χτυπήσαμε. Εγώ έκλαια, που έγινε με την εκκλησία. Άνοιξε μας ένας ιερέας τζιαι είδε με που έκλαια τζιαι είπα του ότι είχα ταμένο το μωρό να βαφτιστεί στην Παναγία του Τράχωνα τζιαι λαλεί μου “ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο ιερέας της εκκλησίας της Παναγίας του Τράχωνα”. Την ώρα που ανοίξαμε τα φώτα, για να βαφτίσουμε το μωρό, ήρταν τζιαι πολλοί στρατιώτες, για να ανάψουν ένα κερί τζιαι τζείνοι ήταν οι καλεσμένοι στη βάφτιση του μωρού μου.
Όταν πήγα στο νοσοκομείο, είπαν μου να πάω στη Λεμεσό, αφού είπαν μου ότι ήταν να χτυπηθεί το νοσοκομείο, θα ήταν κρίμα να μείνουμε εκεί. Έπιασα τζιαι εγώ το μωρό μου τζιαι έφυα τζιαι επήα Λεμεσό.
Μετά που ετέλειωσε ο πόλεμος, επήαμε πίσω στο σπίτι μας στον Άγιο Παύλο τζιαι εμείναμε στην Πράσινη Γραμμή, για τρία χρόνια. Όμως, ήταν δύσκολα χρόνια, επειδή κάθε μέρα τζιαι κάθε νύχτα οι Τούρκοι στρατιώτες ερίχναν σφαίρες, πέτρες, ξύλα πάνω στα παράθυρα. Όποτε είχε πληροφορίες ο στρατός, ότι οι Τούρκοι ήταν να εισβάλουν, έρκουνταν πολλοί στρατιώτες τζιαι ελαλούσαν μας να πιάσουμε τα μωρά μας τζιαι να φύουμε. Πολλές φορές επιάνναμε τα μωρά τζιαι εφέφκαμε.
Στην Πράσινη Γραμμή είπαν μου ότι εχάσαμε 82 παιδιά τζιαι ερώτησα τους που τους εθάψαν. Είπαν μου ότι εβάλαν τους στο στρατιωτικό κοιμητήριο στη Λακατάμια τζιαι εβάλαν τους μέσα στους τάφους, χωρίς να γράψουν το όνομά τους. Είχαν ένα σταυρό που έγραφε “Άγιος Παύλος”. Εγώ πήγαινα συχνά τζιαι προσεύχομουν να έχουν Καλό Παράδεισο».
Πώς ξεκίνησε η προσπάθεια για τους αγνοούμενους
«Εμένα, όρκισε με η θεία μου, μέσα στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην Κυπερούντα. Το 1974 με έπιασε τηλέφωνο και μου είπε να πάω στην εκκλησία και συναντηθήκαμε εκεί. Όταν συναντηθήκαμε εκεί, έφυε πέντε λεπτά, επήε σπίτι και ήρτε. Εκρατούσε μία φωτογραφία του ξαδέλφου μου, μικρή. Επέρασε την από όλους τους Αγίους τζιαι προσκύνησε τον και μετά ήρτε σε μένα, αγκάλιασε με τζιαι είπε μου “δεν ξέρω αν θα ζήσω εγώ, ορκίστου μου τωρά ότι θα ψάξεις να έβρεις τον ξάδελφο σου”. Εγώ ορκίστηκα της μέσα στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, ότι θα ψάχνω όσπου να μάθω για την τύχη όλων των αγνοούμενων. Ήταν ένας όρκος που κράτησα από τότε μέχρι και σήμερα, που είμαι 78 χρονών τζιαι προσπαθώ να μεταδώσω, να μεταλαμπαδεύσω στη νεολαία μας τι σημαίνει πρόσφυγας, τι σημαίνει 500 εκκλησίες μας να μην λειτουργούν, τι σημαίνει να έχουμε κοιμητήρια στα χώματα που χάσαμε. Είμαστε πολλά χρόνια σκλαβωμένοι, η Λευκωσία μας είναι η μόνη πόλη στον κόσμο που είναι μοιρασμένη. Δεν μας αξίζει να ζήσουμε ελεύθεροι; Να ζήσουμε με τους Τουρκοκύπριους, όπως ζούσαμε τζιαι παλιά. Ας φύουν τα στρατεύματα κατοχής, ας φύουν εκείνοι που επιάσαν τα σπίτια τα δικά μας τζιαι εμείς με τους Τουρκοκύπριους θα κάμουμε καλά.
