Περίπου 500 λογοτεχνικά βιβλία εκδίδονται το χρόνο-Η σχέση των Κύπριων με το διάβασμα
08:41 - 06 Αυγούστου 2023
Περίπου 500 λογοτεχνικά βιβλία εκδίδονται ετησίως στην Κύπρο, αναφέρουν στο ΚΥΠΕ εκδότες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του βιβλίου. Προσθέτουν ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα περαιτέρω στατιστικά στοιχεία για την κίνηση του λογοτεχνικού βιβλίου στην Κύπρο, αλλά τονίζουν ότι είναι σημαντικό το ποσοστό που καταλαμβάνουν οι αυτοεκδόσεις.
Ο Ηλίας Επιφανίου, διευθυντής των εκδόσεων Επιφανίου, και ο Κώστας Μπαλαούρας, διευθυντής των εκδόσεων Πάργα, σημειώνουν ότι με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, εκδίδονται περίπου 500 λογοτεχνικά βιβλία τον χρόνο στην Κύπρο.
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για το ποσοστό των εκδιδόμενων λογοτεχνικών βιβλίων που φτάνει στον αναγνώστη, οι κ. Επιφανίου και Μπαλαούρας και ο Χάρης Ιωαννίδης, διευθυντής των εκδόσεων Αρμίδα, αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία.
Ο Ηλίας Επιφανίου σημειώνει ότι οι αναγνώστες μπορούν να αναζητήσουν στοιχεία στα βιβλιοπωλεία, στους εκδοτικούς οίκους αλλά και στις βάσεις δεδομένων της Κυπριακής Βιβλιοθήκης.
Ο Κώστας Μπαλαούρας αναφέρει ότι στην Κύπρο, εκτός από τους εκδοτικούς οίκους που είναι περιορισμένοι και το ποσοστό των βιβλίων που εκδίδουν είναι περιορισμένο, υπάρχουν και οι αυτοεκδόσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία αλλά καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό. «Επίσης, υπάρχουν και πολλοί συγγραφείς από την Κύπρο που εκδίδουν βιβλία τους σε εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας. Και σε αυτή την κατηγορία υπάρχουν πολλές αυτοεκδόσεις», προσθέτει.
Μιλώντας για την έλλειψη επαρκών στατιστικών στοιχείων, ο κ. Μπαλαούρας δηλώνει στο ΚΥΠΕ ότι αυτά θα υπάρξουν μελλοντικά, γιατί ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Εκδοτών τον Φεβρουάριο του 2023. «Μας ενδιαφέρει να έχουμε στατιστικές για να ξέρουμε τι και πώς κινείται, τις τάσεις του αναγνωστικού κοινού και το ποσοστό των αδιάθετων βιβλίων», υπογραμμίζει.
Από την πλευρά του ο Χάρης Ιωαννίδης επισημαίνει ότι ακόμη και αν υπήρχε συλλογή στατιστικών στοιχείων, αυτή δεν θα συμπεριλάμβανε στατιστικά από αυτοεκδόσεις, καθώς αυτές δεν μπορούν εύκολα να εντοπιστούν. «Επειδή στην Κύπρο ο αριθμός των αυτοεκδόσεων είναι αρκετά μεγάλος, πάντα θα υπάρχει ένα κενό στην πλήρη κατανόηση της κατάστασης», υποδεικνύει.
Ο κ. Ιωαννίδης σημειώνει ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει η κυπριακή λογοτεχνία -και η κυπριακή βιβλιοπαραγωγή κατ’ επέκταση- είναι η προσβασιμότητα σε βιβλιοπωλεία στην Κύπρο και στο εξωτερικό. «Οργανωμένες εκδοτικές εταιρείες και ικανότεροι ανεξάρτητοι συγγραφείς έχουν λύσει τα διαδικαστικά προβλήματα διακίνησης και ένα ποσοστό εκδιδόμενων βιβλίων τοποθετείται σε σημεία πώλησης», προσθέτει.
Ακόμη, ο Χάρης Ιωαννίδης επισημαίνει ότι ο συχνότερος τρόπος παραμένει η απευθείας επαφή με τους αναγνώστες μέσω βιβλιοπαρουσιάσεων και άλλων ανάλογων εκδηλώσεων. Υπάρχουν εξαιρέσεις, διευκρινίζει, «αλλά είναι ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο οι αναγνώστες να είναι οι φίλοι και γνωστοί του/της συγγραφέα ή του εκδότη και συχνότερα η κυπριακή λογοτεχνία κινείται σε μικρότερο κύκλο αναγνωστών».