Βρέθηκε ο ξάδελφος μου. Ξεκίνησα με ένα άλλο μου ξάδελφο και πήγαμε, είχαν τα οστά πάνω στο τραπέζι τζιαι ο μισός ήταν μαυρισμένος. Ρώτησα, για ποιο λόγο ήταν μαυρισμένος τζιαι εν εμπορούσαν να μου απαντήσουν, επειδή προσπάθησαν να τον κάψουν στη μία του μεριά. Ήταν 18-19 χρονών τζιαι εβασανίσαν τον. Όταν ρώτησα πώς τον βρήκαν, είπαν μου ήταν σε ένα πηγάδι, που είχε μέσα 14-15 στρατιώτες των 20 χρονών, σκοτωμένους, γυμνούς τζιαι ήταν ο ένας πάνω στον άλλο γυμνό. Ζήτησα αν είχαν ένα κουμπί ή κάτι από τα ρούχα τους, μου είπαν ότι δεν ήβραν τίποτε, ότι ήταν γυμνοί.
Εκτός που τον ξάδελφο μου, στο σπίτι μου φιλοξενούσα την κα. Χρυσάνθη Βαρβαροπούλου από τη Νίκαια της Ελλάδας, που είχε το γιο της στρατιώτη στην Κερύνεια, στις τορπιλάκατους. Ήταν κουμπάροι μας και γι’ αυτό τους ξέραμε. Όταν έγινε η εισβολή, ήρθε η πρεσβεία της Ελλάδας τζιαι έπιασε την, για να πάει πίσω στην Ελλάδα. Όταν θα έφευγε, έβγαλε τη φωτογραφία του γιού της τζιαι είπε μου “Ανδρούλλα μου φεύγω. Τον Κυριάκο μου τον ξέρεις. Αφήνω σου την φωτογραφία του και θα προσπαθώ με γράμμα να μαθαίνω νέα”. Πέρασε αρκετός καιρός τζιαι στα οδοφράγματα που έρχονταν πίσω οι αιχμάλωτοι από την Τουρκία, κρατούσα τη φωτογραφία του Κυριάκου τζιαι του ξαδέλφου μου τζιαι ρωτούσα αν τους έχουν δει τζιαι όλοι ελαλούσαν μου όχι. Όταν επέρασε ένα χρόνος έπιασε με από τη Νίκαια τζιαι με μία βραχνή φωνή είπε μου “Ανδρούλλα μου, στον Κυριάκο μου στάθου μάνα και αδελφή και όταν τον βρεις, πες του η καρδιά μου δεν άντεξε να τον περιμένει”.
Μετά από αυτό, προσπάθησα τζιαι ήβρα τις φωτογραφίες τζιαι άλλων τεσσάρων συγγενών που δεν εβρέθηκαν, πήγα στο ΓΕΕΦ τζιαι μετά έκαμα τις προσπάθειες να γίνουν τα κενοτάφια τους, στο Τύμβο της Μακεδονίτισσας».