Επιπλέον, όπως αναφέρει στο ΚΥΠΕ, πολλές από τις αυτοεκδόσεις δεν πετυχαίνουν ποτέ να προστεθούν στα ράφια βιβλιοπωλείων. Ωστόσο, όπως εξηγεί, αυτό δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη στην έλλειψη ενδιαφέροντος από τα βιβλιοπωλεία, αλλά ίσως είναι απόρροια άλλων παραγόντων που αφορούν την ίδια την έκδοση όπως μη καλαίσθητα εξώφυλλα, προβληματικά κείμενα χωρίς επιμέλεια, κακό περιεχόμενο κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των αδιάθετων βιβλίων, ο Ηλίας Επιφανίου αναφέρει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία. «Οι εκδόσεις που γίνονται μέσω εκδοτικών οίκων συνήθως είναι σε μεγαλύτερες ποσότητες και διατίθενται σε βάθος χρόνου. Οι αυτοεκδόσεις είθισται να είναι σε μικρότερες ποσότητες και να πωλούνται ή να χαρίζονται από τους συγγραφείς τους», προσθέτει.
Απαντώντας στο ίδιο ερώτημα, ο Κώστας Μπαλαούρας σημειώνει ότι με βάση τα βιβλία που έχει εκδώσει ο εκδοτικός του οίκος τα τελευταία χρόνια, περίπου 20% των βιβλίων που εκδίδει παραμένουν αδιάθετα τον πρώτο χρόνο, ωστόσο ακόμα και αυτά πωλούνται σε βάθος χρόνου.
Από την πλευρά του, ο Χάρης Ιωαννίδης λέει ότι «το μείζον θέμα των αδιάθετων βιβλίων θα ταλαιπωρεί τους εκδότες και όλους τους βιβλιοπαραγωγούς, πλην των τυπογράφων φυσικά, από την πρώτη μέρα της δραστηριότητάς τους μέχρι το τέλος». Όπως εξηγεί, «αδιάθετα βιβλία μπορεί να έχουν μείνει γιατί υπήρξε υπερπαραγωγή από την αρχή ενώ ο κύκλος του συγκεκριμένου βιβλίου δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει ένα μικρότερο αριθμό».
«Το σίγουρο είναι ότι όλοι μας, εκδότες και ανεξάρτητοι συγγραφείς, συνήθως υπερεκτιμούμε την ικανότητά μας να διαθέσουμε τα βιβλία και, ως εκ τούτου, όλοι μας έχουμε κάποιο απόθεμα βιβλίων που στην τελική μάλλον θα μείνει αδιάθετο», υπογραμμίζει ο κ. Ιωαννίδης, χαρακτηρίζοντας τα αδιάθετα βιβλία «αναπόσπαστο μέρος της εκδοτικής δραστηριότητας».
Αναφορικά με τη σχέση των Κυπρίων με το βιβλίο, ο Ηλίας Επιφανίου δηλώνει στο ΚΥΠΕ ότι οι Κύπριοι δεν διαβάζουν σε σταθερή βάση. «Ένα μικρό ποσοστό συνοδεύει τον χρόνο του με ποιοτικό διάβασμα, ενώ υπάρχουν και αυτοί που επιλέγουν το περιστασιακό διάβασμα, ιδίως κατά τη διάρκεια των διακοπών τους», αναφέρει.
«Δεν μπορώ να πω ότι είναι άσχημη η σχέση», λέει ο Κώστας Μπαλαούρας για το ίδιο θέμα, επισημαίνοντας ότι αριθμητικά οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών στην αγορά και ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και ότι οι άνδρες περισσότερο διαβάζουν ιστορικό μυθιστόρημα και άλλου είδους βιβλία. «Πολλοί συγγραφείς επιδίδονται στην κοινωνική λογοτεχνία και τα βιβλία τους είναι πλησιέστερα προς τη γυναίκα, γι’ αυτό και οι γυναίκες είναι το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία», εξηγεί ο κ. Μπαλαούρας.
Από την πλευρά του, ο Χάρης Ιωαννίδης λέει στο ΚΥΠΕ ότι η σχέση των Κυπρίων με το βιβλίο είναι «ουδέτερη αλλά παρουσιάζει δείγματα βελτίωσης». Καταληκτικά, σημειώνει ότι «οι συνεχείς προσπάθειες που καταβάλλουν τόσο οι εκδότες αλλά και άλλα οργανωμένα σύνολα όπως εκθέσεις βιβλίων, λέσχες ανάγνωσης και ομάδες κριτικής, μειώνουν το χάσμα που υπάρχει μεταξύ του βιβλίου και του αναγνώστη, προσφέρουν πραγματικές εναλλακτικές στο κοινωνικό σύνολο και τονώνουν την ταυτότητα του τόπου».
Πηγή: ΚΥΠΕ