«Μετά από αυτό, οι μάνες των αγνοουμένων άρχισαν να επικοινωνούν μαζί μας τζιαι εδίναν μου φωτογραφίες τζιαι εγώ έδιναν τους ελπίδα ότι ίσως τους βρούμε τζιαι εκείνη την ελπίδα την πήραν μαζί τους. Εκτός από το ξάδελφό μου, βρήκαμε τζιαι το γιο της νούνας μου, στη Λεύκα, που οι Τούρκοι του είχαν κόψει το κεφάλι τζιαι είχε πεθάνει από μαχαιριές. Άκουσα ότι είχαν ράψει το σώμα του για να τον συναρμολογήσουν τζιαι να τον κηδέψουν. Η νούνα μου πέθανε τζιαι κανένας δεν της το είπε αυτό τζιαι είναι καλύτερα. Εγώ άκουσα όλες τις ιστορίες. Κάποιος συγγενής μπορεί να ξεχάσει, όμως εγώ έχω τους μέσα στο σπίτι μου.
Πολλές μανάδες έφυγαν από τη ζωή, χωρίς να ξέρουν τι απέγιναν τα απιδιά τους τζιαι ελπίζουμε τζιαι παρακαλούμε το Θεό να αλλάξει στάση η Τουρκία, για να τους έβρουμε και να τους θάψουμε ως ήρωες, όπως τους αξίζει. Είναι χρέος μας, επειδή έβαλαν το σώμα τους μπροστά, για να είμαστε εμείς σήμερα εδώ».
Το Μουσείο Αγνοουμένων
«Τρία χρόνια μετά την εισβολή, αφού μέναμε στην Πράσινη Γραμμή, μας είπαν ότι εκεί που ήταν τα σχολεία του Κύκκου, άφηνε η Μονή να κάμουν οι πρόσφυγες παράγκες για να μένουν. Φύγαμε τζιαι εμείς που το σπίτι μας τζιαι πήγαμε στην παράγκα. Ένας γνωστός μας δούλευε στα τσιγάρα τζιαι όταν τα έβγαλλαν από τις κάσιες πιάναμε τα ξύλα τζιαι κάναμε την παράγκα μας, με τσίγκους από πάνω. Έπρεπε να μείνουνε κάπου, επειδή είχαμε και τη μάμα μου τζιαι είχαμε τζιαι μία τουαλέτα. Εκεί μείναμε τριάντα χρόνια. Εκεί ξεκίνησε το Μουσείο Αγνοουμένων. Είχε την αυλή της, με τον κήπο της και τα δέντρα.
Η πρώτη εκδήλωση για τους αγνοούμενους έγινε στην Πλατεία Ελευθερίας τζιαι να πάρουμε τις φωτογραφίες όλοι μαζί τζιαι επειδή θα είχε ξένους δημοσιογράφους, να ζητήσουμε τους αγνοούμενους μας. Πήγα και εγώ εκεί τζιαι βρεθήκαμε πολλές μαζί τζιαι ανταλλάζαμε τηλέφωνα. Έλεγα σε όλες ότι το σπίτι μου ήταν ανοιχτό για όλες που ήθελαν. Έλεγα σε εκείνες τις μάνες ότι θα ήμουν εκεί τζιαι το μόνο που έλεα ήταν ότι εκείνες έδωσαν τα παιδιά τους, εγώ απλά έδινα λίγο από το σπίτι μου.
Μέχρι τζιαι από την Ιαπωνία ήρταν για να καλύψουν την προσπάθεια που κάναμε. Εμείς ήμασταν στα οδοφράγματα τζιαι ενημερώναμε τον κόσμο που περνούσε από εκεί. Διαμαρτυρήθηκε μέχρι και ο Ντεκτάς ότι οι γυναίκες στα οδοφράγματα τους έκαναν ζημιά στην οικονομία τους τζιαι γι’ αυτό ήθελαν να ανοίξουν τα οδοφράγματα, για να μπορεί να μπει ο κόσμος. Εμείς κάναμε τον αγώνα μας στα οδοφράγματα τζιαι η παράγκα μας ήταν έτσι. Η παράγκα μας ήταν πάντα ανοιχτή για τον κόσμο. Φιλοξενούσαμε κόσμο, κοπέλες που έρχονταν από τις άλλες πόλεις, ξένους που ήθελαν να την δουν.
Μετά την παράγκα, πήραμε το σπίτι μας, επειδή είμαστε πρόσφυγες. Αρχικά ήθελαν να μας δώσουν ένα προσφυγικό σπίτι στην Αγλαντζιά. Ήμασταν μόνο εγώ τζιαι ο άντρας μου πλέον, επειδή τα παιδιά μου είχαν παντρευτεί και μας έδωσαν ένα σπίτι αρκετά μικρό. Εγώ το κλείδωσα, πήρα το κλειδί και το πήρα στη Μέριμνα. Τους είπα να το δώσουν αλλού, που το είχαν ανάγκη τζιαι εγώ θα πήγαινα αλλού. Τελικά, πήραμε ενοικιαγορά το σπίτι μας τώρα τζιαι ό,τι είχα στην παράγκα, τα έφερα εδώ. Είχα τον κήπο στην παράγκα τζιαι έφερα τον εδώ, είχα τη γωνιά του αγνοούμενου εκεί, έφερα την εδώ τζιαι συνεχίζω τον αγώνα μου από εδώ».
Τα ταξίδια στο εξωτερικό
«Ακούαν με τα σωματεία, οι οργανώσεις τζιαι με έστειλαν στο εξωτερικό. Πήγα μέχρι και τις Βρυξέλλες και εκεί πήγα σε πολλές συνοικίες. Εβάλαν μου μία ταμπέλα, έφυα με το αεροπλάνο και μόλις έφτασα εκεί επαράλαβε με η κοπέλα της Πρεσβείας. Όσες μέρες ήμουν εκεί, κάθε μέρα πήγαινα και σε άλλο τόπο, για να διαφωτίσουμε. Εγώ μόνο ελληνικά ήξερα και όταν τους το είπα, είπαν μου να μην έχω έγνοια. Όταν έφτασα είχα δύο διερμηνείς, ένα στα δεξιά και ένα στα αριστερά τζιαι εξηγούσαν ό,τι έλεγα. Πήγα στη Χαλκίδα, στην Καλαμάτα, στη Ρόδο, που με πήρε ο σύλλογος Κυπρίων της Ρόδου, μαζί με δύο μητέρες τζιαι είπαμε την ιστορία μας. Ακούαμε το κοινό να κλαίει».
Οι θυσίες που έκανε
«Νιώθω περήφανη για όλο αυτό τον αγώνα, όμως δυσκόλεψα λίγο και ζητώ συγγνώμη, από την οικογένειά μου. Δεν μπορούσα να φύγω, επειδή είχα πολλά φοιτά τζιαι δεν θα έρκετουν κανένας γείτονας να ποτίσει τόσα πολλά φυτά. Βάλαμε πολλά με τις μάνες των αγνοουμένων τζιαι δεν μπορείς να τα ξεχάσεις. Όλα τα δέντρα, όλα τα φυτά είναι σημαντικά γι’ μας. Όταν είχα ξένους για διαφώτιση έδινα στα μωρά μου κάποια λεφτά, για να παν το μεσημέρι κάπου να φαν τζιαι να έρτουν μετά. Πολλές φορές τους το στέρησα να μην είναι σπίτι, πολλές φορές ο άνδρας μου ήθελε να πάμε κάπου τζιαι δεν επήαμε. Αν δεν είχα την στήριξή τους δεν θα έφτανα σε αυτό το σημείο».
«Κάποιος πρέπει να αναλάβει»
«Πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν αυτά. Εγώ άρχισα να παρουσιάζω προβλήματα υγείας και σκέφτηκα ότι κάποιος πρέπει να πιάσει όλα τούτα που έχω τζιαι να τα πάρει κάπου, για να θυμούνται οι επόμενες γενιές. Όταν φύγει η δική μας η γενιά, θα έχουμε πρόβλημα. Ήμασταν τόσες γυναίκες, μαυροφορεμένες, που πηγαίναμε συνέχεια στα οδοφράγματα, στις πορείες. Ήμασταν 100 και μείναμε ελάχιστες. Πρέπει κάποιοι άλλοι να αναλάβουν αυτά που ξεκινήσαμε εμείς».